Θέτει σε κίνδυνο την υγεία των πολιτών
Η πρώτη «παγκόσμια σύνοδος» για την υγεία διοργανώθηκε στις Βρυξέλλες από την Κομισιόν και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και είχε θέμα της την καταπολέμηση του αντιεμβολιαστικού κινήματος που λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και αποτελεί παγκόσμιο κίνδυνο για την υγεία των πολιτών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισαν την διοργάνωση αυτής της συνάντησης ανάμεσα στον πολιτικό κόσμο, την κοινωνία των πολιτών, ειδικούς του τομέα της υγείας και εκπροσώπους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λόγω της αυξανόμενης ανησυχίας απέναντι στον πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων ασθενειών, όπως η ιλαρά, οι οποίες θεωρείτο ότι είχαν εξαλειφθεί.
«Την ώρα που σε ορισμένες περιοχές του κόσμου ανθρώπινα πλάσματα πεθαίνουν ελλείψει εμβολίων, εδώ, άνθρωποι διακινδυνεύουν την ζωή τους και τις ζωές των άλλων αρνούμενοι να εμβολιασθούν», είπε ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ανοίγοντας τις εργασίες της συνόδου.
«Στην Ευρώπη, ο αριθμός των θανάτων που συνδέονται με την ιλαρά εξαπλασιάστηκε ανάμεσα στο 2016 και το 2018. Και οι περιπτώσεις αυτές αφορούν κυρίως μη εμβολιασμένα άτομα. Γιατί; Διότι πολλοί Ευρωπαίοι είναι καχύποπτοι απέναντι στα εμβόλια: 38% από αυτούς πιστεύουν ότι προκαλούν τις ασθένειες από τις οποίες σκοπός των εμβολίων είναι να τους προστατεύσουν», τόνισε ο πρόεδρος της Κομισιόν κάνοντας λόγο για «βλακώδη καχυποψία».
«Τα ψέματα για τον εμβολιασμό εξαπλώνονται στις ανεπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στον Καναδά και αλλού, αλλά επίσης σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες όπως το Πακιστάν και η Δημοκρατία του Κονγκό, υπονομεύοντας τον αγώνα κατά της πολιομυελίτιδας, του Έμπολα και άλλων ασθενειών που θα μπορούσαν να αποφευχθούν χάρις στα εμβόλια», εξήγησε από την πλευρά του ο Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγεσούς, γενικός διευθυντής του ΠΟΥ.
Αυξανόμενη καχυποψία, διάδοση τοξικών «πληροφοριών» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανεπαρκή συστήματα υγείας στις φτωχές χώρες: η παγκόσμια εμβολιαστική κάλυψη βρίσκεται σε στασιμότητα και ασθένειες όπως η ιλαρά κάνουν απειλητική επανεμφάνιση, γεγονός που ανησυχεί τις υγειονομικές αρχές.
Πώς εξελίσσεται η εμβολιαστική κάλυψη παγκοσμίως;
Βρίσκεται σε επικίνδυνη στασιμότητα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της Unicef. Το 2018, 19,4 εκατομμύρια παιδιά μικρότερα του ενός έτους δεν έκαναν τα βασικά εμβόλια για την διφθερίτιδα, τον τέτανο, τον κοκκύτη και την πολιομυελίτιδα (DTP) ή την ιλαρά.
«Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο από ένα παιδί στα δέκα δεν λαμβάνει το σύνολο των εμβολίων που έχει ανάγκη», εξήγησε η αξιωματούχος του ΠΟΥ Κέιτ Ο΄Μπράιεν, παρουσιάζοντας την έκθεση. Περί τα δύο τρίτα των μη εμβολιασμένων παιδιών ζουν σε δέκα χώρες: Ανγκόλα, Βραζιλία, Αιθιοπία, Ινδία, Ινδονησία, Νιγηρία, Πακιστάν, Φιλιππίνες, Δημοκρατία του Κονγκό και Βιετνάμ.
Σε παγκόσμια κλίμακα, από το 2010, το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης για το DTP και την ιλαρά παραμένει στάσιμο, στο 86%. Αν και υψηλό, αυτό το ποσοστό είναι ανεπαρκές, προειδοποιεί ο ΠΟΥ, θεωρώντας ότι, για την προστασία από επιδημίες, το ποσοστό αυτό πρέπει να φθάσει στο 95%.
Ειδικά για την ιλαρά, το ποσοστό είναι ακόμη χαμηλότερο, 69%, εάν ληφθούν υπόψιν οι δύο δόσεις του εμβολίου, και όχι μόνο η πρώτη.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο εμβολιασμός αποτρέπει 2 έως 3 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο. Ωστόσο, «1,5 εκατομμύριο επιπλέον θάνατοι θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν βελτιωνόταν η παγκόσμια εμβολιαστική κάλυψη».
Η σημαντικότερη συνέπεια είναι η απειλητική επανεμφάνιση τις ιλαράς στον κόσμο. Περισσότερα από 360.000 κρούσματα είχαν καταγραφεί από τον Ιανουάριο, τα περισσότερα από το 2006. Συχνά καλοήθης, η υψηλής μεταδοτικότητας ασθένεια μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, αναπνευστικές (πνευμονικές λοιμώξεις) και νευρολογικές (εγκεφαλίτιδα), κυρίως σε ευαίσθητα άτομα.
Πριν από την άφιξη του εμβολίου, στην δεκαετία ’70-’80, η ιλαρά ήταν μία φονική παιδική ασθένεια, με 7 έως 8 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως τον χρόνο.
Ανάμεσα στο 2000 και το 2016, ο αριθμός των θανάτων εξαιτίας της ιλαράς είχε δραστικά μειωθεί χάρις στις καμπάνιες εμβολιασμού, περνώντας από τις 550.000 στις 90.000, σύμφωνα με τον ΠΟΥ. Ομως, από το 2017, αυξήθηκε και πάλι στις 110.000.