Ο Γιάννης Ατζακάς είναι πεζογράφος με πλούσιο έργο, μυθιστορήματα και διηγήματα, που εμφανίστηκε στα Γράμματα το 2007, σε μεγάλη ηλικία – 66 ετών. Γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1975 εργάστηκε στην Ιδιωτική και τη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Τα πρώτα έργα του : Διπλωμένα φτερά (Άγρα, 2007), Θολός Βυθός (Άγρα, 2008) και Φως της Φονιάς (Άγρα, 2013) αποτελούν τριλογία. Ακολούθησαν η πολιτική νουβέλα Κάτω από τις οπλές (Άγρα, 2010), Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη – διηγήματα- 2015, Η σπηλιά – 2018 Μυθιστόρημα και πρόσφατα Σκυφτοί περάσανε – Διηγήματα – Άγρα – Αθήνα, 2021. Ο Θολός Βυθός τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2009.
Πήρε επίσης μέρος σε συλλογικά έργα: Παλίμψηστο Καβάλας (2009), Εκδ. Καστανιώτη – Φεγγάρι: Επιτραπέζιο εβδομαδιαίο ημερολόγιο 2016 (2015), Εκδ. Πατάκη – Ερωτικά εγκλήματα (2015), Εκδόσεις Πατάκη – Μικροκύματα: 99+1 μικρο-διηγήματα μελών της Εταιρείας Συγγραφέων (2019), Η Εφημερίδα των Συντακτών.
Στο πρώτο αυτό σφαιρικό κείμενό μου θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στο – κατά τη γνώμη μου – καλύτερο ως τώρα έργο του Γιάννη Ατζακά, «Φως της Φονιάς», που επισφράγισε και τη μεγάλη αξία του.
Από την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα ο κοντοχωριανός μας και συνάδελφος Γιάννης προκάλεσε το ενδιαφέρον των κριτικών και του αναγνωστικού κοινού, που με την πάροδο του χρόνου αυξάνει θεαματικά. Γράφτηκαν και γράφονται πολλά.
Το 2007, με τα Τα διπλωμένα φτερά του νεοεμφανιζόμενου Ατζακά, βρεθήκαμε στον Θεολόγο της Θάσου την δεκαετία του 1940. Ήταν το τέλος του ησιόδιου κύκλου της αγροτικής ζωής – η αρχή των δίσεχτων καιρών. Η γιαγιά Βενετία έστειλε το ορφανό Γιαννούδι στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης: ο Θολός βυθός, που κυκλοφόρησε το 2008, μας έβαλε σε έναν κόσμο έγκλειστων θυμάτων του Εμφύλιου για τον οποίο δεν γνωρίζαμε τίποτα –ορισμένοι δεν ήθελαν να γνωρίζουν– και, πάντως, κανείς δεν μιλούσε.
Στο Φως της Φονιάς, που κλείνει την τριλογία στην οποία πρωταγωνιστούν: μία πατρίδα, μία γερόντισσα-ηρωίδα της αγροτικής καθημερινότητας, κι ένα ορφανό-γιός αντάρτη, ο δεκαεξάχρονος πλέον Γιάννης επιστρέφει στην Θάσο. Για τις διακοπές. Σχολειό στην Καβάλα.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης (στις εκδόσεις Άγρα):
«Ο Γιάννης Αρχοντής –το ατίθασο αγόρι των Διπλωμένων Φτερών, το υποταγμένο παιδί του Θολού Βυθού– στο Φως της Φονιάς, μετά την περιπλάνηση οκτώ χρόνων, επιστρέφει ως ξένος στο νησί του. Τελειώνει, έτσι, η μικρή «Οδύσσεια» στον έξω κόσμο, για να αρχίσει η οδυνηρή οδοιπορία του στους δικούς του λαβυρίνθους, καθώς πρέπει τώρα να μεταμορφωθεί από «παιδί της βασίλισσας» και πάλι σε γιο του αντάρτη. Όσο ο μοναχικός έφηβος αγωνίζεται να γνωρίσει τον εαυτό του και να ορίσει τη μοίρα του, θα στοιχειώνουν τις μέρες του η αμφίθυμη σχέση με έναν πατέρα που αναδύεται «σαν σκιά από τον Άδη» και το κρυφό σαράκι ενός αγνού και ανεκπλήρωτου έρωτα πάνω στον κόκκινο βράχο μιας θρυλούμενης κουρσάρικης σφαγής, τον κάβο της Φονιάς. Ακόμη βαθύτερα, στη δυστοπία μιας άξενης πολιτείας, έχει αρχίσει να κατέχεται από την αλλόκοτη εμμονή να εκπληρώσει κάποτε το «συγγραφικό πεπρωμένο» του – φαντασίωση που η πνοή μιας μοιραίας φιλίας θα της προσδώσει το νόημα «εντολής». Τα τρία φωτεινά καλοκαίρια του στο νησί, κοντά στους ταπεινούς ξωμάχους, δίπλα στις δύο γνωστικές γερόντισσες και τον τυφλό γέρο που έβλεπε το αόρατο, δεν είναι γι’ αυτόν