Στο περιθώριο της παρουσίασης του βιβλίου που επιμελήθηκε μαζί με την ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κα Θάλεια Δραγώνα, μίλησε στο «Ε» η κα Άννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστημίο Αθηνών. Στη σύντομη συνομιλία μαζί της η κα Φραγκουδάκη μίλησε τόσο για το εκπαιδευτικό εγχείρημα και την αντιμετώπισή του από εκπαιδευτικούς και μειονοτικούς, μαθητές και γονείς, όσο και γενικότερα για την γνώμη που σχημάτισε αναφορικά με τις σχέσεις της μειονότητας με την πλειονότητα στην περιοχή μας.
Ερώτηση: Βρεθήκατε εδώ για να παρακολουθήσετε μία εκδήλωση του Συλλόγου δασκάλων της Ξάνθης για την μειονοτική εκπαίδευση. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι με δική σας πρωτοβουλία πριν από δέκα και πλέον χρόνια ξεκίνησε μια προσπάθεια αλλαγής της νοοτροπίας και του κλίματος που υπήρχε, όσον αφορά την μειονοτική εκπαίδευση, ξεκινώντας από επάνω, από την ορεινή περιοχή, στα πομακοχώρια. Πως βλέπετε να εξελίσσεται αυτή η διαδικασία.
Απάντηση: Κατ’ αρχήν δεν ξεκινήσαμε από την ορεινή περιοχή. Ξεκινήσαμε σε όλη την Ροδόπη και όλη την Ξάνθη, περιλαμβάνοντας όλα τα σχολεία. Ανοίξαμε κέντρα στις δύο μεγάλες πόλεις, τα οποία επεκτείναμε αργότερα κα σε οικισμούς. Επίσης αλλάξαμε και τα βιβλία, φτιάχνοντας βιβλία με τα οποία μπορούν πλέον τα παιδιά να μάθουν ελληνικά με βάση πάντα το γεγονός ότι δεν μιλούν ελληνικά στην οικογένειά τους. Ακόμη, επί δέκα χρόνια κάναμε επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Αυτό το βιβλίο που παρουσιάζει απόψε ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ξάνθης παρουσιάζει ακριβώς αυτά τα δέκα χρόνια αυτού του έργου δηλαδή το τι έκανε, τα καινούρια βιβλία, τι ήταν αυτά, γιατί έγιναν όπως έγιναν, τ’ αποτελέσματα, τις έρευνες, τις αλλαγές που έγιναν μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια.
Ερώτηση: Παρατηρούμε και βλέπουμε ότι τα παιδιά της μειονότητας θέλουν να πάνε σχολείο. Πως σχολιάζετε αυτό το γεγονός;
Απάντηση: Φυσικά και θέλουν και όπως ανακαλύψαμε το 1997, οι μάνες του πάντα ονειρευόντουσαν να προκόψουν τα παιδιά τους στα γράμματα και να μην φεύγουν από τη χώρα τους για να σπουδάσουν. Όταν άνοιξαν οι δρόμοι, οι άνθρωποι τους ακολούθησαν για να σπουδάσουν. Επειδή βοήθησαν τα βιβλία και οι επιμορφώσεις πάρα πολύ στο να μάθουν τα παιδιά αρκετά ελληνικά ώστε να μπορούν να μπούνε στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, να τα βγάλουν πέρα και να πάνε καλά στα γράμματα, έχουμε ένα ποσοστό που συνεχώς ανεβαίνει από παιδιά της μειονότητας που μπαίνουν και στα πανεπιστήμια.
Ερώτηση: Πως σχολιάζετε την κίνηση και των μειονοτικών βουλευτών αλλά και μέρους της μειονότητας που ζητά την εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας και σε χαμηλότερη βαθμίδα εκπαίδευσης, δηλαδή ζητά δίγλωσσα νηπιαγωγεία;
Απάντηση: Κοιτάξτε να δείτε. Σε όλο τον κόσμο ένα μωρό 5 χρονών δεν μπορεί να μπει σε ένα αλλόγλωσσο περιβάλλον και αυτό να λειτουργήσει θετικά. Χρειάζονται βεβαίως τα παιδιά την μητρική τους γλώσσα στο νηπιαγωγείο. Χρειάζονται οι νηπιαγωγοί και οι εκπαιδευτικοί και οι δάσκαλοι να μάθουν πως διδάσκεται η ελληνική ως ξένη γλώσσα και είχαμε θεαματικά αποτελέσματα και το θέμα τελικά είναι αυτή η διαίρεση να πάψει να υπάρχει μέσα από την αποδοχή ότι σ’ αυτό τον τόπο ιστορικά, αφού δεν είναι τωρινό το φαινόμενο, δεν ήρθαν μετανάστες οι μουσουλμάνοι στη Θράκη, εδώ ήταν από πάντα, αυτοί και οι πρόγονοί τους. Αυτό είναι ένα δεδομένο της Θράκης που την κάνει αλλιώτικη από άλλες επαρχίες της χώρας, κατά τη γνώμη μου, πλουσιότερη πολιτισμικά και αν αυτό το δει κανείς, και κάποιες γενιές το βλέπουνε, σαν προτέρημα ώστε να το αξιοποιήσει και να το κάνει παράδειγμα, θα πολύ πιο μπροστά από άλλες επαρχίες.
Ερώτηση: Μήπως όμως έτσι γκρεμίζει και ότι χτίζει η προσπάθεια η δική σας με την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας;
Απάντηση: Κάθε άλλο! Η δική μας προσπάθεια ήταν πάντοτε υπέρ του να σεβαστούμε το δικαίωμα του καθενός να είναι αυτό που νομίζει ότι είναι. Δεν υπάρχει άλλο κριτήριο σε όλη την Ευρώπη. Αυτή είναι η βασική αρχή. Το να μάθουν ελληνικά και να είναι Έλληνες πολίτες που προτιμάνε ή θεωρούνε τύχη τους να είναι πολίτες μιας χώρας που είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει δημοκρατία, παρά τα προβλήματά μας και την οικονομική κρίση, που δεν είναι μόνο δική μας, αλλά όπως θέλω να πω, είναι μία χώρα προηγμένη σχετικά πια, δημοκρατική, με τον καθένα να είναι ελεύθερος να λέει ό,τι θέλει και αυτό είναι καλό πράγμα. Αυτό είναι καλό μιας και εγώ που είμαι μιας δεδομένης ηλικίας έχω ζήσει και «άγρια» χρόνια, δύσκολα, όταν απαγορευόταν να πεις την γνώμη σου αν δεν ήταν «σωστή», επί δικτατορίας παραδείγματος χάρη. Αυτό δεν προχωράει τις κοινωνίες μπροστά. Το αντίθετο τις προχωράει.
Γιώργος Συληγαρδάκης
syligardakisg@yahoo.gr