Ο Μάνος Χατζιδάκις θα λέγαμε πως ήταν ένας «ενοχλητικός πολίτης». Και αυτό διότι, πέρα από την πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του στο χώρο της τέχνης, συχνά, πολύ συχνά, πραγματοποιούσε και δημόσιες παρεμβάσεις στα κοινά.
Οι παρεμβάσεις αυτές κορυφώνονται και αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη διάσταση όταν, μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής από το 1975 – 1977, αλλά και από τα έτη 1975 – 1982, όταν δηλαδή αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας, καθώς και του Διευθυντή του Κρατικού Ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα.
Η παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την ποιότητα και τις ιδέες στην ελληνική ραδιοφωνία. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται από πολλούς ειδήμονες ως πιθανώς η ποιοτικότερη στην ιστορία του συγκεκριμένου ραδιοσταθμού. Με πρόγραμμα που κέντριζε το ενδιαφέρον από άτομα όλων των ηλικιών, ακόμα και των παιδιών, με χαρακτηριστική εκπομπή το Εδώ Λιλιπούπολη η δημοτικότητα του Τρίτου Προγράμματος εκτοξεύθηκε κατακόρυφα.
Ιδιαίτερη όμως υπήρξε η παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι στα εβδομαδιαία ραδιοφωνικά πεντάλεπτα «Σχόλια» του, τα οποία υπήρξαν πολύ δημοφιλή, ενώ συχνά πυροδοτούσαν αντιδράσεις εξαιτίας του φιλελεύθερου πνεύματος που τα χαρακτήριζε, που θεωρούνταν – και ήταν για τα δεδομένα της εποχής – προκλητικά.
Ο ίδιος λέει: «Σαν άρχισα τα “Σχόλια” στο Τρίτο το ’78 δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πως θα έπρεπε να ξεκινήσω από την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της “βραδυνής” και “μεσημβρινής” παραδημοσιογραφίας – τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ. Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα από το οποίο έβλεπα το νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλύτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ είναι αλήθεια δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό.
Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό – ανίκανους για οποιαδήποτε επικοινωνία.
Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ σαν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι επιτυγχάνετο επικοινωνία χωρίς τη συμμετοχή τους, χωρίς τα δημοσιογραφικά ή τα πολιτικά οφέλη, έτσι κι η αντίδρασή τους ήταν άμεση – ενορχηστρωμένη λασπολογία, «αγανακτισμένοι ακροατές», μηνύσεις και ένας υφυπουργός πιεζόμενος από την Κοινή, κοινότατη Γνώμη. Το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του, σταμάτησαν και τα “Σχόλια”. Για μιαν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση και η έκφρασή της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στη σιωπή».