παρά τα πρώτα μαθήματα αληθινής ζωής και ελευθερίας, η αρχή της μύησής του σ’ έναν κόσμο σκληρό και άγνωστο. Στην πυρωμένη πέτρα της «μεγάλης κοιλάδας», τα ερημικά ξωκλήσια και τα φτωχικά καλύβια, στη νυχτερινή σιγή του δάσους, τη βοή του αγέρα και τον αχό του πελάγους, συλλαβίζει το ξεχασμένο παιδικό του αλφαβητάρι. Το Φως της Φονιάς, το τελευταίο μέρος της τριλογίας, με μιαν επική αφήγηση αποτυπώνει την ελληνική κοινωνία κάτω από τον βαρύ ίσκιο του Εμφυλίου, στην τραγική δεκαετία 1949-1959, όταν οι διώξεις και η εξαθλίωση οδηγούν στη «μεγάλη έξοδο» από τη χώρα. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνθρωποι μιας μυθικής πια εποχής μοιάζει να αποδοκιμάζουν σιωπηρά την απληστία και την πλησμονή, να χλευάζουν σχεδόν τη μαλθακότητα και την αφροσύνη των επιγόνων τους»
Η Έλενα Χουζούρη μιλώντας για το έργο του σημειώνει:
«Ο Ατζακάς είναι βιωματικός συγγραφέας με την έννοια που έχει δώσει στον όρο ο Γιώργος Ιωάννου, πέραν δηλαδή του απλώς αυτοβιογραφικού που εν πολλοίς λειτουργεί περιοριστικά ως προς το εύρος, το βάθος, και ιδιαιτέρως τις αποχρώσεις της επιχειρούμενης μεταμυθοπλασίας του βιωματικού υλικού έτσι ώστε το τελευταίο να εμφανίζεται έως και αμφισβητούμενο ως προς την υποτιθέμενα εμφανή αληθοφάνειά του. Βασιζόμενος ο Ατζακάς στα τραυματικά του βιώματα ανακαλεί ουσιαστικά εκείνα της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας προσδίδοντας στην τριλογία του έναν συλλογικότερο χαρακτήρα, με επίκεντρο την συλλογική μνήμη μιας ολόκληρης εποχής».
Και καταλήγει την εμπεριστατωμένη της αναφορά στην τριλογία του Ατζακά:
«Όπως και τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα του Ατζακά που αποτελούν την τριλογία του, το «Φως της Φονιάς» είναι έμπλεο γλωσσικών χυμών και δυνατών εικόνων με έντονο το φωτισμό ενός χαμένου πια αγροτικού κόσμου. Από αυτήν την άποψη έρχεται πιο κοντά στα «Διπλωμένα φτερά» και στην παπαδιαμαντική τους χροιά. Συναντούμε δηλαδή αρκετά παρόμοια μοτίβα, εικόνες και περιγραφές ή συμπεριφορές, όπως λόγου χάριν της γριάς Βενετιάς, που όμως κάποιες φορές μοιάζουν να επαναλαμβάνονται ή να πλεονάζουν. Επίσης στο «Φως της Φονιάς» είναι πιο έντονο το ηθογραφικό στοιχείο από ό,τι στα «Διπλωμένα φτερά». Όπως και νάναι, ο Ατζακάς συνεισφέρει με την βιωματική τριλογία του ένα στιβαρό λογοτεχνικό λιθάρι σε ό,τι ονομάζεται συλλογική μνήμη αυτής της χώρας».
Ο ίδιος ο Γιάννης Ατζακάς συνομιλώντας το 2016 με τον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη, στην ερώτηση: «Αν και κοντεύετε τη δεκαετία στα ελληνικά γράμματα, έχετε δώσει ποιοτικά δείγματα μέσα από τη γραφή σας. Είσαστε ικανοποιημένος από αυτή την πορεία;»
Απαντά: «Είναι μια συγγραφική πορεία που άρχισε με τα Διπλωμένα φτερά (2007), το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, συνεχίστηκε με τον Θολό Βυθό (2008) και ολοκληρώθηκε με το Φως της Φονιάς (2013), αφού πριν είχε παρεμβληθεί η πολιτική νουβέλα Κάτω από τις οπλές (2010). Η δραματική διαδρομή του ήρωα της τριλογίας Γιάννη Αρχοντή αρχίζει από τον Θεολόγο της Θάσου στα χρόνια της Κατοχής, διέρχεται από τις «παιδοπόλεις της Φρειδερίκης», όπως καθιερώθηκε να αποκαλούνται τα ιδρύματα που συγκέντρωσαν παιδιά του Εμφυλίου, και τερματίζεται με την επιστροφή στο νησί του. Θεωρώ ως μεγάλη εύνοια της τύχης να έχω αξιωθεί στο λυκόφως του βίου μου να πραγματοποιήσω το εφηβικό μου όνειρο, να έχω εκπληρώσει αυτό που πίστευα πάντα πως ήταν ο πραγματικός προορισμός και το πεπρωμένο μου, το υπέρτατο νόημα της δικής μου ζωής.
