
Η γνωστή καλλιτέχνις μιλά στο «Ε» ενόψει της εμφάνισής της στη Δράμα την Παρασκευή 17.10, ξεδιπλώνει τις σκέψεις της για τη μουσική, τη σύνδεση με το κοινό στις συναυλίες, τη σχέση των καλλιτεχνών με τα social media και τονίζει ότι αν δεν είχε ασχοληθεί με τη μουσική, θα επέλεγε κάτι με επίκεντρο τον άνθρωπο
Χρύσα Κιατίπη
chkiatipi@empros.gr
Σε ένα σπίτι με πολλά μουσικά ερεθίσματα μεγάλωσε η γνωστή καλλιτέχνις Σαββέρια Μαργιολά, με τους ήχους από το βιολί του παππού της και το μπουζούκι του πατέρα της, με το γλυκό τραγούδι της γιαγιάς της. «Ήταν αδύνατο να μείνω ανεπηρέαστη», όπως εξηγεί η ίδια στο «Ε».
Προσδιορίζοντας τη μουσική της ταυτότητα παραδέχεται πως ισορροπεί ανάμεσα στο λαϊκό, το έντεχνο και τις πιο λυρικές μπαλάντες. Η μαγεία για εκείνη είναι όταν η μουσική ενώνει ψυχές, «είναι απίστευτα όμορφο να αισθάνεσαι πως μέσα από αυτό που κάνεις έχεις βοηθήσει κάποιον να ανακουφιστεί και να εκφραστεί», όπως χαρακτηριστικά τονίζει. Γι’ αυτό άλλωστε το προσωπικό της στοίχημα είναι η σύνδεση με το κοινό. Αναφορικά με τη δισκογραφική της πορεία εξηγεί πως μέχρι σήμερα κινήθηκε με το ένστικτο, με ένα πιο εσωτερικό κριτήριο επιλέγοντας τραγούδια που την συγκινούν στο πρώτο άκουσμα.
Την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου έχουμε την ευκαιρία να την ακολουθήσουμε στην Δράμα σε ένα μουσικό ταξίδι ξεκινώντας από το «Σε ποια θάλασσα αρμενίζεις», που παραμένει «ψηλά» στις προτιμήσεις των ακροατών… και συνεχίζοντας με τα τραγούδια που ερμήνευσαν ο Νίκος Παπάζογλου, ο Δημήτρης Μητροπάνος, η Χαρούλα Αλεξίου και η Βίκυ Μοσχολιού, χωρίς βέβαια να λείπουν Παπακωνσταντίνου, Μάλαμας, Περίδης, καθώς και αγαπημένα τραγούδια από τους ρεμπέτικους δρόμους και τις παραδοσιακές διαδρομές.
«Ε»: Ας ξεκινήσουμε από εσάς… Πώς μπήκε το τραγούδι στην ζωή σας; Θεωρείτε πως κατά κάποιον τρόπο υπήρχε πάντα σε αυτή και συνεχίσατε τη μουσική παράδοση της οικογένειας Μαργιολά δίνοντας τη δική σας σφραγίδα;
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι γεμάτο μουσική, με τους ήχους από το βιολί του παππού μου και το μπουζούκι του πατέρα μου, με το γλυκό τραγούδι της γιαγιάς Σοφίας… νομίζω πως ήταν αδύνατον να μείνω ανεπηρέαστη. Όλο αυτό το περιβάλλον με έκανε να αγαπήσω τη μουσική από νωρίς και να γνωρίσω τη μαγεία της σε βάθος, ώσπου έγινε δική μου ανάγκη για έκφραση και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι.