Τα σχόλια, πριν σταματήσουν, ασχολήθηκαν με σχεδόν όλο το φάσμα της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Ελλάδας της Εποχής του. Στο πρώτο σχόλιό του στις 30 Απριλίου 1978 σχολιάζοντας την Αθήνα και τους κατοίκους της σημειώνει: «Στην Αθήνα κυκλοφορούν συνδικαλιστές που διασκεδάζουν τους συνδικαλιζόμενους με πολιτιστικά οράματα. Κυκλοφορούνε νέοι, με γλώσσα ξερή και διψασμένη, χωρίς λέξεις, χωρίς φράσεις, χωρίς τελείες και κόμματα για να απολογηθούνε. Κυκλοφορούνε ακόμη και οι ανύποπτοι. Ένας αθώος νέος που κουβαλάει απάνω του, χωρίς να υποψιάζεται, τη σοφία του καιρού του είναι μια πρόκληση. Σε ξετινάζει αυτόματα από το παράθυρο και βρίσκεσαι στο δρόμο. Προχτές βλέπω ένα νέο να πλησιάζει και είχε στην γκρίζα μπλούζα του γραμμένο το όνομα του Κλώντ Λεβύ Στράους. Τον σταματώ και τον ρωτάω: Τον γνωρίζεις, ξέρεις ποιος είναι; – Και τι σε νοιάζει, μου απαντά, λες και τον πρόσβαλα. Κάποιος που βρέθηκε τυχαία πλάι μου, μου λέει: Άστονα. Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει όλα τα είδωλα…εσύ φαίνεται ταξιδεύεις, και ακούς πολλά…Και ο νέος καθώς απομακρύνονταν θα σκέφτηκε: Τους βλάκες. Δεν κατάλαβαν πως η μπλούζα μου είναι από τη Γερμανία…»
Για τη σχέση της τέχνης με την πολιτική, σχολιάζει στις 8 Ιουλίου 1979: «Η πολιτεία από παλιά, μεταχειρίζεται τον καλλιτέχνη για λόγους εθνικούς, πολιτικούς, κομματικούς και μη, και ο καλλιτέχνης εννοεί να υπηρετεί πιστά τους άρχοντες αξιωματούχους, τις παρατάξεις και τα κόμματα που έχουν δύναμη και κυβερνάν τη χώρα, με αντάλλαγμα έναν δρόμο που θα φέρει το όνομά του ή ένα άγαλμα δίχως χέρια, μες στα γεμάτα από κακοποιούς, επικίνδυνα δημόσια πάρκα. …Κοιτάξτε την ιστορία της Μουσικής και θα βρείτε μια στρατιά από δούλους, συνθέτες και οργανοπαίχτες, που έχουν εξαίσια συνυπάρξει με άρχοντες δυνάστες, με παρανοϊκούς βασιλιάδες και με ανελεύθερα καθεστώτα. …Μόνο ένας μουσικός θα ήταν δυνατό να ζει ανενόχλητα μέσα σε τόση ανελευθερία, και να μπορεί να παίζει ατάραχος το βιολί του. Μήπως και οι δικοί μας, δεν είχανε σκυμμένο το κεφάλι επτά χρόνια και παίζαν το βιολί τους και μάλιστα σε ειδικές γιορτές; Ποιος τάχα τότες ενοχλήθηκε από αυτούς που τώρα φωνασκούν και σοσιαλίζουν, επί του ασφαλούς. Γιατί δεν έμαθε κανείς ποτέ και σε κανένα ωδείο, πως όταν βασανίζονται συνάνθρωποι ή οφείλεις συμπαράσταση και όλη σου την προσπάθεια να τον γλυτώσεις ή το φυλάς μέσα σου ή αν δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, προσεύχεσαι. Και αν παίζεις, αν πρέπει να παίζεις το βιολί σου, το παίζεις χωρίς να υποχρεώνεις τον εαυτό σου να θεωρεί πως όλα πάνε όμορφα και ωραία…. Μιλάω για μουσικούς, αλλά τα ίδια θα έλεγα και για τους γλύπτες, για τους ζωγράφους, τους θεατρίνους, και για όσους φλέγονται να γράψουν στην ταυτότητα την λέξη καλλιτέχνης….».
Ο Μάνος Χατζιδάκις τα έβαζε με την κρατική σπατάλη και την κρατική γραφειοκρατία. Ιδίως όμως με τη λογική που χαρακτήριζε την ελληνική πρακτική στήριξης κάποιων θεσμών. Τονίζει χαρακτηριστικά σε ένα σχόλιό του στις 18 Φεβρουαρίου 1979:
«Και είναι πολλά που εγκυμονούν δεινά, εκ των τοιούτων παραδοσιακών καταστημάτων. Γιατί είναι αντίστοιχο κατάστημα και η Λυρική και η ΕΡΤ και η Κρατική.
Διαθέτουμε ορχήστρες τρεις
Για τριακόσιους, το κοινό
Για εκατόν τριάντα μουσικούς, οι ίδιοι και στις τρεις στη Λυρική, στην ΕΡΤ, στη Κρατική,
Για εξήντα ακόμη που’ χουν δηλώσει, άλλοι σολίστ και άλλοι αρχιμουσικοί
Και μια εικοσάδα συνθετών που είτε γράφουν, είτε σιωπούν, το ίδιο κάνει στους πολλούς
Στα εννιά με δέκα εκατομμύρια τους Ρωμηούς.
