Σε δύο συνεδριάσεις της εφορείας των Σχολείων της Ξάνθης μετά την πρώτη Βουλγαρική κατοχή, στις 13 Νοεμβρίου και 22 Δεκεμβρίου 1921 τέθηκε το ζήτημα της λειτουργίας των τριών νηπιαγωγείων της Ξάνθης και του καθεστώτος κάτω από το οποίο λειτουργούσαν μέσα από τις διατάξεις των κτητορικών διαθηκών που διέπουν την λειτουργία τους. Τα νηπιαγωγεία αυτά ήταν του Ζαλάχα, του Στάλιου και του Κουγιουμτζόγλου. Τις διευκρινίσεις αυτές ζήτησε ο επιθεωρητής των σχολείων που παρευρισκόταν και στη συνεδρίαση.
Στο αίτημα αυτό η εφορεία των σχολείων δήλωσε « ότι δεν σώζονται οι κώδικες των διαθηκών της κοινότητος διότι διηρπάγησαν και ότι μόνο δια το νηπιαγωγείο Ζαλάχα υπάρχει ένα αντίγραφο παρά τινί εκ των συγγενών της διαθέτου. Ο κ Αχιλλέας Στάλιος εδήλωσεν ότι, όσον αφορά το ιδικόν των Νηπιαγωγείον, το αντίγραφον της διαθήκης κατεστράφει επί βουλγαροκρατίας …… Όσον αφορά το νηπιαγωγείον του Αθανασίου Κουγιουμτζόγλου, η εφορεία υπέδειξεν εις τον κ. Επιθεωρητήν να ζητήσει πληροφορίες από τον κ Ροβέρτο Δημητρακόπουλον, πλησιέστερον συγγενήν του διαθέτου »(ΠΔ τ. Β, σελ. 108-9).
Ανάλογη αναφορά για την τύχη του αρχειακού υλικού διατυπώθηκε και στη συνεδρίαση της 22 Δεκεμβρίου 1921 όπου αποφασίστηκε να ενημερωθεί ο επιθεωρητής των σχολείων ότι « ουδεμία των διαθηκών ή άλλον αφιερωτήριον έγγραφον ή συμβόλαιον σχετικώς προς τα Νηπιαγωγεία της Ξάνθης σώζεται εν τη Μητροπόλει, διότι οι σχετικοί κώδικες διηρπάγησαν….» (ΠΔ τ.Β, σελ. 109).
Αυτές δεν ήταν όμως οι μόνες απώλειες αρχειακών μαρτυριών της πόλης από τις βουλγαρικές αρχές κατοχής καθώς η λεηλασία του αρχειακού της πλούτου επεκτάθηκε και στις Ι. Μονές της Αρχαγγελιώτισας και της Καλαμούς και συνεχίσθηκε και κατά τη διάρκεια της Β΄ βουλγαρικής κατοχής γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ο Μητροπολίτης Ιωακείμ να γράψει στις 29 Σεπτεμβρίου 1946 στο τέλος του β τόμου των πρακτικών της δημογεροντίας ( 1919-1926) « Τα μετέπειτα συνεχίζονται εν των επόμενω κώδικι των πρακτικών όπως εν ζηλευτή τάξει και καθαριότητι δίηκεν από το 1926 μέχρι της 5 Απριλίου 1941, εγένετο και τούτο ανάρπαστον υπό των αγρίων επιδρομέων μετά τόσων άλλων αρχείων και πραγμάτων εν γένει του μητροπολιτικού μεγάρου » (ΠΔ τ.Β, σελ. 219).
Τα όσα καταγράφονται στα πρακτικά της δημογεροντίας, της μόνης πηγής που κατά τύχη διασώθηκε σκιαγραφούν εξαιρετικά τον αφανισμό της κληρονομιάς των γραπτών μνημείων των προγόνων μας που κληροδότησαν οι δύο Βουλγαρικές κατοχές στην πόλη μας και παράλληλα αποτελούν και κοινή διαπίστωση και όσων ασχολήθηκαν μεταγενέστερα με την ιστορία της πόλης όπως ο Στέφανος Ιωαννίδης, ο Πέτρος Γεωργαντζής, ο Θωμάς Εξάρχου, ο Θανάσης Μουσόπουλος, ο Βασίλης Αιβαλιώτης και ο Γιώργος Τσιγάρας.
