125 αιτήσεις βρίσκονται σε διμερή διαπραγμάτευση πανελλαδικά. Μία μόλις αίτηση έχει φτάσει σε συντονιστή στην Ξάνθη
Το κόστος της μελέτης βιωσιμότητας, η άρση του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου, η γραφειοκρατία είναι μερικοί από τους παράγοντες που αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις
Κατά τις πρώτες 20 εβδομάδες λειτουργίας του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης χρεών (μέχρι την 22/12/2017), ανά την Ελλάδα, 14.406 πρόσωπα ξεκίνησαν την αίτηση τους στην ηλεκτρονική πλατφόρμα. Από αυτές, τα 4.653 έχουν εισάγει τα βασικά στοιχεία και 2.264 δεν πέρασαν τον έλεγχο επιλεξιμότητας (δηλαδή δεν πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής), κυρίως επειδή είναι φυσικά πρόσωπα που δεν αποτελούν επιχείρηση, δηλαδή δεν διαθέτουν πτωχευτική ιδιότητα. Πέρασαν τον έλεγχο επιλεξιμότητας (δηλαδή πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής) 2.389 και 391 ολοκλήρωσαν την αίτηση τους, την υπέβαλλαν οριστικά.
Από τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν οριστικά, 125 βρίσκονται σε διμερή διαπραγμάτευση με τον έναν μεγάλο πιστωτή τους, ο οποίος διαθέτει άνω του 85% των συνολικών οφειλών του. Εξ αυτών 18 διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε ρύθμιση, ενώ 11 έχουν ρυθμίσει επιτυχώς τα χρέη τους και 266 ανατέθηκαν σε συντονιστές για έλεγχο. Από αυτές, σε 142 περιπτώσεις ήδη ολοκληρώθηκε επιτυχώς ο έλεγχος και για: 69 εκκρεμεί η απάντηση των πιστωτών, 14 αρνήθηκαν οι πιστωτές, επειδή το προτεινόμενο ποσό αποπληρωμής από τον οφειλέτη είναι μικρότερο από την αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του, καθώς και τα διαθέσιμα εισοδήματά του και για 59 υπήρξε απαρτία των πιστωτών και ήδη οι 49 από αυτές βρίσκονται στη φάση της διαπραγμάτευσης.
Από την Ξάνθη, σύμφωνα με πληροφορίες μας, αν και παραμένει άγνωστο πόσες αιτήσεις καταγράφηκαν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, μόλις μία έχει φτάσει στη διαδικασία να αναλάβει συντονιστής και βρίσκεται ακόμη σε αρχικά επίπεδα.
Γιατί βηματίζει αργά ο μηχανισμός
Σύμφωνα με όσους εμπλέκονται στη διαδικασία, ο μηχανισμός προχωράει με αργό βηματισμό, και με απιφυλακτικότητα από την πλευρά των επιχειρήσεων. Αυτό συμβαίνει για μια σειρά από λόγους που αφορούν είτε τις προϋποθέσεις του μηχανισμού, είτε τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Οι τελευταίες πρέπει να μη χρωστούν το 2017, για να ρυθμίσουν παλιότερες οφειλές, οπότε οφείλουν να έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις και να τις εξυπηρετούν. Ακόμη, οι διαδικασίες απαιτούν πλήθος χαρτιών και γραφειοκρατικών διαδικασιών, που συχνά οδηγούν στην ουσία σε ακύρωση των όποιων ευεργετημάτων θα μπορούσαν να έχουν οι δυνητικά υπαγόμενοι. Ένας ακόμη λόγος είναι γιατί πολλοί επιχειρούν διά της πλαγίας οδού να μεγιστοποιήσουν το όφελός τους, ακόμη και αν αυτό δεν προκύπτει από πουθενά. Παράλληλα, η υπαγωγή στον μηχανισμό συνεπάγεται και την άρση του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, αναβιώνουν τα παλιά χρέη, ενώ η κάθε επιχείρηση έχει μία και μοναδική ευκαιρία αίτησης. Διορθώσεις και λάθη δεν επιτρέπονται. Πέραν αυτών, τα νομικά πρόσωπα καλούνται πολλές φορές να πληρώσουν αρκετά χρηματικά ποσά για το επιχειρηματικό πλάνο βιωσιμότητας και να επιβαρυνθούν υπέρογκα με κόστη οικονομολόγου, λογιστή και δικηγόρου. Και θέλουν να γίνει πολλή καλή δουλειά, αφού αν δεν υπάρξει επιτυχία στο αίτημα, τα χρήματα αυτά δεν επιστρέφονται.
Παρόλα αυτά, στα θετικά συγκαταλέγονται η συνεχής βελτίωση της πλατφόρμα και η υποστήριξη από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, καθώς και η επέκταση του μηχανισμού από το τέλος του μήνα, σε ελεύθερους επαγγελματίες με οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία έως 50.000 ευρώ.
Πληροφορίες για τα πανελλαδικά στοιχεία αντλήθηκαν από το ΑΠΕ.