Ο πολύπειρος οργανοπαίκτης πνευστών με σπουδαίες συνεργασίες και άγνωστο συνθετικό έργο μιλάει για την ζωή και την σταδιοδρομία του
Μια αναδρομή που ξαναζωντανεύει αλλοτινές μουσικές εποχές και ονόματα καλλιτεχνών της Ξάνθης, αλλά και της πανελλήνιας μουσικής σκηνής
Τον ακούσαμε την δεύτερη βραδιά του Μουσικού Ιουλίου να συνοδεύει με το κλαρινέτο του τους ΦΑ ΔΙΕΣΗ. Άγνωστος στους περισσότερους, ο Γιάννης Μπαρούτης είναι ένας διακεκριμένος μουσικός των πνευστών οργάνων με μακρά πορεία στα μουσικά δρώμενα της Ξάνθης αλλά και της πανελλήνιας μουσικής σκηνής τα τελευταία 40 και πλέον χρόνια. Επέστρεψε στην Ξάνθη πριν τρία περίπου χρόνια και πόθος του είναι να προσφέρει την μεγάλη εμπειρία και τις γνώσεις, που σύναξε όλα αυτά τα χρόνια, στην καλλιτεχνική δημιουργία της γενέτειράς του. Την συνάντηση κανόνισε ο εκδότης Μιχάλης Σπανίδης, ένας από τους εμπνευστές και διοργανωτές του Μουσικού Ιουλίου, στο βιβλιοπωλείο του οποίου έλαβε χώρα η συνέντευξη. Παρών και ο μουσικός Δημήτρης Πετρόπουλος, που ήδη ετοιμάζει μουσικές συνεργασίες με τον Γιάννη Μπαρούτη.
Μια μουσική οικογένεια προσέφερε τα πρώτα ακούσματα
Για την πρώτη του επαφή με την μουσική μας μιλά ο ίδιος. «Γεννήθηκα σε ένα σπίτι που όλοι ήταν μουσικοί. Ο παππούς μου, ο πατέρας μου… Μεγάλωσα με τα ακούσματα ενός ραδιοφώνου παγκοσμίου λήψεως της τότε εποχής, που έφερε ο πατέρας μου από την Κορέα. Το πρωί ξεκινούσαμε με καντάδες και κλασική μουσική από τον παππού. Όταν έφευγε, ο μπαμπάς έψαχνε τζαζ μουσικές. Μόλις έφευγε ο πατέρας μου, η γιαγιά που ήταν από την Προύσα αναζητούσε τραγούδια της Μ. Ασίας. Δηλαδή το αυτί είχε ‘’γεμίσει’’ από διάφορα ηχοχρώματα. Στην ηλικία των επτά-οκτώ ετών ο πατέρας μου με πήγε στην Φιλαρμονική να μάθω μουσική, γιατί είδε ότι είχα κάποια κλίση. Με έβαλαν να μάθω τζένις, ένα όργανο που μοιάζει το κόρνο και δουλειά του είναι να κρατάει τα ακομπανιαμέντα. Τσακώθηκα κάποια στιγμή με έναν μουσικό που διαφωνήσαμε, πετάω και σπάζω το όργανο. Ο πατέρας μου με παίρνει από το αυτί και μου λέει: ‘’δεν γλυτώνεις από την μουσική’’ και ανοίγει ένα βαλιτσάκι με ένα σαξόφωνο που είχε πάρει τότε και δούλευε την νύχτα με ένα από τα πρώτα γκρουπ που ξεκίνησαν την δεκαετία του ’60, τους λεγόμενους Youngs.
Η μουσική σκηνή της Ξάνθης και τα πρώτα βήματα στα μαγαζιά της εποχής
Κάνοντας μια αναδρομή στους μουσικούς εκείνης της περιόδου, ο Γιάννης Μπαρούτης θυμήθηκε τα μέλη των Youngs. Τον κουρέα Ματζίτ στα τύμπανα, τον Νίκο Κουρσουμτζόγλου στα πλήκτρα μετέπειτα μαέστρο της Φιλαρμονικής, τον Μιχάλη Καπιλίδη που έπαιζε μπουζούκι και μετέπειτα ακορντεόν. «Ο Καπιλίδης είχε τότε μουσικό κατάστημα και πουλούσε δίσκους δίπλα στα ‘’Τιτάνια’’ με τον Νίκο Κερασίδη, τον γνωστό Ιταλό, ο οποίος αργότερα συμμετείχε ως τραγουδιστής και κιθαρίστας. Τραγουδιστής πέρασε και ο Πέτρος Πασβάντης. Έπαιζαν τότε στο Πανόραμα, στην Αρκούδα στην Θάσο, τα τότε οικογενειακά μαγαζιά, αφού δεν υπήρχαν μπουζούκια. Έτσι άρχισα κι εγώ το σαξόφωνο στο σπίτι, καθοδηγούμενος από τον πατέρα μου και στα θεωρητικά από τον παππού Ιωάννη Χιώτη, μαέστρο του δήμου Ξάνθης και καθηγητή του Ωδείου. Με την εντολή να ξυπνάω το πρωί και να μελετάω μέχρι το μεσημέρι τους λεγόμενους φθόγγους μακράς διαρκείας μέχρι να στρώσει το χείλος. Χείλια πρησμένα, γεμάτα αίματα, που δεν μπορούσα να τα ακουμπήσω». Αρχίζοντας σταδιακά να παίζει, πήρε μέρος σε μια συναυλία στα Τιτάνια με μουσικούς τον Λεοντιάδη, τον Σταύρο Τσακίρη στο μπάσο, τον Καπιλίδη, παίζοντας σαξόφωνο με τα τότε ‘’ροκάκια’’.
