Η μείωση της διαρροής από το σχολείο και τα στερεότυπα που καταρρίπτονται μέσα από μια πραγματική και νηφάλια αποτύπωση της εικόνας του οικισμού
Τα βήματα που σημειώθηκαν μέσα από το δίκτυο που δημιούργησαν η κοινωνική λειτουργός και η ψυχολόγος του ΠΕΜ, το ΚΕΣΠΕΜ Δροσερού και οι εκπαιδευτικοί των σχολείων
Για μια ακόμη φορά, η διαχείριση της υπόθεσης για το μικρό κορίτσι από τη Λάρισα έδωσε πρόσφορο έδαφος για την άκριτη αναπαραγωγή της «δαιμονοποίησης» των Ρομά, πράγμα που στη δική μας κοινωνία έχει ιδιαίτερη σημασία, εξαιτίας της πολυετούς ύπαρξης του τσιγγάνικου συνοικισμού του Δροσερού στην πόλη της Ξάνθης. Στερεοτυπικές αντιλήψεις, ανέξοδες κριτικές, κατηγοριοποιήσεις και εύκολες κατηγορίες απομονώνουν μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων που ορισμένες φορές λόγω αυτής της μεταχείρισης νιώθουν και οι ίδιοι να ασφυκτιούν στη διαφορετικότητά τους. Κάποιοι, λίγοι πάντως, έχουν πάρει σοβαρά την υπόθεση του Δροσερού επενδύοντας στη μείωση της σχολικής διαρροής και την παροχή ίσων ευκαιριών στα παιδιά του συνοικισμού, που βρίσκουν ένα ασφαλές περιβάλλον να εμπιστευτούν, ώστε να μη φοβούνται να είναι διαφορετικοί και να επενδύσουν στη γνώση.
Αναζητώντας την πραγματική εικόνα του Δροσερού, το «Ε» συνομίλησε με την κοινωνική λειτουργό Ειρήνη Χαριτωνίδου και την ψυχολόγο Βάσω Παπανδρέου, που βρίσκονται επί χρόνια στο Δροσερό και μέσω του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων ασχολούνται επισταμένως με τη σχολική διαρροή, έχοντας επαφή με τις οικογένειες των παιδιών, εντοπίζοντας τις αιτίες και προσπαθώντας να φέρουν στο σχολικό περιβάλλον όσο πιο πολλά παιδιά γίνεται, καθώς και με την υπεύθυνη του ΚΕΣΠΕΜ Δροσερού Αγγελική Γεωργιάδου, που υποδέχεται τα 200 περίπου παιδιά (ανά έτος) που μαθαίνουν ελληνικά στο χώρο του κέντρου, το οποίο τείνει να αποτελέσει, με τη στήριξη γονιών και μαθητών, ένα στέκι γνώσης και ψυχαγωγίας για τους νέους του οικισμού.
Όταν όλα είναι ελεύθερα, ακόμη και η τήρηση του ωραρίου είναι δύσκολη για τα παιδιά των Ρομά
Πόσα αλήθεια γνωρίζουμε όμως για το Δροσερό; Πόσο ο καθένας από εμάς έχει ασχοληθεί με τις συνθήκες ζωής των παιδιών του συνοικισμού; Και πόσο εύκολα η ταμπέλα του διαφορετικού δημιουργεί συνθήκες απομόνωσης και γκετοποίησης; Μεγαλώνουν σε πολύτεκνες οικογένειες, με τα «μεγάλα» παιδιά των 10-12 ετών να καλούνται να προσέχουν τα μικρότερα, ζώντας συχνά όλοι μαζί σε ένα ή δύο δωμάτια, με νύφες 12 ή 14 ετών, που κάνουν παιδιά όταν είναι ακόμη παιδιά και με ένα πατέρα συνήθως απόντα, είτε για μερικές μέρες ή μήνες όταν δουλεύει στα νησιά ή σε λαϊκές σε άλλες πόλεις, είτε και επ’ αόριστο. Τα οικονομικά προβλήματα αποτελούν ένα καθολικό σχεδόν πρόβλημα, ενώ για τα τσιγγανόπαιδα οι εικόνες της χρήσης ναρκωτικών, η κατανάλωση αλκοόλ, ακόμη και τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας είναι ένα συχνό φαινόμενο, μια καθημερινότητα του οικισμού, με την οποία καλούνται να εξοικειωθούν από πολύ μικρή ηλικία. Ζώντας σε ένα καθεστώς απόλυτης ελευθερίας, το σχολείο για τα παιδιά αυτά είναι μια άλλη υπόθεση, όπου ένα από τα πρώτα ζητήματα είναι να διασφαλιστεί ότι το παιδί θα ξυπνήσει για το πρώτο κουδούνι, αφού οι γονείς δε θα το κάνουν κι ότι θα έχει το χαρτζιλίκι του ή φαγητό στο σχολείο για να το στείλουν.
