Αρχική ΓΝΩΜΕΣ Ακρίβεια, Μισθοί και Κοινωνική Ανισότητα: Η Μεγάλη Πρόκληση του 2025

Ακρίβεια, Μισθοί και Κοινωνική Ανισότητα: Η Μεγάλη Πρόκληση του 2025

0

Η στέγη στην Ελλάδα σε κρίσιμο σταυροδρόμι

Του Στάθη Γιαννακίδη*

Η στέγαση – ένα από τα πιο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα – τείνει να εξελιχθεί σε προνόμιο για λίγους. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το 2024, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δαπανά το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγη. Στο ποσοστό αυτό περιλαμβάνονται το ενοίκιο ή η δόση του στεγαστικού δανείου, καθώς και οι βασικές δαπάνες διαβίωσης: ρεύμα, νερό, θέρμανση, φυσικό αέριο, φόροι και τέλη. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο ασφυκτική για τα φτωχότερα νοικοκυριά, όπου σχεδόν τα δύο τρίτα του εισοδήματος απορροφώνται από τη στέγαση.

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς μια ψυχρή στατιστική· αποτελεί κοινωνική αδικία που οδηγεί χιλιάδες οικογένειες σε μόνιμη ανασφάλεια. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η στέγη προστατεύεται θεσμικά και υποστηρίζεται με ενεργές πολιτικές, όπως ρύθμιση ενοικίων, κίνητρα για κοινωνική κατοικία και φορολογικές ελαφρύνσεις. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η απουσία ολοκληρωμένης στεγαστικής πολιτικής, η ανεξέλεγκτη αύξηση των ενοικίων και η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης (τύπου Airbnb) έχουν εντείνει την κρίση.

 

Ακρίβεια και πληθωρισμός που ροκανίζουν τα εισοδήματα

Η επανεμφάνιση του πληθωρισμού από τα τέλη του 2021 έχει επιβαρύνει σοβαρά τα νοικοκυριά. Παρότι η Ευρώπη εμφάνισε από το 2024 τάσεις αποκλιμάκωσης, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει έντονες πιέσεις. Το 2025 η τιμή του ρεύματος αυξήθηκε κατά 18,9%, ποσοστό εννέα φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Τα ενοίκια συνεχίζουν να ανεβαίνουν με διψήφιους ρυθμούς, πολύ ταχύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και η προσωρινή αποκλιμάκωση των τιμών των τροφίμων στα τέλη του 2024 δεν κράτησε, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις να επιστρέψουν και να επιβαρύνουν εκ νέου τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Σε μια περίοδο όπου η ακρίβεια συρρικνώνει το διαθέσιμο εισόδημα και ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει σχεδόν διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ε.Ε., η μη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών οδηγιών – που προβλέπουν μηδενικούς συντελεστές ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, φορολογικές ελαφρύνσεις, απλούστερες διαδικασίες για μικρές επιχειρήσεις και μειωμένους συντελεστές έως 30% στα νησιά – φαντάζει αδικαιολόγητη. Οι διεθνείς συγκυρίες δεν αρκούν για να εξηγήσουν το πρόβλημα: οι τιμές στην Ελλάδα αυξάνονται ταχύτερα και παραμένουν υψηλές για μεγαλύτερο διάστημα, γεγονός που καταδεικνύει εγχώριες ευθύνες – από την έλλειψη ελέγχων έως την κυβερνητική αδράνεια.

 

Ανεργία και μισθοί: Το διπλό πρόσωπο της οικονομίας

Παρά τη μείωση της ανεργίας στο 10,1% το 2024, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., πίσω μόνο από την Ισπανία. Η μακροχρόνια ανεργία παραμένει στο 5,4%, ποσοστό υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η ανεργία των νέων είναι επίσης από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ξεπερνώντας σημαντικά τον μέσο όρο.

Στο μέτωπο των μισθών, η εικόνα είναι ακόμη πιο ανησυχητική. Παρά την αύξηση 6,6% από το 2019, η Ελλάδα παραμένει στην τρίτη χαμηλότερη θέση της Ε.Ε., με τον μέσο μισθό να αντιστοιχεί μόλις στο 45% του ευρωπαϊκού. Ο ρυθμός αύξησης είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό (15,5%), ενώ χώρες όπως η Ρουμανία, η Πολωνία και η Κροατία έχουν πλέον ξεπεράσει την Ελλάδα σε επίπεδο αμοιβών. Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες στην Ευρώπη, ενώ η συζήτηση για την καθιέρωση 13ώρου εργασίας εμφανίζεται από την κυβέρνηση ως «επιλογή» των εργαζομένων – μια έμμεση παραδοχή ότι το εισόδημα από ένα 8ωρο δεν επαρκεί.

 

Ποιοι κερδίζουν από την οικονομική πολιτική

Η Ελλάδα εφαρμόζει τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή για μερίσματα στην Ευρώπη – μόλις 5%, όταν στη Γερμανία είναι 26,38%, στην Πορτογαλία 28% και στην Αγγλία έως 39,35%. Έτσι, οι μεγαλομέτοχοι των μεγάλων επιχειρήσεων μοιράζονται εισοδήματα από μερίσματα ύψους 3,8 δισ. ευρώ, πληρώνοντας μόλις 190 εκατ. ευρώ φόρο. Αν ο φορολογικός συντελεστής αυξανόταν στο 21% (ευρωπαϊκός μέσος όρος), τα δημόσια έσοδα θα αυξάνονταν κατά 1,1 δισ. ευρώ. Εάν, μάλιστα, τα εισοδήματα των 1.500 πλουσιότερων φορολογούνταν όπως οι μισθοί, το κράτος θα εισέπραττε περίπου 1,6 δισ. ευρώ – ποσό σχεδόν δεκαπλάσιο από το σημερινό.

 

Μια εναλλακτική προοπτική

Η Αριστερά οφείλει να παρουσιάσει μια συνεκτική, στρατηγική και ανταγωνιστική πρόταση απέναντι στις πολιτικές της Δεξιάς. Ο στόχος πρέπει να είναι η προγραμματική συνεννόηση και η συσπείρωση δυνάμεων, όχι οι προσωπικές συμφωνίες κορυφής. Απαιτείται σαφές πολιτικό πρόγραμμα που να συγκρούεται με το σημερινό κυβερνητικό μοντέλο. Από τη ριζοσπαστική Αριστερά έως την αριστερή σοσιαλδημοκρατία και την πολιτική οικολογία, χρειάζεται ενιαία στάση και κοινή δράση – χωρίς υπεκφυγές. Μόνο έτσι μπορεί να διαμορφωθεί ένας ισχυρός προοδευτικός πόλος απέναντι στις συντηρητικές πολιτικές.

 

*Ο Στάθης Γιαννακίδης είναι πρ. Υφ. Οικονομίας κ Ανάπτυξης, υπεύθυνος Παρ. ΑΜΘ Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Στάθης Γιαννακίδης
Περισσότερα άρθρα από ΓΝΩΜΕΣ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Ιδεολογία ή εντιμότητα;

Του Θανάση Μουσόπουλου   Ζούμε σε μια κρίσιμη, μεταβατική εποχή, από πολλές απόψεις. …