Η μετάβαση στην στρατιωτική μουσική την περίοδο της Χούντας
«Φτάνοντας στο 1973 με συνεχή μελέτη, γύρισα ένα βράδυ από το κουτουκάκι στο μπαλούκ παζάρ απέναντι από τον φούρνο του Σκουλούδη, σημερινή πλατεία Αντίκα, με περίμενε ο πατέρας μου και μου δίνει να υπογράψω ένα έγγραφο. Εγώ εκείνη την εποχή, στις τελευταίες τάξεις του εξατάξιου Γυμνασίου, ήμουν κατά των Ενόπλων Δυνάμεων και της Αστυνομίας και ο πατέρας μου κανόνισε να πάω στην στρατιωτική μουσική. Δεν ήθελα με τίποτα να ακούσω αρχικά και τελικά με έπεισε λέγοντάς μου ότι σε τρία χρόνια θα τελειώσω, θα πληρώνομαι και θα έχω σπίτι. Εν τέλει πείστηκα, αλλά ο πατέρας μου είχε γράψει πενταετία. Έδωσα εξετάσεις στο Γ΄ Σ.Σ. και πέρασα πρώτος στα 2.000 περίπου παιδιά, από τους οποίους πήραν επτά εκείνη την εποχή. Μόλις πέρασα την πύλη στην Τρίπολη κατάλαβα το μεγάλο λάθος». Όταν κάποια στιγμή κλήθηκαν να γράψουν τι πιστεύουν για το πολίτευμα, έκανε το λάθος να δηλώσει ότι τον ενοχλεί η στέρηση ελευθερίας του λόγου. ότι δεν με ενοχλεί τίποτα εκτός από την ελευθερία του λόγου. Αυτό του κόστισε μία μετάθεση για τρία χρόνια στο Διδυμότειχο, όπου τον βρίσκει η επιστράτευση.
Από τα μαγαζιά της ‘’νύχτας’’ και τα μεγάλα ονόματα στην Κρατική Ορχήστρα
Μέχρι το 1981 παραμένει στον στρατό, εποχή που άρχισε να δουλεύει τα βράδια. Την περίοδο εκείνη με την Τζένη Βάνου στις ‘’Αναμνήσεις’’, με υψηλούς μισθούς και εργασία κάθε βράδυ. Παραιτείται τελικά από τον στρατό και επιλέγει την καριέρα του επαγγελματία μουσικού παίζοντας σαξόφωνο, φλάουτο, αργότερα κλαρινέτο και φλάουτο πίκολο. Οι μουσικές συμπράξεις του τον έφεραν από νωρίς κοντά σε μεγάλα μουσικά ονόματα που ανέβαιναν για ολόκληρες σεζόν στην Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε με Τσιτσάνη, Σωτηρία Μπέλλου, Μητσάκη, Ζαμπέτα, Βίκυ Μοσχολιού, Bell, Τζένη Βάνου, Στράτο Διονυσίου και Jimmy Μακούλη. Το 1987 μεταβαίνει στην Αθήνα, όπου εργάζεται με τους μαέστρους Χάρη Ανδρεάδη, Σπύρο Παπαβασιλείου, Νίκο Δανίκα και με τραγουδιστές όπως η Μαρινέλλα, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μαρίνος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Δημήτρης Μητροπάνος και άλλους.
Το 1995 καλείται ως νεοσύλλεκτος στην Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής με Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον Σταύρο Ξαρχάκο ως σολίστ σε διάφορα πνευστά. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην ορχήστρα μέχρι το 2002 συμμετείχε σε πολλές συναυλίες σε όλη την ελληνική επικράτεια, από το πιο απομακρυσμένο χωριό, επανειλημμένα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στο εξωτερικό, όπως Αυστρία, ΗΠΑ (Ολυμπιακοί Αγώνες της Ατλάντα, Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, Βοστώνη κ.ά.), Κύπρο, Γαλλία, Τυνησία, Γερμανία, Βρυξέλλες, Ουκρανία, στο Kompiennis Imperial Θέατρο, στο Μέγαρο Καλών Τεχνών των Βρυξελλών και σε άλλους μεγάλους μουσικούς χώρους. Πήρε μέρος στην δισκογραφία της Κρατικής Ορχήστρας για το Ηρώδειο, και σε πολλές παραγωγές της ελληνικής δισκογραφίας, παράλληλα με μουσική για τηλεόραση, ενώ συμμετείχε σε συναυλίες με τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη στο εξωτερικό. Ως συνθέτης έγραψε μουσική για τις θεατρικές παραστάσεις «Μετανάστες» και «Γεια σας και αντίο» του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, «Popcorn» στο θέατρο Αλάμπρα, για την ταινία «Carousel» που συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 2008, για την παράσταση «Απαλλαγή της Λίντα Maclean« Θέατρο Altera Pars, ενώ έχει συνθέσει μουσική για συμφωνική ορχήστρα σε τρία ποιήματα του Καβάφη.
ΧΑΡΗΣ ΔΙΑΦΩΝΙΔΗΣ