Ιστορικό ντοκουμέντο αποκλειστικά στο «Ε»: Η ιστορία του Εβραίου John Brownstone. Απέδρασε από την Ξάνθη για να γλιτώσει από τα κρεματόρια που αφάνισαν την οικογένειά του
Σήμερα, τα παιδιά του ιχνηλατούν την πορεία θανάτου των προγόνων τους από την Ξάνθη ως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα, αναζητώντας την αίσθηση της παρουσίας τους
Η Ariela Brownstone έχει μαζί της ένα σακουλάκι. Από αυτά που δίνουν στο αεροδρόμιο για τα υγρά είδη. Σκύβει και μαζεύει μερικά χόρτα και ένα μικρό πετραδάκι από το εβραϊκό νεκροταφείο της Ξάνθης. Είναι Εβραία στην καταγωγή και η Ξάνθη είναι η πόλη που έζησε ο πατέρας της, μέχρι να αποδράσει και να γλιτώσει από τους Ναζί. Μαζί με τρία από τα τέσσερα αδέρφια της ήρθαν στην πόλη μας όχι για διακοπές, αλλά για να ακολουθήσουν τα χνάρια των προγόνων τους. Να τους ακολουθήσουν στην πιο μαρτυρική τους στιγμή, όταν το βράδυ της 3ης Μαρτίου 1943 τους σήκωσαν από τα κρεβάτια τους και τους έκλεισαν σε μια καπναποθήκη για να τους μεταφέρουν στη συνέχεια με τρένο στον προορισμό του τελικού αφανισμού τους, το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα της Πολωνίας. 72 χρόνια μετά αναζητούν τη δική τους ιστορία, τις ρίζες και την καταγωγή τους, πληροφορίες και λεπτομέρειες για το ποιοι ήταν και πώς έζησαν και ποιοι τελικά είναι οι ίδιοι, απόγονοι μιας ιστορίας πόνου και φρικαλεότητας, ευγνώμονες ωστόσο γιατί ζουν χάρη σε μία ιστορία απόδρασης και επιβίωσης.
Η απόδραση από την Ξάνθη ως την Αφρική και τις ΗΠΑ
Ο John Brownstone ήταν γιος της Regina Hatem και του Solomon Braounchtain, ο οποίος ασχολούνταν με τον καπνό και τα τραπεζικά. O παππούς του Avram Hatem διατηρούσε κατάστημα ενδυμάτων στην Αλεξανδρούπολη. Ζούσε εκεί από τότε που ιδρύθηκε η πόλη το 1875. Μαζί με την Ne’ ama Levy, είχαν επτά παιδιά. Ο ίδιος πέθανε το 1941 και η γυναίκα του μετακόμισε στην Ξάνθη, όπου είχε συγγενείς. Οι γονείς του John Brownstone, είχαν άλλα δύο παιδιά, την Elsa και τον Alfred. Το 1941, όταν ο ίδιος ήταν 21 ετών, ο πατέρας του, έχοντας την πληροφόρηση ότι οι Ναζί μαζεύουν νέους άνδρες για τα τάγματα εργασίας, τον παρακίνησε να φύγει για να γλιτώσει. Ο ίδιος έφτασε στο βομβαρδισμένο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, έκλεψε μια βάρκα με τον ξάδερφό του Avraamico, που ήταν πολύ δεμένοι και 3 άλλους φίλους για να πάνε στη Σαμοθράκη. Τελικά, ο ξάδερφός του δεν τον ακολούθησε, αδυνατώντας να αφήσει πίσω τη μητέρα και την οικογένειά του. Ο Brownstone έφτασε στη Σαμοθράκη, από εκεί στη Λέσβο, στη Λήμνο και μετά έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ως παράνομος. Εκεί, ζήτησε να καταταγεί στις βρετανικές αεροπορικές δυνάμεις μέσω του Προξενείου της Μεγάλης Βρετανίας και τελικά τα κατάφερε, παίρνοντας βίζα για την Παλαιστίνη. Από εκεί, ως πιλότος πια πήγε στην Αίγυπτο, σε άλλα μέρη και αργότερα στην βρετανική αποικία της Νότιας Rhodesia, όπου απέκτησε και τα τρία του παιδιά. Τη σύζυγό του Dina, την είχε γνωρίσει στην Παλαιστίνη και είχαν μετακομίσει μαζί. Εκεί, ασχολήθηκε με τον καπνό, επάγγελμα γνώριμο μιας και προερχόταν από μια οικογένεια και μία περιοχή με έντονη ενασχόληση με τον καπνό. Στο Capetown της Νότιας Αφρικής, αποφάσισε να σπουδάσει γιατρός και τελικά το κατάφερε στην ηλικία των 50. Μαζί με την οικογένειά του έφυγαν για τις ΗΠΑ και έζησαν ως επί το πλείστο στο Κονέκτικατ. Ο ίδιος έγινε ψυχίατρος για περίπου 15 χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στην εκπαίδευση για να εξειδικευτεί και στην αναισθησιολογία την οποία άσκησε για περίπου μία δεκαετία από τα 60 του και μετά. Πέθανε το 2013 σε ηλικία 93 ετών, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του.