Όλοι οι προαναφερόμενοι μελετητές που προσέφεραν πολύτιμα πονήματα αφιερωμένα στην ιστορία της πόλης βασίστηκαν κυρίως σε σπαράγματα πηγών, σε έμμεσες πηγές και κυρίως σε δευτερογενείς πηγές.
Η σημερινή μου προσέγγιση σήμερα εδώ είναι εστιασμένη στη δημιουργία δύο φορέων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν είτε αυτοτελώς και παράλληλα, είτε ο ένας ενσωματωμένος μέσα στον άλλον. Σκοπός και των δύο φορέων αυτών θα είναι η ανάδειξη, προβολή, εκλαϊκευτική γνώση , και επιστημονική τεκμηρίωση της ιστορίας της Ξάνθης για όλες τις περιόδους του ιστορικού της παρελθόντος. Ένα τμήμα από τις προτάσεις μου αυτές τις είχα δημοσιεύσει στα Θρακικά χρονικά του Στ. Ιωαννίδη το 1992.
Το πρώτο σκέλος της πρότασής μου είναι να δημιουργηθεί στην πόλη ένα μουσείο, ένα μουσείο της πόλεως της Ξάνθης αφιερωμένο στην ίδια την πόλη και τους ανθρώπους που κατά καιρούς έζησαν σε αυτήν. Στο μουσείο αυτό θα παρουσιάζονται τα υλικά τους κατάλοιπα (οικίες, ναοί, τεμένη, χάνια, οδοί, νεκροταφεία) όπως αποτυπώνονται μέσα από φωτογραφικό υλικό ερανισμένο από τις δύο πολυσυλλεκτικές ομάδες του FB τις παλιές φωτογραφίες της Ξάνθης του Τάσου Τεφρωνίδη και τη Μια φορά και ένα καιρό στη Ξάνθη του Κώστα Μαυρομάτη. Οι φωτογραφίες αυτές σε ψηφιακή μορφή θα αναδεικνύουν θεματικά ή κατά περιοχή διάφορες μορφές που είχε η πόλη και θα υπάρχει και ένα σύντομο ιστορικό για κάθε φωτογραφία, τα κτίσματα που απεικονίζουν και τους ανθρώπου που εικονίζονται σε αυτές. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να αναπλάσουμε και να γνωρίσουμε διαδοχικά τη μορφή που είχε η πόλη μετά το καταστροφικό σεισμό του 1829 μέχρι και σήμερα. Για την προγενέστερη μορφή της πόλης θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια ψηφιακή αναπαράσταση της πόλης με βάση τις οθωμανικές φορολογικές πηγές που ανέδειξε ο Φωκίων Κοτζαγεώργης και τις ερευνητικές τοπογραφικές και αρχιτεκτονικές προτάσεις της Χρύσας Μελκίδη και του Δημήτρη Μαυρίδη. Έτσι θα μπορούμε να ξαναδημιουργήσουμε την ύστερο βυζαντινή Ξάνθεια και την πρώιμη υπό Οθωμανική κατοχή Ξάνθη με τους ναούς τα τεμένη και τις συνοικίες της. Παράλληλα στο μουσείο αυτό θα υπάρχουν και ψηφιοποιημένες εφημερίδες που έβγαιναν στην πόλη σε παλαιότερες εποχές αλλά και φύλλα εφημερίδων και σώματα άλλων περιοδικών που αφορούν την πόλη και βρίσκονται σήμερα θησαυρισμένα σε διάφορους φορείς και ιδρύματα της Ελλάδος και του εξωτερικού όπως η Βουλή των Ελλήνων,η Εθνική Βιβλιοθήκη, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, η ΧΑΝΘ, το Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Θα υπάρχουν επίσης συλλογές με καρτ ποστάλ, και χαρτογραφικές συλλογές που θα απεικονίζουν τη ιστορική διαδρομή της πόλης σε διάφορες εποχές αλλά και επαγγελματικοί οδηγοί που θα αποτυπώνουν την επαγγελματική δραστηριότητα των κατοίκων αλλά και την άνθιση του καπνού σε αυτήν.
