Το όνειρο πολλών γονιών, των περασμένων κυρίως δεκαετιών, ήταν κάποιο από τα παιδιά τους να γίνει γιατρός! Το κίνητρο; Άλλοι για τη δόξα, άλλοι για το χρήμα, άλλοι από ανασφάλεια, άλλοι από κομπλεξισμό, άλλοι γιατί θεωρούσαν κρίμα να μην αξιοποιηθεί στο έπακρο ένα καλό μυαλό (θαρρείς και μόνο η ιατρική χρειάζεται καλά μυαλά), ελάχιστοι σίγουρα για την ευτυχία, την προσφορά, την αυτοθυσία. Δυστυχώς, στην πορεία και μόνο, αντιλήφθηκαν, όσοι το πέτυχαν, πόσο τρανή ήταν η πλάνη…
Η εισαγωγή σε ιατρική σχολή ελληνικού πανεπιστημίου, απαιτεί αρίστευση (όχι απλή επιτυχία) στις πανελλαδικές εξετάσεις, γεγονός το οποίο απαιτεί συστηματικό διάβασμα, άγχος, στερήσεις και έξοδα, για τα περισσότερα σχολικά χρόνια. Υπάρχουν βέβαια και οι παράπλευρες οδοί, όπως μεταγραφή από πανεπιστήμιο του εξωτερικού ή κατατακτήριες από άλλη σχολή, συνήθως τεχνολογικού ιδρύματος όπως η νοσηλευτική ή η φυσικοθεραπεία.
Οι βασικές σπουδές της ιατρικής διαρκούν 6 χρόνια το λιγότερο, οπότε και αποκτάται το πτυχίο ιατρικής. Κατόπιν αυτού, ένας πτυχιούχος ιατρικής μπορεί να εργαστεί ως αγροτικός ιατρός, ως υπάλληλος κάποιου ιατρείου ή κλινικής ή ακόμη και να ανοίξει δικό του ιατρείο.
Συνήθως όμως, οι γιατροί επιλέγουν να κάνουν κάποια ειδικότητα μετά το πτυχίο, σπουδάζοντας και δουλεύοντας ταυτόχρονα από 4 έως 6 χρόνια, επιπλέον των βασικών σπουδών, προκειμένου να γίνουν ειδικοί. Ο γιατρός έχει δικαίωμα να κάνει περισσότερες της μίας ειδικότητες, αλλά να ασκήσει μόνο μία. Συνήθως, λόγω των πολυετών σπουδών, κάθε γιατρός κάνει μία μόνο ειδικότητα.
Ο κάθε γιατρός, αφού τελειώσει την ειδικότητα, έχει την επιλογή να συνεχίσει να εκπαιδεύεται, αποκτώντας επιπλέον πτυχία ή πιστοποιητικά σε μία ή περισσότερες εξειδικεύσεις, σχετικές με την ειδικότητά του. Για παράδειγμα, ένας ενδοκρινολόγος μπορεί να επιλέξει να εξειδικευτεί στον υπέρηχο του θυρεοειδούς και τις παρακεντήσεις. Η εξειδίκευση και άρα η απόκτηση της σχετικής άδειας για εκτέλεση υπερήχων, κατόπιν εξετάσεων, παρέχει στο γιατρό το δικαίωμα της υπογραφής αντίστοιχων γνωματεύσεων, σε αντίθεση με άλλους γιατρούς που πραγματοποιούν υπερήχους χωρίς τη σχετική άδεια.
Τέλος, ο κάθε γιατρός, μπορεί να ενασχοληθεί με την έρευνα, σε οποιαδήποτε στιγμή της καριέρας του, είτε ανεξάρτητα είτε στα πλαίσια ενός μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος, ενώ μπορεί να αποκτήσει ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα μη ερευνητικής φύσεως. Η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής, μπορεί να τον οδηγήσει σε ακαδημαϊκή καριέρα, δηλαδή την απασχόλησή του ως καθηγητού σε κάποιο πανεπιστήμιο, χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικό, καθώς, πολλοί γιατροί που δεν απασχολούνται στα πανεπιστήμια, είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών ή διδακτορικών διπλωμάτων.
Το σίγουρο είναι ότι όποιο δρόμο και να διαλέξει κανείς, θα αναμετρηθεί πολλές φορές με τις δυνάμεις και τις αντοχές του, πολλές φορές άνισα, θα αντιμετωπίσει πολύ διάβασμα, σκληρή δουλειά, άλλο τόσο χλευασμό, για ένα ιερό καθήκον, μία ηθική ικανοποίηση, που δεν αποτιμάται με κανένα χρηματικό ποσό και καμία δόξα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η πορεία πρέπει να στερείται αντίστοιχης ανταμοιβής. Φυσικά, όλα αυτά ισχύουν για τους ευσυνείδητους και ταπεινούς.
Ας προβληματιστούμε λοιπόν ως κοινωνία, ας ενημερωθούμε, ας ελέγξουμε, ας αξιολογήσουμε και ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Με αγάπη.
Σταυρούλα Παπαδοπούλου*
*Η Δρ. Σταυρούλα Παπαδοπούλου είναι εξειδικευμένη ενδοκρινολόγος – υπερηχογραφίστρια, και κάτοχος άλλων δύο ιατρικών ειδικοτήτων (γενική ιατρική και παθολογία) και έξι εξειδικεύσεων. Έχει πολύχρονη εμπειρία στην Ελβετία, το Παρίσι και το Βέλγιο και ιδιωτεύει στην Ξάνθη.