Χάθηκε όλη του η οικογένεια τη νύχτα της εξόντωσης
Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειά του ωστόσο, δεν κατάφεραν να γλιτώσουν από την κοινή άδικη μοίρα των Εβραίων και τον αφανισμό από τις φασιστικές δυνάμεις. Ο μητέρα, ο πατέρας, η γιαγιά, ο αδερφός και η αδερφή του ήταν ανάμεσα σε αυτούς που συγκέντρωσαν στην καπναποθήκη και τους οδήγησαν στον αφανισμό. Η γιαγιά, Regina Hatem δεν έφτασε καν μέχρι εκεί, αφού πέθανε από τις κακουχίες στο τρένο, στην πόλη Λομ της Βουλγαρίας. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στα κρεματόρια αμέσως μόλις έφτασαν στην Τρεμπλίνκα, στις 23 Μαρτίου του 1943.
Η πληγή που ποτέ δεν επουλώθηκε και η ζωή που έζησε για όλους
Ο John Brownstone έμαθε τα νέα όταν ήταν στην Αίγυπτο. Τότε, εκείνη τη στιγμή, διαπίστωσε ότι δεν έχει πια οικογένεια, δεν έχει πατρίδα, δεν είχε μια προσμονή για επανασύνδεση, κάποιον για να παλέψει, για να στηριχτεί. Ήταν μόνος. Και επέλεξε να κρατήσει τον πόνο μέσα του και να ζήσει έντονα και ευτυχισμένα, κάνοντας οικογένεια, αλλά και αναζητώντας συνεχώς νέους δρόμους εργασίας, επιστήμης και προσφοράς, σα να προσπαθούσε να ζήσει όλες τις ζωές για όλους τους αγαπημένους του ανθρώπους που χάθηκαν μέσα στο βάσανο και το μαρτύριο. Κι ίσως σκεφτόταν ότι τη στιγμή του θανάτου τους η μόνη αίσθηση ανακούφισης θα ήταν ότι ο ίδιος τα κατάφερε…
Το 1999 ήρθε με τη σύζυγό και τα παιδιά του στην Ξάνθη. Περιηγήθηκαν στους δρόμους της, άκουσαν διηγήσεις του πατέρα για τη ζωή στην περιοχή, αλλά ούτε και εκείνη τη στιγμή, ούτε και ποτέ άλλοτε ο πατέρας του εξέφρασε την τρομακτική θλίψη και τον πόνο για τον αφανισμό των δικών του ανθρώπων. Όμως το τραύμα ήταν πάντα εκεί. Στα παιδιά του δεν επέτρεψε ποτέ να έχουν σκύλο για να μην αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν την απώλεια όταν πεθάνει.
Ήταν πάντα, φίλος της Ελλάδας και των Ελλήνων και χαιρόταν ιδιαίτερα κάθε φορά που γνώριζε κάποιον που μιλούσε ελληνικά. Το σπίτι τους δεν κατάφεραν να το βρουν, καθώς η διεύθυνση είναι στα βουλγαρικά, αλλά τα παιδιά του συνεχίζουν τις έρευνες για να το εντοπίσουν.