«Ε»: Δισκογραφικά ανήκετε στην οικογένεια του έντεχνου, αν και τα βιώματά σας είναι καθαρά λαϊκά. Τι σας κερδίζει στο πρώτο είδος; Επίσης, έχετε κατά νου να στραφείτε και σε κάποιο άλλο είδος;
Στο σπίτι ακούγαμε τα πάντα, από λαϊκά μέχρι τζαζ δίσκους και κλασσική μουσική, οπότε ήμουν υποψιασμένη από νωρίς και με άλλα είδη μουσικής πέρα απ’ το λαϊκό. Δισκογραφικά, μέχρι σήμερα, κινήθηκα με το ένστικτο, με ένα πιο εσωτερικό κριτήριο, επιλέγοντας τραγούδια που με συγκινούν στο πρώτο άκουσμα. Το έντεχνο έχει απλότητα και μυστήριο μαζί με τον στίχο να δίνει την αμεσότητα μέσα από έναν πιο ποιητικό λόγο. Όλο αυτό με γοητεύει πολύ. Παρόλα αυτά, σε όλα μου τα άλμπουμ υπάρχουν και τα πιο λαϊκά τραγούδια και ήδη μου έχει δοθεί η ευκαιρία να πειραματιστώ και σε διαφορετικά μουσικά ύφη, μέσα από συμμετοχές που έχω κάνει σε άλμπουμ φίλων καλλιτεχνών. Θέλω να πιστεύω πως μετά από τέσσερις προσωπικές δισκογραφικές δουλειές έχω καταφέρει να αποτυπώσω τη μουσική μου ταυτότητα, που ισορροπεί ανάμεσα στο λαϊκό, το έντεχνο και τις πιο λυρικές μπαλάντες.
«Η μουσική είναι μια βαθιά ανθρώπινη υπόθεση, που αφορά συναισθήματα και βιώματα κοινωνικά και προσωπικά»
«Ε»: Θεωρείτε πως η εξέλιξη της τεχνολογίας και η πρόσβαση σε youtube, facebook, Instagram, tik tok κτλ βοηθά στην προώθηση της δουλειάς των καλλιτεχνών ή την αποπροσανατολίζει/ «επιβαρύνει»;
Η τεχνολογία έχει φανεί χρήσιμη, άλλα το καθετί στην υπερβολή έχει και τα αρνητικά του. Αδιαμφισβήτητα, από τη μία, είναι πολύ σημαντικό το βήμα που έχουν οι καλλιτέχνες μέσω των social, να κοινοποιήσουν και να προωθήσουν τη δουλειά τους, γιατί η πρόσβαση σε άλλα μέσα δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση και συνήθως συνοδεύεται και από οικονομικό κόστος. Από την άλλη, όμως ο καταιγισμός πληροφοριών και ο τρόπος χρήσης με τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί, μας βάζει σε έναν συνεχή αγώνα δημοσιεύσεων. Αυτό νομίζω ότι πολλές φορές γίνεται πολύ τοξικό και αγχωτικό και σίγουρα μας απομακρύνει από την ουσία και το ζητούμενο. Μου φαίνεται λυπηρό που είμαστε τόσο χωμένοι σε μια οθόνη και οτιδήποτε πια το επικοινωνούμε με αυτόν τον τρόπο και προσωπικά με δυσκολεύει αρκετά.
«Ε»: Οι σπουδές σας στην Κοινωνιολογία θεωρείτε πως σας βοήθησαν να καλλιεργηθείτε και να εξελιχθείτε και μουσικά; Και αν δεν ήσασταν μουσικός ποιο επάγγελμα θα επιλέγατε;
Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κλάδοι που δεν επηρεάζουν άμεσα ο ένας τον άλλον. Οι σπουδές ήταν μια συνειδητή επιλογή που με ωφέλησε γενικότερα στην προσωπική μου εξέλιξη. Μέσα απ’ αυτές, σε θεωρητικό επίπεδο απέκτησα μια πιο σφαιρική εικόνα για το πώς λειτουργούμε, τι μας κινητοποιεί και πώς επηρεαζόμαστε από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε. Η μουσική είναι μια βαθιά ανθρώπινη υπόθεση, που αφορά συναισθήματα και βιώματα κοινωνικά και προσωπικά. Οπότε κάπου υπάρχει μια έμμεση σύνδεση που λειτούργησε ευεργετικά και στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη.
