Υπάρχει η εντύπωση πώς αν η «χημεία» μεταξύ των διπλωματών και των πολιτικών δύο χωρών «δέσει», τότε τα πράγματα θα πάνε καλλίτερα στις διαπραγματεύσεις τους. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν αποτελεί πανάκεια. Από την στιγμή πού η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της οι Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις κινήθηκαν ανάμεσα στην τέχνη της διπλωματίας, στην κλαγγή των όπλων και στην τεχνική των προσωπικών σχέσεων.
Καλύτερο παράδειγμα στο θέμα αυτό δεν υπάρχει από την διαπροσωπική σχέση πού ανέπτυξαν ο Κεμάλ και ο Βενιζέλος. Σχέση ειλικρίνειας, αλληλοεκτίμησης, ηγετικού ταλέντου, ρεαλισμού και πολιτικής κομψότητας. Οι δύο εκείνοι πολιτικοί άνδρες, διέθεταν βέβαια και το χάρισμα της διπλωματικής ενόρασης, έτσι ώστε να μην γίνουν έρμαια των χαμόγελων, των κουμπαριών και των φιλικών χτυπημάτων στην πλάτη.
Τόσο ό Βενιζέλος, όσο και ο Κεμάλ υπερασπίστηκαν μέχρις εσχάτων τα συμφέροντα των χωρών τους, αλλά – ως πραγματιστές- έκαναν και συμβιβασμούς για τους οποίους οι ιστορικοί των δύο χωρών, και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι, εξακολουθούν να έχουν επιφυλάξεις.
Η πολιτική αλλαγή πού προέκυψε στην Ελλάδα από τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές πού έφερε στον πρωθυπουργικό θώκο τον κ. Γ. Παπανδρέου, ανέβασε κατακόρυφα την θετική αύρα στις διμερείς σχέσεις. Η Ελληνική στήριξη στην Ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος και ως εκ τούτου, στην υποστήριξη της πολιτικής Ερντογάν, παρέμεινε όχι απλώς δεδομένη αλλά και ενισχυμένη παρά τις πολλές εκκρεμότητες πού περιμένουν την διευθέτησή τους.
Οι σχέσεις καλής γειτονίας και συνεργασίας, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξακολουθεί να αποτελεί το αενάως ζητούμενο των διμερών επαφών εδώ και πολλές δεκαετίες. Στα τελευταία χρόνια, οι προκάτοχοι τόσο του κ. Γ. Παπανδρέου, όσο και του κ. Ερντοάν, προσπάθησαν να εισέλθουν στον λαβύρινθο των Ελληνο-Τουρκικών. Και σε κάποιο βαθμό, οι προσωπικές σχέσεις λειτούργησαν ως μίτος της Αριάδνης και βοήθησαν στην έξοδο από τα χειρότερα.
Οι μελετητές της διπλωματίας θυμίζουν την περίπτωση τού Κ. Καραμανλή, του Κ. Μητσοτάκη και του Κ. Σημίτη. Όλοι –λένε- καλλιέργησαν στα χρόνια τους, σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης –και κατανόησης- με κορυφαίους Τούρκους πολιτικούς και διπλωμάτες
Τέλος στην ιστορική αυτή αναδρομή κάποιοι εντάσσουν και την σημειολογία της σχέσης του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τουργκούτ Οζάλ μετά την συνάντησή τους στο Νταβός στις αρχές της δεκαετίας του 80.. Τώρα την σκυτάλη παίρνει, ως Πρωθυπουργός πλέον ο κ. Γ. Παπανδρέου, πολιτικός με λαμπρή ήδη παρακαταθήκη-και διεθνή αναγνώριση- στα διμερή ζητήματα.
Ανατρέχοντας στην ταραχώδη πορεία των Ελληνο-Τουρκικών, διαπιστώνει κανείς ότι, ανεξάρτητα από τα χρόνια προβλήματα, υπήρχε εκατέρωθεν του Αιγαίου, κάποια ρητορική έστω ανταπόκριση κατευνασμού της μιας χώρας προς την άλλη. Και αυτό, σύμφωνα με τις παθογένειες των διμερών σχέσεων, θεωρούνταν ως κάτι το ενθαρρυντικό.
Τώρα κάτι φαίνεται να αλλάζει. Και σύμφωνα με στέρεες ενδείξεις, να αλλάζει ριζικά. Ένα καλό δίδυμο ανέλαβε να ημερέψει τον Ελληνο-Τουρκικό Μινώταυρο.
Πράγματι, οι προσωπικές και διπλωματικές επαφές Παπανδρέου-Ερντοάν δείχνουν να χαρακτηρίζονται από πρωτόγνωρη ειλικρίνεια, κινητικότητα και αποφασιστικότητα. Ακόμα ακόμα και από συγκρουσιακή διάθεση με κατεστημένες αγκυλώσεις. Ως εκ τούτου, προοιωνίζονται μιας πιο γόνιμης προοπτικής στην διευθέτηση των προβλημάτων των δύο χωρών. Προβλημάτων διμερών και διεθνών πού –όπως λ.χ. η υφαλοκρηπίδα ,το Κυπριακό, οι μειονότητες, η λαθρομετανάστευση, κ. α – εκκρεμούν εδώ και δεκαετίες εις βάρος των συμφερόντων των δύο λαών.
Βέβαια, μέχρι την στιγμή πού οι δύο παίχτες και οι κυβερνήσεις τους, θα αποδείξουν επί της ουσίας και όχι στα λόγια, ότι πιστεύουν σοβαρά στην ευλογία τής επίλυσής των διμερών διαφορών, οι προσωπικές σχέσεις των πολιτικών ανδρών Ελλάδας και Τουρκίας θα εξακολουθήσουν να μπερδεύονται στα πόδια της διπλωματίας. Και αντιστρόφως.
ΧΡΙΣΤΟΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ *
*Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τα κομμάτι αυτό γράφηκε ειδικά για το «ΕΜΠΡΟΣ» στον απόηχο –και ως συνέχεια- του προηγούμενου πού αφορούσε την «Διπλωματία των προσωπικών σχέσεων» στα Ελληνο-Τουρκικά.