Είχα τη χαρά να συναντήσω τον Γιάννη Ατζακά στην Ξάνθη σε παρουσιάσεις βιβλίων του. Τον Νοέμβρη του 2015, διαβάζω σε δημοσιεύματα της εποχής πολύ χαρακτηριστικά:
«Για άλλη μια φορά αιχμαλώτισε το κοινό της Ξάνθης ο σπουδαίος Γιάννης Ατζακάς, που φιλοξενήθηκε το βράδυ της Παρασκευής στο βιβλιοπωλείο “Δύο” με αφορμή το βιβλίο του “Φως της Φονιάς”.
Ο δημοσιογράφος Σαμή Καραμπουγιούκογλου μίλησε συνολικά για το έργο του συγγραφέα και αποτύπωσε ανάγλυφα το φόντο του τελευταίου βιβλίου, ενώ η σύζυγος του Γιάννη Ατζακά διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο.
Ο δε συγγραφέας μάγεψε το κοινό με μνήμες, σχόλια και επεξηγήσεις για το έργο του και για το ιστορικό πλαίσιο από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι τις μέρες μας. Μεταξύ των πολλών, ανέσυρε μια θύμηση από την Ξάνθη του 1965, τότε που εργάστηκε για ένα μήνα στην ανασκαφή των αρχαίων Αβδήρων. Και πολλές ακόμη από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και –κυρίως- τη Θάσο.
“Ζωή σαν μυθιστόρημα” χαρακτήρισε τη δική του, αντικρίζοντας τον κόσμο με μια διαφορετική από την κοινή ματιά, μετά από την εμπειρία των παιδικών χρόνων του στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης».
Κλείνουμε με αποσπάσματα χαρακτηριστικά από το «Φως της Φονιάς»:
“Στο χωριό όμως οι άνθρωποι έπρεπε να τον αποδώσουν σ’ έναν πατέρα πρώτα κι ύστερα σε μια μάνα. Έτσι όριζε η τάξη: τα παιδιά δεν μπορεί ν’ ανήκουν ούτε στη βασίλισσα ούτε στους θείους ούτε στους παππούδες τους – αυτοί έχουν τα δικά τους παιδιά. Για πρώτη φορά το καταλάβαινε τώρα πως από ‘παιδί της βασίλισσας’ έπρεπε να γίνει ξανά το παιδί του αντάρτη, με όσα μπορούσε αυτό να σημαίνει.
Χαμήλωσε το φιτίλι της λάμπας και πλάγιασε. Για ώρα έμεινε με τα μάτια ανοιχτά ακούγοντας τον σιγανό βόγκο του αέρα μέσα στα δάση”. […]
“Ο Γιάννης για όλη του τη ζωή θα θυμόταν εκείνα τα λόγια του φίλου του. […] “Πιστεύω πως μπορείς και συ μια μέρα να μιλήσεις για τη μοίρα των φτωχών ανθρώπων, για τα βάσανα της γρια-Βενετιάς, για την τύχη του πατέρα σου, για τα σκληρά χρόνια σου στις παιδοπόλεις. Μπορείς να γράψεις για τα καλοκαίρια στο χωριό κι εδώ στη Φονιά, γι’ αυτόν τον πρώτο σου έρωτα. Πριν από λίγο, καθώς έβλεπα τ’ αστέρια στον ουρανό, σκεφτόμουν πως κάθε άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή έχει το δικό του άστρο, έχει το δικό του πεπρωμένο, και είναι τυχερός όποιος μπορέσει και το εκπληρώσει”.
Εκείνη τη στιγμή ένα πεφταστέρι πέρασε πάνω από τον Φανό κι έσβησε μακριά μέσα στο πέλαγος».
Επειδή η παρουσίαση αυτή εντάσσεται στο εγχείρημά μου να περιδιαβώ στους δρόμους των λογοτεχνών της Ανατολικής Μακεδονίας, να δηλώσω πόσο χαίρομαι γιατί η Θάσος έβγαλε τόσο μεγάλους συγγραφείς…
Με τον Γιάννη Ατζακά θα επανέλθω.
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής