Μια αέναη εναλλαγή εκλογικών συστημάτων με… παγκόσμιες πρωτοτυπίες
Στην χώρα που ‘’γέννησε’’ την δημοκρατία, δεν θα ήταν ‘’σώφρον’’ να μείνουμε προσκολλημένοι σε παρωχημένα εκλογικά συστήματα. Έτσι, από το 1844 μέχρι και σήμερα, τα κατά καιρούς κόμματα και οι κυβερνώντες φροντίζουν να προσαρμόζουν τα εκλογικά συστήματα της χώρας ανάλογα με τα… καλά και συμφέροντά τους. Ας δούμε αναλυτικά τι εφαρμόστηκε αυτά τα 170 χρόνια συνταγματικά κατοχυρωμένης ψηφοφορίας των Ελλήνων και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του κάθε συστήματος.
Στη πλειονότητα των χωρών του κόσμου το εκλογικό σύστημα προβλέπεται από το ίδιο το ισχύον σύνταγμά τους, παραμένοντας έτσι ενιαίο για όλες τις πολιτικές αναμετρήσεις. Αντίθετα στην Ελλάδα πολύ σπάνια ακολουθήθηκε το ίδιο εκλογικό σύστημα έστω και σε δύο συνεχόμενες εκλογές, εκτός τις επαναληπτικές, και τούτο διότι ο καθορισμός του εκλογικού συστήματος επαφίεται κάθε φορά, στην κυβέρνηση που θα κηρύξει τις εκλογές, με σχετικό νομοθέτημα, χωρίς προς τούτο και να παρέχεται η ευχέρεια στον «κυρίαρχο» ελληνικό λαό, ή απ’ ευθείας, έγκριση ή απόρριψή του πριν οδηγηθεί στις κάλπες, με καταφανή την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Έτσι, από το 1844, χρονιά που καθιερώθηκε συνταγματικά η ψηφοφορία στην Ελλάδα, μέχρι το 1923, οι βουλευτικές εκλογές γίνονταν με πλειοψηφικό σύστημα. Από το 1926 υπήρξε εναλλαγή πλειοψηφικού και αναλογικού, έως το 1956, οπότε καθιερώθηκε το αναλογικό. Οι εκλογές του 1956 ακολούθησαν ένα μικτό πλειοψηφικό σύστημα με διαφοροποίηση των εκλογικών περιφερειών ανάλογα με τον αριθμό των βουλευτών τους. Το σύστημα ονομάστηκε από την αντιπολίτευση τριφασικό. Στις επόμενες εκλογές καταγράφηκαν περιστατικά βίας και νοθείας του αποτελέσματος. Στην μεταπολίτευση οι εκάστοτε εκλογικοί νόμοι εισήγαγαν διαφορετικά εκλογικά συστήματα, συνήθως πλειοψηφικά.
Το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας δεν περιέχει συγκεκριμένες ρυθμίσεις για το σύστημα που θα ακολουθηθεί για την ανάδειξη των εδρών στο Κοινοβούλιο. Να σημειωθεί ότι η εισαγωγή της απλής αναλογικής σαν πάγιο εκλογικό σύστημα με συνταγματική πρόβλεψη για αυτό είναι αίτημα της Αριστεράς.
Πλειοψηφικό
Στο Πλειοψηφικό σύστημα η επικράτεια δε θεωρείται ενιαίος εκλογικός χώρος, αλλά χωρίζεται σε εκλογικές περιφέρειες. Ο συνδυασμός που έρχεται πρώτος στην περιφέρεια κερδίζει όλες τις έδρες, ενώ οι επόμενοι καμία (γι’ αυτό στην αγγλοσαξονική παράδοση συναντάται ως The winner takes it all). Αντικειμενικό ελάττωμα του συγκεκριμένου συστήματος είναι η έλλειψη αναλογικότητας, αφού υποθετικά ένας συνδυασμός μπορεί να κερδίσει τις εκλογές κερδίζοντας με διαφορά μιας ψήφου τις μισές περιφέρειες, έστω και εάν δε λάβει ούτε μία στις υπόλοιπες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του πλειοψηφικού, καθώς και της μη αναλογικότητάς του, είναι η εκλογή εκλεκτόρων στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ του2000. Αν και το ψηφοδέλτιο του Τζωρτζ Μπους συγκέντρωσε σε παναμερικανικό επίπεδο μισό εκατομμύριο λιγότερες ψήφους από αυτό του Αλ Γκορ, ο πρώτος συγκέντρωσε μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων και εξελέγη πρόεδρος.
Πλειοψηφικό με μονοεδρικές
Μια λίγο αναλογικότερη μορφή του Πλειοψηφικού είναι το λεγόμενο Πλειοψηφικό με μονοεδρικές περιφέρειες. Σε αυτό το σύστημα η επικράτεια χωρίζεται σε πολύ μικρές περιφέρειες και κάθε μία εκλέγει μόνο ένα βουλευτή. Βάσει της απαιτούμενης πλειοψηφίας, διακρίνεται σε:
• Ενός γύρου, όπου εκλέγεται ο συνδυασμός που θα βγει πρώτος.
• Δύο γύρων, όπου απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία, δηλ. 50% συν μία ψήφο. Εάν αυτή δεν επιτευχθεί με την πρώτη, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία (β’ γύρος) ανάμεσα στους δύο πρώτους συνδυασμούς.
Χαρακτηριστική περίπτωση Πλειοψηφικού με μονοεδρικές – ενός γύρου είναι το εκλογικό σύστημα για τη Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων, ενώ δύο γύρων αυτό για τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Απλή αναλογική
Στο σύστημα της Απλής αναλογικής ο αριθμός εδρών που λαμβάνουν οι συνδυασμοί εξαρτάται μόνο από το εθνικό ποσοστό τους, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος τους ανά εκλογική περιφέρεια. Είναι ένα δίκαιο εκλογικό σύστημα, διότι αποτυπώνει ακριβώς τη λαϊκή βούληση. Δέχεται όμως την κριτική ότι δεν παράγει ισχυρές πλειοψηφίες, αφού η εμπειρία στις δυτικές κοινωνίες δείχνει πως σπάνια κάποιος συνδυασμός λαμβάνει το απαραίτητο 50% για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιείται σε πολύ λίγα κράτη για εθνικές εκλογές, ενώ αντίθετα είναι σύνηθες σε εκλογές τοπικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα.
Στην καθαρή μορφή της απλής αναλογικής, οι έδρες κάθε συνδυασμού προκύπτουν από το γινόμενο «Εθνικό ποσοστό x συνολικός αριθμός εδρών» (στρογγυλοποιημένο στον προηγούμενο ακέραιο). Για παράδειγμα ένας συνδυασμός στην Ελλάδα που θα λάμβανε 15%, θα είχε 15/100×300=45 βουλευτές. Όσες έδρες στο τέλος της κατανομής παραμείνουν αδιάθετες λόγω της στρογγυλοποίησης, πηγαίνουν στους συνδυασμούς με τα μεγαλύτερα υπόλοιπα.
Απλή αναλογική με όριο
Μία παραλλαγή της απλής αναλογικής είναι αυτή που ορίζει ελάχιστο όριο για τη συμμετοχή στην κατανομή των εδρών. Σε αυτήν την περίπτωση, όσοι συνδυασμοί δεν ξεπεράσουν το όριο δε μπορούν να λάβουν έδρες, ακόμη και εάν δικαιούνται με βάση το παραπάνω γινόμενο.
Παράδειγμα απλής αναλογικής με όριο είναι το σύστημα εκλογής ευρωβουλευτών στην Ελλάδα, το οποίο κατανέμει απολύτως αναλογικά τις έδρες αλλά μόνο σε όσους συνδυασμούς ξεπεράσουν το 3%.
Απλή αναλογική ανά περιφέρεια
Άλλη μια παραλλαγή είναι η Απλή αναλογική ανά περιφέρεια, κατά την οποία οι έδρες διανέμονται πρωτογενώς αναλογικά βάσει της δύναμης κάθε συνδυασμού ανά εκλογική περιφέρεια. Επιφανειακά αυτό μπορεί να ακούγεται ίδιο με την καθαρή απλή αναλογική, αλλά λειτουργεί εις βάρος των μικρών συνδυασμών. Συνήθως οι εκλογικές περιφέρειες έχουν μικρό αριθμό εδρών (άρα μεγάλο εκλογικό μέτρο), συνεπώς ενδέχεται ένας συνδυασμός με ομοιόμορφα κατανεμημένο εθνικό ποσοστό 4% ή 5% να μην πιάνει σε καμία περιφέρεια το απαιτούμενο μέτρο! Για τον παραπάνω λόγο η παραλλαγή αυτή θεωρείται πως ακροβατεί ανάμεσα στην απλή και την ενισχυμένη αναλογική. Ένα τέτοιο σύστημα εφαρμόσθηκε στις ελληνικές εθνικές εκλογές του 1989 και του 1990.
Ενισχυμένη αναλογική
Ενισχυμένα αναλογικά συστήματα ονομάζονται αυτά που δεν ανήκουν σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες. Υπάρχουν άπειρα είδη, τα οποία είτε είναι συνδυασμοί πλειοψηφικού και απλής (μικτά) είτε πρωτότυπα. Αποτέλεσμα της ενισχυμένης αναλογικής είναι η δυσανάλογα μεγάλη εκπροσώπηση του πρώτου συνδυασμού στη βουλή εις βάρος των υπολοίπων (και κυρίως των μικρών), αλλοιώνοντας τη βασική δημοκρατική αρχή ότι κάθε ψήφος μετράει το ίδιο. Ως επιχείρημα προβάλλεται πάντα ότι η ενισχυμένη αναλογική εξασφαλίζει ευκολότερες αυτοδυναμίες, οδηγώντας σε σταθερές κυβερνήσεις. Ο όρος της ενισχυμένης αναλογικής είναι ψευδεπίγραφος, αφού στην πραγματικότητα αυτό το σύστημα είναι αποδυναμωμένη αναλογική. Ονομάζεται, όμως, έτσι επειδή ενισχύει το πρώτο σε ψήφους κόμμα.
Σημ: Καθ’ όσον αφορά το εφεύρημα του BONUS των εδρών στο πρώτο κόμμα αποτελεί μία ελληνική θλιβερή πρωτοτυπία στον τομέα της πολιτειολογίας εισαχθείσα από τα δύο μεγάλα κόμματα της τελευταίας τριακονταετίας.