Â
Σαράντα εκατομμύρια εις την ΕΡΤ
Τριανταδυό στην Κρατική
Και άλλα τριάντα η Λυρική.
Κάπου εκατό – κι έργο μηδέν.
Εκατομμύρια εκατό, για τους τριακόσιους το κοινό,
για τους εξήντα τους σολίστ και διευθυντές
για είκοσι συνθέτες, και για εκατόν τριάντα μουσικούς.
Και όταν θελήσει κάποιος αλλαγή, καινούργια οργάνωση,
Δομή στη Μουσική του τόπου, αυστηρή δουλειά, προγραμματισμός
Και μία θέση ο κάθε μουσικός,
Τότες «τα σωματεία, το κοινό και οι μουσικοί», σηκώνονται και φωνασκούν και ασχημονούν και απεργούν και στέλνουνε στον τύπο δημοσιεύματα, λασπώνουν όσους τόλμησαν να οραματιστούν την αλλαγή».
Από το στόχαστρο του Μάνου Χατζιδάκι δεν έλειψαν βέβαια και οι δημοσιογράφοι της εποχής, λόγος για τον οποίο πολύ συχνά πολλές εφημερίδες, με κυρίαρχη την Αυριανή, αλλά και διάφορα Μέσα της εποχής στρεφόντουσαν, με τρόπο προσβλητικό θα λέγαμε, κατά του μεγάλου μουσικοσυνθέτη.
Γράφει χαρακτηριστικά σε ένα σχόλιό του στις 27 Απριλίου 1980:
«Είναι γνωστό πως μέσα στον τόπο μας τα τελευταία τούτα χρόνια, ζούμε μια νέα δικτατορία που ακμάζει και εκμεταλλεύεται στις συμπλεγματικές δημοκρατίες του καιρού μας. Την λεγομένη, της τετάρτης Εξουσίας. Την περιλάλητη δικτατορία του Τύπου. Και ο δημοσιογράφος, ο ανώτατος άρχων. Ανδροπρεπής σαν την κολόνια «Μπρούτ», καθορίζει τιμές, αξίες και εισόδους στο χώρο της αθανασίας, με αυθαίρετες προδιαγραφές που τις χαράζουν ιεροφάντες της μετριότητας και της ανυπαρξίας.
Και να περίπου ένας ιερός κανονισμός που καθορίζει τα πλαίσια μες στα οποία κινείται η Δημοσιογραφία και η απαράβατη δεοντολογία της.
Ο Δημοσιογράφος είναι και Ποιητής.
Ο Ποιητής αμφισβητείται αν τύχει να μην είναι και Δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος είναι και Θεατρικός Συγγραφέας.
Ο Θεατρικός Συγγραφέας δεν είναι αποδεκτός αν τύχει και δεν είναι δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος είναι, μπορεί να είναι και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Ο Σκηνοθέτης χλευάζεται, αν δεν είναι και δημοσιογράφος. Ο Δημοσιογράφος είναι και τεχνοκρίτης και μουσικοκριτικός – κατά κανόνα.
Τεχνοκρίτης και μουσικοκριτικός δεν υπάρχει χωρίς να είναι και δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος μπορεί να είναι και πολιτικός σχολιαστής.
Πολιτικός σχολιαστής δεν γίνεται χωρίς ταυτότητα δημοσιογράφου.
Ο Δημοσιογράφος είναι και εκφωνητής και τηλεοπτικός παρουσιαστής για κάθε θέμα. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό.
Τηλεοπτικός παρουσιαστής, εκφωνητής και εν γένει τηλεοπτικός παράγων δεν γίνεται χωρίς να είναι και δημοσιογράφος.
Ο Δημοσιογράφος είναι ιερός.