Το μουσείο αυτό θα διαθέτει και μια πλήρη βιβλιοθήκη με τα τεύχη των περιοδικών που εκδόθηκαν σε αυτήν όπως τα Θρακικά Χρονικά, η Φορολογική και Θρακική Προσέγγιση και το Περί Θράκης , αλλά και τα έργα Ξανθιωτών δημιουργών όπως ο Στέφανος Ιωαννίδης, ο Πέτρος Γεωργαντζής, ο Νίκος Ματσούκας η Κατίνα Σερεμέτη, ο Θανάσης Μουσόπουλος, ο Βασίλης Αιβαλιώτης. Εκτός όμως από τη βιβλιοθήκη το μουσείο θα διαθέτει και καταλόγους με έργα και φωτογραφίες των έργων καλλιτεχνών που έζησαν και δημιούργησαν εδώ, όπως του γλύπτη και ζωγράφου Γιώργου Παυλίδη και του Δημήτρη Σταθόπουλου κ.α.
Όλα αυτά θα βοηθήσουν τους σημερινούς κατοίκους της πόλης αλλά και τους επισκέπτες της Ξάνθης να έρθουν σε επαφή με την πόλη και να μάθουν την ιστορία της αλλά και να γνωρίσουν κάποια πτυχή του ιστορικού παρελθόντος της γειτονιάς τους καθώς θα μπορούν να συνδυάσουν τις εικόνες από το παρελθόν με τις γραπτές πηγές από παλαιότερες εποχές αλλά και την εικονογράφηση της πόλης μέσα από τα έργα Ξανθιωτών εικαστικών δημιουργών.
Το δεύτερο σκέλος της πρότασής μας που θα μπορούσε ενδεχομένως και να ενταχθεί σε αυτό το μουσείο είναι η δημιουργία ενός παλαιογραφικού και ιστορικού αρχείου της Ξάνθης που θα έχει ως στόχο την περισυλλογή κάθε είδους μαρτυριών γραπτών και προφορικών από τις οποίες θα μπορούσαμε να ανασυνθέσουμε το ιστορικό της παρελθόν.
Ας αρχίσουμε πρώτα από τα έγγραφα από τα οποία θα μπορούσαμε να ερανιστούμε και να αντλήσουμε μαρτυρίες για την ιστορία της πόλης. Αυτά είναι πρώτα τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα και το Οθωμανικό κτηματολόγιο της πόλης αντίγραφα των οποίων σε μικροφίλμ θα μπορούσαν να ληφθούν, ώστε να επεξεργασθούν καταλλήλως και να μας επιτρέψουν να παρουσιάσουμε την ιστορία της κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Ανάλογο πολύτιμο υλικό θα μπορούσε να αντληθεί και από τους ιεροδικαστικούς κώδικες της μουφτείας, ελάχιστο μέρος των οποίων αξιοποίησε ο καθηγητής κύριος Γιάννης Μπακιρτζής σε δικές του μελέτες. Κατόπιν υπάρχουν τα διπλωματικά αρχεία των προξενικών αποστολών που λειτουργούσαν στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή της. Πρόκειται για το Ελληνικό, Γαλλικό, Ιταλικό και Αυστροουγγρικό Προξενεία. Τα έγγραφα του Ελληνικού προξενείου Ξάνθης αλλά και των υπόλοιπων πόλεων της Θράκης τα μελέτησε διεξοδικά ο Πέτρος Γεωργαντζής και τα εξέδωσε σε ένα τετράτομο έργο με τίτλο Προξενικά αρχεία Θράκης. Τα έγγραφα όμως των υπόλοιπων προξενείων θα μπορούσαν να συλλεχθούν από τα ιστορικά αρχεία των αντίστοιχων ΥΠΕΞ σε μικροφίλμ όπως και τα έγγραφα του Γαλλικού προξενείου του Πόρτο Λάγος και να είναι διαθέσιμα στους ερευνητές, ενώ στο μέλλον μπορούν και να εκδοθούν σε έναν ή περισσότερους τόμους.
