Μια επώνυμη καταγγελία συμπολίτη μας, του εκτελωνιστή στο επάγγελμα κ. Άγγελου Σπετσιώτη που βασίζεται σε αληθινό περιστατικό που αντιμετώπισε ο ίδιος καθώς και ένα συμπτωματικό γεγονός που αφορά την κατάσχεση απ’ τις αρμόδιες νομαρχιακές υπηρεσίες Κομοτηνής, παρτίδας ακατάλληλων αλεύρων που εισήχθηκαν από τη Βουλγαρία και προορίζονταν σε αρτοποιούς του νομού Ροδόπης, ανοίγει τον Ασκό του Αιόλου για ένα τεράστιο θέμα που αφορά αν και κατά πόσο οι αρμόδιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί στη διαδικασία εισαγωγής προϊόντων κάνουν καλά τη δουλειά τους, θέμα που συνδέεται άμεσα με τη διασφάλιση της υγείας των καταναλωτών.
Από πού «μπάζει» το σύστημα εισαγωγής προϊόντων;
Για την καλύτερη αποσαφήνιση του θέματος, σημειώνουμε ότι η διαδικασία εισαγωγής ενός προϊόντος έχει ως εξής: Ο εισαγωγέας απευθύνεται στον εκτελωνιστή ο οποίος επιμελείται το νομότυπο του εκτελωνισμού. Μέσα σ’ αυτό περιλαμβάνεται η διαδικασία ελέγχου των εισαγομένων προϊόντων από την Χημική υπηρεσία εκάστου νομού. Απ’ τη στιγμή που το προϊόν περνά τα σύνορα είναι στην αρμοδιότητα του τμήματος εμπορίου ή της Διεύθυνσης Υγιεινής της Νομαρχίας να παρέμβουν για περαιτέρω ελέγχους. Η παρέμβαση τους όμως γίνεται – όπως μας πληροφόρησε ο προϊστάμενος του Τμήματος Εμπορίου Ξάνθης κ. Βακιάνης – μετά από σχετική ειδοποίηση από το αρμόδιο τμήμα του υπουργείου Ανάπτυξης ότι πρέπει να διενεργήσει έλεγχο σε συγκεκριμένα προϊόντα ή συμπτωματικά στους ελέγχους ρουτίνας. Κι αν μεν σ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας δεν υπήρχαν αδύναμοι κρίκοι δεν θα υπήρχε πρόβλημα ούτε ακατάλληλα προϊόντα θα κυκλοφορούσαν στην αγορά. Όμως το γεγονός, ότι αυτό αποτελεί… γεγονός, όπως πιστοποιείται κάθε τόσο επιβεβαιώνει ότι από κάπου «μπάζει» η όλη διαδικασία, κάπου το σύστημα είναι διάτρητο. Και επειδή το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι, όπως καταδεικνύεται και από την καταγγελία του κ. Σπετσιώτη, κάποιες Χημικές υπηρεσίες κάποιων νομών ή είναι πολύ «ελαστικές» και το γνωρίζουν οι εισαγωγείς και επωφελούνται ή έχουν αντικειμενικές αδυναμίες (έλλειψη προσωπικού και εξοπλισμού). Κι όλο αυτό βέβαια στρέφεται εναντίον του καταναλωτή που πολλές φορές εξαπατάται αλλά και κυρίως θέτει σε κίνδυνο την υγεία του.
Να σημειώσουμε ότι την καταγγελία ο κ. Σπετσιώτης κοινοποίησε στο ΕΒΕ Ξάνθης, ως μέλος του, το οποίο – όπως πληροφορηθήκαμε από τον Διευθυντή κ. Δημήτρη Χατζόπουλο θα συζητήσει το θέμα σε τακτική συνεδρίαση του Δ.Σ. και θ’ αποφασίσει πώς θα παρέμβει. Επιπρόσθετα η καταγγελία δεν στρέφεται κατά της Χημικής υπηρεσίας Ξάνθης που όπως φαίνεται έκανε καλά τη δουλειά της αλλά κατά της Χημικής υπηρεσίας Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων που τις χαρακτηρίζει «ελαστικές» με αποτέλεσμα να προτιμώνται από τους εισαγωγείς με ότι αυτό συνεπάγεται αυτό για τους εκτελωνιστές της Ξάνθης.
Καταγγελία εκτελωνιστή
Προς το ΕΒΕ Ξάνθης
Σας γνωρίζω ότι, πριν από ένα μήνα περίπου, πελάτης μου (εισαγωγέας)ενδιαφέρθηκε
να κάνει εισαγωγή από Τουρκία ωρολόγια και σκουλαρίκια κινέζικης καταγωγής
προκειμένου να τα μεταπωλήσει σε έμπορο Θεσσαλονίκης.
Του ζήτησα δείγματα, τα οποία έδειξα στην Χημική Υπηρεσία Ξάνθης .
Από το Χημείο μου απάντησαν ότι τα ωρολόγια, θα ελέγχονταν για πολύτιμους
λίθους και δείγμα από αυτά που θα είχαν πλαστικό λουρί θα έστελναν σε
εργαστήριο του υπουργείου για να ελεγχθεί εάν περιέχει και πόσο
κάδμιο(ραδιενεργό).
Για τα ωρολόγια με μεταλλικό λουρί και τα σκουλαρίκια μου απάντησαν ότι θα
απορρίπτονταν σαν ακατάλληλα γιατί το είδος του μετάλλου προκαλεί αλλεργίες στο
δέρμα και απαγορεύεται η εισαγωγή και εμπορία αυτών.
Τις απαντήσεις τις γνώρισα σε πελάτη μου, ο οποίος βλέποντας ότι και μόνο η
καθυστέρηση που θα είχε στην απάντηση για τα πλαστικά λουριά των ωρολογίων θα
επιβάρυνε το κοστολόγιο, έκανε γνωστό στον τελικό αγοραστή ότι δεν θα μπορέσει
να τον εξυπηρετήσει.
Την επόμενη μέρα πληροφορήθηκα, ότι ο αγοραστής από την Θεσσαλονίκη εξυπηρετήθηκε από άλλο
εισαγωγέα.
Το γνώρισα στην Χημική Υπηρεσία Ξάνθης. Επικοινώνησαν με την αντίστοιχη
Υπηρεσία Θεσσαλονίκης που τους γνώρισε ότι δεν τους πήγανε τέτοιου είδους δείγματα.
Πως έχει γεμίσει η αγορά από τέτοιου είδους αγαθά, για τα οποία απαγορεύεται η
εισαγωγή και εμπορία;
Μήπως είναι φυσιολογικό στην πολιτική του εμπορίου ο ενδιαφερόμενος να βρίσκει
σε ποια πόλη είναι πιο ελαστικές οι υπηρεσίες;».
Μαριάννα
Ξανθοπούλου