Το στοίχημα της εμπιστοσύνης
Η μαθητική διαρροή πάντως, τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί εντυπωσιακά. Η κοινωνική λειτουργός και η ψυχολόγος, το ΚΕΣΠΕΜ του Δροσερού με τις διαμεσολαβήτριες και η αξιέπαινη προσπάθεια των εκπαιδευτικών του δημοτικού σχολείου (15ο και 20ο), του γυμνασίου (8ο) και του νηπιαγωγείου (15ο)έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο παρέμβασης και υποστήριξης που φέρνει τα παιδιά του Δροσερού όχι μόνο πιο κοντά στην εκπαίδευση, αλλά τα έλκει στους κανόνες υγιεινής, σωστής διατροφής και συμπεριφοράς, τους δίνει την ευκαιρία να θέσουν στόχους και να μη νιώθουν περιορισμένα από τη διαφορετικότητά τους. «Κερδίσαμε το στοίχημα του Δροσερού επειδή δώσαμε ίσες ευκαιρίες και δε τους συμπεριφερθήκαμε σα να είναι διαφορετικοί», μας λέει μετά τη συζήτησή μας η Αγγελική Γεωργιάδου, ενώ τόσο η Ειρήνη Χαριτωνίδου, όσο και η Βάσω Παπανδρέου συμφωνούν ότι «το ζήτημα είναι να τους αντιμετωπίσεις σα κάτι μη διαφορετικό, να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους. Και στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι διαφορετικό, είναι μια μικρή κλίμακα της κοινωνίας μας, απλά εκεί τα φαινόμενα που συμβαίνουν ή τα προβλήματα εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα».
Σέβονται το σχολείο, ακόμη και αν δε στέλνουν τα παιδιά σε τακτική βάση
Η Ειρήνη Χαριτωνίδου βρίσκεται στο Δροσερό από το 2006 και η Βάσω Παπανδρέου από το 2008 με συνεχή παρέμβαση για τη μείωση της σχολικής διαρροής. Και οι δύο καταλήγουν ότι, ακόμη και οι οικογένειες που δε στέλνουν τακτικά το παιδί στο σχολείο, το σέβονται. «Βλέπουμε ότι όλο και περισσότερες οικογένειες ενδιαφέρονται να στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο. Βλέπουν ότι υπάρχει μία συνέχεια, μάθανε να ξεχωρίζουν τους ρόλους. Το πρόγραμμα σίτισης βέβαια, που κατάφεραν να φέρουν οι διευθύντριες των σχολείων, είναι ένα επιπλέον κίνητρο. Ωστόσο, τα παιδιά δυσκολεύονται να ακολουθήσουν το ωράριο του σχολείου», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Μάλιστα, όπως μαθαίνουμε, οι οικογένειες που δημιουργούν προβλήματα είναι ελάχιστες και οι περισσότερες εξ αυτών δεν είναι καν από εδώ. Ζουν σε πιο άσχημες συνθήκες, με πολύ χαμηλό οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο. Αυτή την ομάδα, ούτε ο οικισμός την αποδέχεται.
Η Ειρήνη και η Βάσω στο πλαίσιο του έργου τους συναντούν όλα τα κοινωνικά προβλήματα που βιώνει ο οικισμός, μέσω της προσπάθειας παρακολούθησης του σχολείου από τα παιδιά. Έχουν υλοποιήσει ομάδες συμβουλευτικής για τους εκπαιδευτικούς και για τους γονείς πέρυσι στο ΚΕΣΠΕΜ. Στην πράξη βέβαια, συμβουλευτική γίνεται κάθε μέρα στα σπίτια των οικογενειών, συχνά όταν εμφανίζεται κάποιο θέμα με τη φοίτηση των παιδιών.
