15 χρόνια χωρίς τον Μάνο Χατζιδάκι

0

Συμπληρώθηκαν την περασμένη Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009, δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατο ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, του συμπολίτη μας Μάνου Χατζιδάκι. Το «Ε», με αφορμή την επέτειο αυτή παρουσιάζει ένα σύντομο αφιέρωμα στην ζωή και το έργο του καλλιτέχνη που θεωρείται πως συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική και περιλαμβάνει δεκάδες ηχογραφήσεις πολλές από τις οποίες αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικές.
Παρατηρώντας κανείς την ζωή του μεγάλου μουσικοσυνθέτη θα μπορούσε να την χωρίσει σε πέντε διακριτές χρονικές περιόδους. Η πρώτη, από την γέννησή του μέχρι και το τέλος Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι τα παιδικά και νεανικά χρόνια του συνθέτη, τα οποία σημαδεύτηκαν τόσο από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όσο και από την γνωριμία του με την τέχνη που τόσο αγάπησε και στην οποία αφιερώθηκε. Η Δεύτερη περίοδος εκτείνεται από την Απελευθέρωση μέχρι την Δικτατορία και αποτελεί την περίοδο των μεγάλων δημιουργιών του. Η τρίτη περίοδος περιλαμβάνει την επαφή του με τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα στις Η.Π.Α., ενώ η τέταρτη, που εκτείνεται χρονικά από την επιστροφή του μέχρι και το 1989, θεωρείται ως η «ώριμη» περίοδός του καλλιτέχνη. Η τελευταία περίοδος της ζωής του σημαδεύεται από την ίδρυση του έργου ζωής, όπως ο ίδιος χαρακτήριζε την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», και εκτείνεται μέχρι τον θάνατό του. Πιο αναλυτικά:

Τα πρώτα χρόνια (1925 – 1944)
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη, γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκης Αρβανιτίδου. Σύμφωνα με τον ίδιο κληρονόμησε από τη μητέρα του «όλους τους γρίφους που από παιδί μ’ απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της δεν θα ‘μουν ποιητής…». Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα, εξασκείται στο βιολί και το ακορντεόν.
Ο Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, με την μητέρα του, το 1932 και έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια και αναγκάζει τον Χατζιδάκι να εργαστεί από αρκετά νεαρή ηλικία.
Συγχρόνως επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940 – 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Γκάτσος, οι ποιητές Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.

Τα χρόνια των Μεγάλων Δημιουργιών (1945 – 1966)
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944 με τη συμμετοχή του στο έργο Τελευταίος Ασπροκόρακας του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον αποτρέψει. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια και αποφέρει μουσική για σημαντικό αριθμό έργων του σύγχρονου θεάτρου..
Το 1946 καταγράφεται και η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι» και στα επόμενα χρόνια συνθέτει μουσική για πολλές ελληνικές ή ξένες ταινίες. Ειδικά για την μουσική της ταινίας «Το ποτάμι» (1959) θα κερδίσει το μουσικό βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958). Παράλληλα με το Ελληνικό Χορόδραμα, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι την σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρες» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την αρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, μεταξύ των οποίων η «Μήδεια» (1956), ο «Κύκλωπας» (1959), οι «Βάκχες» (1962), οι «Εκκλησιάζουσες» (1956), η «Λυσιστράτη» (1957) και οι «Όρνιθες» (1959). Την ίδια εποχή, ο Χατζιδάκις συνεργάζεται και με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία του τραγωδία «Ιπποκράτης».
Το 1960 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία δεν αποδέχεται και φθάνει στο σημείο να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της. Σημαντικός σταθμός στο έργο του Χατζιδάκι για το θέατρο αποτελεί ακόμα η παράσταση «Οδός Ονείρων» (1962) σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και πρωταγωνιστή το Δημήτρη Χορν.
Την περίοδο 1963-1966 διευθύνει την «Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών» – της οποίας είναι και ιδρυτής — και στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της δίνει 20 συναυλίες με πρώτες παρουσιάσεις δεκαπέντε έργων ελλήνων συνθετών.

Η επαφή με την Αμερική (1967 – 1971)
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και την Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του Ποτέ την Κυριακή με τον τίτλο «Illya Darling». Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών «Reflections» σε συνεργασία με το συγκρότημα «New York Rock and Roll Ensemble». Παράλληλα ξεκινά τη σύνθεση λιμπρέτων για τρία μουσικά έργα («Μεταμορφώσεις», «Όπερα για Πέντε», «Ντελικανής») ενώ ηχογραφεί και το «Χαμόγελο της Τζοκόντας», ένα από τα περισσότερο γνωστά έργα του.

Η ώριμη περίοδος (1972 – 1989)
Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», το οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία». Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στην μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του Μεγάλου Ερωτικού.
Με το πέρας της στρατιωτικής δικτατορίας διορίζεται Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977 ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα». Η παρουσία του στο «Τρίτο Πρόγραμμα» αποτελεί μέχρ&#95

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αρχείο Αρθρογραφίας 2009
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Θα προσληφθούν 8 εργάτες με δίμηνη σύμβαση από το δήμο Ξάνθης

Η Δημοτική Επιχε^…