Τα ιερά δεν είναι ιερά, αν δεν υπηρετούν δημοσιογράφους και δημοσιογραφικά.
Και τέλος:
Ηθικόν, ό,τι έχει ελευθέρας και δημοσιογραφικό.
Αληθές, ό,τι μας φανερώνουν των εφημερίδων οι γραφές.
Και Εθνικό, ό,τι αληθές για τις εφημερίδες και ηθικόν.
Θα πείτε, δεν υπάρχουν άξιοι και συμπαθείς δημοσιογράφοι;
Και άξιοι υπάρχουν και αξιόλογοι και συμπαθείς και τίμιοι.
Και είναι και οι περισσότεροι.
Όμως δεν καθορίζουν την ταυτότητα της τάξης τους.
Είτε γιατί δεν δίνουν σημασία, είτε γιατί περιφρονούν την λειτουργία των ολίγων, χωρίς να λογαριάζουν το κακό που ολοένα και μεγαλώνει από τους παρείσακτους αυτούς ολίγους. Ή πες ακόμη, συνήθισαν το κακό και δεν το λογαριάζουνε σημαντικό για να αμυνθούν και για να ξεχωρίσουν τις ευθύνες τους.
Και ίσως ακόμη να φοβούνται οι πολλοί, την δύναμη που έχουν οι ολίγοι σα πράττουν επισήμως το κακό. Όπως και να ναι, ψέγουμε τους λίγους και όχι τους πολλούς. Και ας σταματήσει η υστερική ευαισθησία, μες στην οποία προστατεύονται με άνεση οι λίγοι και οι κακοί. Καμιά όμως ομάδα, καμία τάξη, κανένα επάγγελμα δεν είναι ιερό. Όλα περιέχουν μέσα τους και το καλό και το κακό. Και αυτό είναι άλλωστε το φυσικό».
Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέπτυξε βαθιά πολιτική σκέψη, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση. Για την πολιτική του ταυτότητα έχει γράψει ο ίδιος: «Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής […] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει.»
Πολλοί σύγχρονοι μελετητές του Χατζιδάκι έχουν αναρωτηθεί για την πραγματική πολιτική ταυτότητά του, καθώς, λόγω της εξαιρετικής του σχέσης με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, άλλοι τον θεωρούν ως ‘’δεξιό’’, άποψη, η οποία θεωρήθηκε ως βάσιμη και η επικρατούσα, από τη στιγμή που και ο ίδιος ο συνθέτης έχει δηλώσει ανοικτά την πολιτική του υποστήριξη προς την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, ενώ άλλοι πάλι τον αντιμετωπίζουν ως έναν ιδιότυπο αναρχικό, λόγω ορισμένων λεγομένων του κατά καιρούς, αλλά και για τη στήριξή του στους αναρχικούς στο τέλος της ζωής του, με τους οποίους βγήκε στους δρόμους.
Προσωπικά, έχω την εντύπωση ότι η πολιτική σκέψη του Μάνου Χατζιδάκι επεκτείνεται στην ουσία των κοινωνικών ζητημάτων, ενώ βρίσκεται πανταχού παρούσα στο έργο του, έργο που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί στρατευμένο.
Έτσι, ο Μάνος Χατζιδάκις κινούταν πέρα και έξω από το χώρο που ορίζουν τα κόμματα και οι ιδεολογίες, έχοντας ως γνώμονα την αίσθηση ότι ο καλλιτέχνης, ο κάθε καλλιτέχνης με την πραγματική σημασία του όρου, είναι άνθρωπος που μπορεί να προσφέρει στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του λαού, στηρίζοντας και προβάλλοντας οτιδήποτε είναι όμορφο και καυτηριάζοντας ό,τι προσέβαλλε την αισθητική του πορεία.
Μια πορεία που είχε μία και μόνη κατεύθυνση: την Οδό Ονείρων, τον ουρανό και τα άστρα.
Νίκος Σεργκενλίδης
Δικηγόρος