Νομίζω πως αν δεν είχα ασχοληθεί με τη μουσική, θα επέλεγα κάτι με επίκεντρο τον άνθρωπο.
«Ε»: Υπάρχουν τραγούδια σας που «κερδίζουν» από το πρώτο λεπτό τους ακροατές με χαρακτηριστικό το «Σε ποια θάλασσα αρμενίζεις». Σε τι αποδίδετε εσείς την επιτυχία αυτή; Ο ακροατής μπορεί να ταυτιστεί με όσα έχει να πει το τραγούδι;
Είναι οι «φωτεινές» στιγμές που η μουσική «δένεται» τόσο αρμονικά με το στίχο και αυτό που δημιουργείται είναι τόσο ολοκληρωμένο, που δεν γίνεται να μη συγκινήσει τον ακροατή. Αυτό πιστεύω πώς συνέβη με το «Σε ποια θάλασσα αρμενίζεις». Οι ακροατές ταυτίστηκαν με το τραγούδι, ο καθένας για τους δικούς του προσωπικούς λόγους, που άλλοτε είχαν να κάνουν με τον έρωτα, άλλοτε με την απώλεια. Όλα αυτά τα χρόνια έχω λάβει πάρα πολλά μηνύματα από ανθρώπους που μου περιγράφουν τους λόγους για τους οποίους «δέθηκαν» τόσο με το συγκεκριμένο κομμάτι και οφείλω να ομολογήσω πώς είναι απίστευτα όμορφο να αισθάνεσαι πως μέσα από αυτό που κάνεις έχεις βοηθήσει κάποιον να ανακουφιστεί και να εκφραστεί. Αυτή είναι η μαγεία της μουσικής, ενώνει τις ψυχές μας.
«Ε»: Η στροφή των νέων σε άλλα είδη μουσικής, ραπ και τραπ, υποστηρίζετε πως δρα σε βάρος του εντέχνου; Με λίγα λόγια, η νέα γενιά ακροατών «επανέρχεται» στο έντεχνο ή έχει απομακρυνθεί;
Δεν το πιστεύω. Κάθε μουσικό είδος έχει το κοινό του και κάθε εποχή τη δικής της μουσική έκφραση. Το τι θα προσελκύσει τον καθένα έχει να κάνει με τις επιρροές του, την κουλτούρα, τα βιώματα, την αισθητική του και βέβαια με την παιδεία.
Θεωρώ πως το έντεχνο είναι ένα διαχρονικό είδος που θα έχει πάντα πιστούς και πολλούς οπαδούς.
«Ε»: Την Παρασκευή 17.10 ταξιδεύετε στη Δράμα και στο πλαίσιο του 9ου Περιφερειακού Φεστιβάλ Via Egnatia στο Πάρκο Γλυπτών Διοικητηρίου Δράμας. Πείτε μας δύο λόγια για το μουσικό πρόγραμμα που θα παρακολουθήσουμε και με τι συναίσθημα θέλετε να φύγει ο κόσμος από τη συναυλία σας;
Σε κάθε παράσταση το προσωπικό στοίχημα είναι η σύνδεση με το κοινό. Να βρούμε μέσα από τα τραγούδια τον τρόπο να «γνωριστούμε», να επικοινωνήσουμε, να εκφραστούμε και να φύγουμε πιο ξαλαφρωμένοι και αγαπημένοι. Έτσι, την Παρασκευή στην Δράμα θα βάλουμε τα δυνατά μας μέσα από ένα πρόγραμμα με τραγούδια προσωπικής δισκογραφίας που έχουμε όλοι αγαπήσει και σιγοτραγουδήσει, αλλά και κάποια άλλα από την παράδοση, που μας δονούν και μας φέρνουν στις ρίζες μας.