Ωστόσο το ζήτημα της διαρροής απαιτεί μία συνεχή και κοπιώδη προσπάθεια, αφού το παιδί που φοιτά φέτος, μπορεί του χρόνου να σταματήσει γιατί οι γονείς πήραν διαζύγιο, γιατί έφυγαν, γιατί έχασαν τη δουλειά τους, γιατί απέκτησε αδερφάκι, ακόμη και γιατί μάλωσε η οικογένειά τους με μία άλλη.
Μαθαίνουν ελληνικά με προσιτό τρόπο, αποκτούν το στέκι τους
Με την αίσθηση ότι οι γονείς των τσιγγανόπαιδων του Δροσερού νοιάζονται για το μέλλον των παιδιών τους συμφωνεί και η Αγγελική Γεωργιάδου, με την εμπειρία των τριών χρόνων λειτουργίας του ΚΕΣΠΕΜ του οικισμού. «Στην αρχή οι γονείς ήταν πολύ επιφυλακτικοί. Όμως σιγά σιγά με τη δουλειά που κάνουμε με τις διαμεσολαβήτριες, με συνεχή παρουσία στον οικισμό, κερδίσαμε την εμπιστοσύνη», σημειώνει η ίδια. Πρόκειται για παιδιά που ζουν με μεγάλες ελλείψεις, για κάποια από τα οποία ένα μπουφάν ή ένα πιάτο φαγητό δεν είναι δεδομένο, ενώ τα περιστατικά παραβατικότητας, είναι κάτι με το οποίο έχουν μάθει να ζουν. Ωστόσο, μέσω της παρέμβασης του ΠΕΜ τους δίνεται μία ουσιώδης διέξοδος. Τα παιδιά των Ρομά , κάθε ηλικίας, μαθαίνουν μέσα σε ένα ευχάριστο, ζωντανό περιβάλλον την ελληνική γλώσσα, μέσα από την χρήση υπολογιστών και αξιοποιούν τη φαντασία τους δημιουργώντας κάθε λογής ζωγραφιές και κατασκευές. Έχουν στη διάθεση τους βιβλία, διαφορετικά από εκείνα του σχολείου που τους δίνουν την ευκαιρία να προσεγγίσουν την ελληνική γλώσσα με παιγνιώδη τρόπο και αποτελεσματικότητα. «Βέβαια το πρόγραμμα περιλαμβάνει και τραγούδι και χορό, που άλλωστε το έχουν στο αίμα τους», προσθέτει η υπεύθυνη του ΚΕΣΠΕΜ.
Η επιταγή για συνεχή παρέμβαση, η ανάγκη για ένταξη και σεβασμό της διαφορετικότητας
Όσοι έχουν ασχοληθεί με το Δροσερό, όσοι επέλεξαν να μη δεχθούν να προσεγγίσουν σαν γκέτο τον οικισμό, αλλά σαν ένα κομμάτι της πόλης με σοβαρά προβλήματα που αφορούν όλη την τοπική κοινωνία και όχι μόνο τους ίδιους καταλήγουν ότι πρόκειται για ένα λαό φιλικό και φιλόξενο, που συχνά απειλείται από τη διαφορετικότητά του και τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Η εικόνα σχετικά με την εκπαίδευση έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Αυτό μαρτυρά η όλο και συχνότερη παρουσία των μανάδων στο σχολείο, καθώς και η πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών του νηπιαγωγείου, να μη φεύγουν ποτέ ασυνόδευτα τα νήπια από το σχολείο. Απαιτείται ένας συνολικός σχεδιασμός με σταθερή παρέμβαση. Επίσης, ο οικισμός έχει περισσότερη ανάγκη από δουλειές και λιγότερη από κοινωνική πολιτική. Η εργασία θα ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο και θα δώσει ευκαιρίες αλληλεπίδρασης με τους υπόλοιπους κατοίκους της Ξάνθης. Ήδη η διαφορά στη στάση όσων Ρομά το ζουν είναι αισθητή. Αντιστοίχως και για τους συναδέλφους τους που κερδίζουν μαζί το ψωμί τους.
Με δεδομένο μάλιστα ότι η πληθυσμός του Δροσερού αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς, η Πολιτεία οφείλει να προωθεί καίριες και αποφασιστικές παρεμβάσεις, αλλά κι εμείς οι ίδιοι οφείλουμε να μην κρυβόμαστε πίσω από το φόβο που γεννά η άγνοιά μας, οφείλουμε να σπάσουμε τα στερεότυπα που ποτέ δεν τολμήσαμε.
Ελένη Διαφωνίδου