Μια ακόμα άγνωστη πτυχή της ιστορίας της πόλης είναι και οι δύο βουλγαρικές κατοχές. Έχουν γραφεί διάφορα από ιστορικούς αλλά δεν υπάρχει μια συνολική εξιστόρηση της βουλγαρικής κατοχής βασισμένη και σε βουλγαρικά αρχεία. Θα μπορούσε σε συνεργασία του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου της Θράκης με διάφορα Βουλγαρικά ιδρύματα να γίνει ένας πρώτος εντοπισμός αρχειακών ενοτήτων που αφορούν την πόλη και κατόπιν μια ψηφιοποιημένη συλλογή των εγγράφων αυτών που μεταφρασμένα και σχολιασμένα από ειδικούς επιστήμονες να είναι προσιτά τόσο σε ερευνητές όσο και στο ευρύτερο κοινό. Ανάλογη προσπάθεια ψηφιοποίησης θα μπορούσε να γίνει και για την περίπτωση των εκκλησιαστικών κωδίκων που έχουν κλαπεί από την Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και τις μονές της Καλαμούς και της Αρχαγγελιώτισσας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι παύουμε να διεκδικούμε την επιστροφή τους αλλά ότι προς το παρόν αρκούμεθα στη γνώση έστω και έμμεσα των πληροφοριών που υπάρχουν μέσα από αυτά.
Ας περάσουμε τώρα στα εκκλησιαστικά αρχεία. Αρχειακές ενότητες όπου θα μπορούσαμε να αντλήσουμε πληροφορίες για τη Ξάνθη είναι πρώτα- πρώτα τα αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ένα μέρος των οποίων χρησιμοποίησε ο κ Πέτρος Γεωργαντζής στην εκκλησιαστική ιστορία της Ξάνθης. Εκτός όμως από αυτά υπάρχουν και άλλες ενότητες αρχειακών μαρτυριών που ενδεχομένως δεν έχουν τύχη ως τώρα την προσοχή των ερευνητών. Αυτά είναι διαθήκες αρχιερέων, απολογίες τους στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου, διαθήκες ομογενών και πράξεις του εκκλησιαστικού δικαστηρίου του πατριαρχείου που αφορούσαν εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό. Ανάλογες μαρτυρίες μπορούμε να βρούμε και σε αρχεία του Αγίου όρους, κυρίως στην Ι. Μονή Βατοπαιδίου, αλλά και σε άλλες μονές για περιοδείες ζητείας και την ύπαρξη Ξανθιωτών μοναχών σε διάφορες μονές μεταξύ των οποίων και η Πάτμος.
Εκτός όμως από τα αρχεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μνεία της Ξάνθης συναντούμε και σε εκκλησιαστικά έγγραφα των αρχείων της καθολικής εκκλησίας όπως τα αρχεία της Μονής Λαζαριστών Καβάλας και Θεσσαλονίκης αλλά και της Μονής των Κοινοβιακών Φραγκισκανών της Αλεξανδρούπολης καθώς και στα κεντρικά αρχεία αυτών των ταγμάτων αλλά και στο αρχείο της καθολικής αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Επίσης ένα άλλο τμήμα της ιστορίας της πόλης θα μπορούσε να καλυφθεί και από τη συλλογή και αντιγραφή προσωπικών ιδιωτικών αρχείων όπως τα συμβόλαια , προικοσύμφωνα, διαθήκες, βαπτιστικά, που σώζονται σε πολλές οικογένειες και οι οποίες θα μπορούσαν να τα προσκομίσουν για φωτοαντιγραφή ή ψηφιοποίηση. Από αυτά μπορούν να ληφθούν πολλές πληροφορίες προσωπογραφικές αλλά και γεωγραφικές.
Τέλος κάτι που έπρεπε να γίνει εδώ και πολλά χρόνια και δεν έγινε είναι η καταγραφή της προφορικής ιστορίας των κατοίκων της πόλης αυτής. Η καταγραφή σε CD των ενθυμήσεων από τους προγόνους τους, τον τρόπο ζωής τους, τους τόπους καταγωγής τους, τα ήθη και τα έθιμα τους.
Δημήτριος Ν. Κασαπίδης
Διδάκτωρ Ιστορίας U.J.