Η διαδρομή του θανάτου για τη λύτρωση της μνήμης
Στις 31 Μαΐου 2015, η Ariela, η Rina, η Deborah και ο Michael, έχοντας κάνει βαθιά και εξαντλητική έρευνα μέσα από εθνικά αρχεία και μαρτυρίες για τις ρίζες και την τύχη των προγόνων τους, ξεκίνησαν ένα ταξίδι στα χνάρια της μαρτυρικής πορείας των συγγενών που ποτέ δε γνώρισαν και που χάθηκαν μέσα στη φασιστική φρικαλεότητα. Έφτασαν από το Τελ Αβίβ στην Αθήνα, όπου επισκέφθηκαν το εβραϊκό μουσείο και από εκεί στην Αλεξανδρούπολη, όπου άγγιξαν με γυμνά πόδια την άμμο από την ακτή που διέφυγε ο πατέρας τους προς τη Σαμοθράκη, ενώ βρήκαν και την πινακίδα από το κατάστημα ενδυμάτων του προπάππου τους στην Αλεξανδρούπολη και στη συνέχεια με τρένο έφτασαν στην Ξάνθη. Περπάτησαν, με τη συνοδεία και καθοδήγηση του καθηγητή- μέλους του ΠΑΚΕΘΡΑ Βασίλη Αϊβαλιώτη, γύρω από την σκοτεινή και εγκαταλελειμμένη καπναποθήκη με τη σκοτεινή και θλιβερή ιστορία για την τοπική εβραϊκή κοινότητα των 538 ψυχών που εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα βράδυ και επισκέφθηκαν το εβραϊκό νεκροταφείο, όπου δεν υπάρχει η τελευταία κατοικία κανενός εκ των προγόνων τους, αλλά «κοιμούνται» φίλοι, συμπατριώτες, άνθρωποι που αντάλλασαν χαιρετισμούς και φιλικές κουβέντες με τα δικά τους αγαπημένα πρόσωπα. Το ταξίδι τους συνεχίστηκε στη Δράμα, τις Σέρρες και από εκεί μέσω Θεσσαλονίκης, πάντα με το τρένο στη Ντουμπνίτσα, τη Λομ και το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα.
Απελευθερώθηκε από ενοχικές μνήμες στο «άγγιγμα» του θανάτου
Για τα παιδιά του John Brownstone η επίσκεψη στην Ελλάδα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει το ταξίδι της αναζήτησης, όχι μόνο μέσα από πληροφορίες, αλλά μέσα από βιώματα, μνήμες και συναισθήματα που ένιωθαν ότι θα τους έφερναν πιο κοντά στις ψυχές των προγόνων τους. Στα 87 του χρόνια, όταν ο πατέρας ζούσε στη Νότια Αφρική και η κόρη του Ariela στις ΗΠΑ ξεκίνησαν συνομιλίες μέσω skype, με σκοπό την καταγραφή της ιστορίας του, όμως ακόμη και τότε ο πατέρας δεν εκδήλωνε συναισθήματα. Διηγούνταν αλλά πάντοτε με τη σοβαρότητα και την ψυχραιμία που τον διακατείχε σε όλη του τη ζωή, όπως τη γνώρισαν και την έζησαν μαζί του τα παιδιά του, χωρίς εξάρσεις και χωρίς θυμό.
Δύο ημέρες πριν πεθάνει και ενώ και ο ίδιος είχε καταλάβει ότι ο χρόνος του έφτανε στο τέλος, ενώ βρισκόταν στο δωμάτιο του με την Ariela, ξεκίνησε να της αφηγείται με έναν άλλο πρωτόγνωρο τρόπο. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του, έκλαιγε και φώναζε και το ουρλιαχτό έγινε ξέσπασμα και το ξέσπασμα ντελίριο ενός πόνου ακράδαντου και ενός αβάσταχτου αισθήματος ενοχής, γιατί εκείνος κατάφερε να επιζήσει, γιατί ξέφυγε, γιατί απέδρασε, γιατί δεν ακολούθησε τη μοίρα της οικογένειάς του, γιατί δεν ήταν εκεί στο μαρτύριο. Η σιγουριά του θανάτου απελευθέρωσε όσα κρατούσε για χρόνια μέσα του και συνάμα τον λύτρωσε. Αυτό για τα παιδιά του ήταν το ερέθισμα για να επιστρέψουν στις ρίζες, για να έρθουν πιο κοντά σε ό,τι πρόλαβαν να ζήσουν και να καταγράψουν την ιστορία μιας επιβίωσης μέσα στην καταστροφή.
Κι ένα βιβλίο ντοκουμέντο, μνημόσυνο και… κάλεσμα ψυχής
Η Ariela στο blog της (asoulscalling1943.com), όπου αφηγείται τη διαδρομή τους γράφει: «και θα γράφει μέχρι κάθε συναίσθηση και κάθε αίσθηση είναι καταγεγραμμένη. Κι αν είναι κάπου εκεί γύρω, θα ξέρουν ότι εμείς, που ποτέ δε μας γνώρισαν, ποτέ δε μας αγάπησαν, ποτέ δε μας αγκάλιασαν, αλλά ίσως μας φαντάστηκαν, είμαστε μαζί τους, ότι δεν έχουν ξεχαστεί και οι πολύτιμες ζωές τους έχουν καταγραφεί από τους απογόνους τους. Το βιβλίο θα λέγεται «Το κάλεσμα μιας ψυχής», ένα βιβλίο για έναν επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος και η επόμενη γενιά.