
Κίνδυνος για την αξιοπιστία του νομικού επαγγέλματος και υπερπληθώρα δικηγόρων με τη λειτουργία τριών επιπλέον νομικών σχολών -Ψήφισμα από τη Νομική του ΔΠΘ-Ο Κ. Αντωνόπουλος υπογραμμίζει τον άνισο ανταγωνισμό για τη Σχολή του ακριτικού μας πανεπιστημίου, βάσει γεωγραφικής θέσης που μεταφράζεται σε οικονομικό μειονέκτημα
Νομική Σχολή θα διαθέτουν από τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά 2025-2026, τα τρία από τα τέσσερα μη κρατικά πανεπιστήμια που αδειοδοτήθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας. Πρόκειται για το πανεπιστήμιο του York, στη Θεσσαλονίκη και τα πανεπιστήμια Keele και Λευκωσίας, στην Αθήνα.
Η εξέλιξη έχει συγκεντρώσει έντονο προβληματισμό ως προς τον τρόπο που (και αν) διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και κυρίως από το γεγονός ότι θα προκύψει υπερπληθώρα νομικών και δικηγόρων.
Την αντίθεσή της με ξεκάθαρο τρόπο εκφράζει η Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αποτυπώνοντας ότι ορατό τον κίνδυνο της υποβάθμισης των νομικών σπουδών στη χώρα. Θίγεται δε, περισσότερο αφού είναι η μοναδική νομική σχολή σε πόλη της Περιφέρειας και άρα μοιραία θα πληγεί ως τελευταία επιλογή.
Υπενθυμίζεται άλλωστε, ότι η Νομική Σχολή του ΔΠΘ είχε αντιταχθεί έντονα και το 2018, στο σχεδιασμό της τότε κυβέρνησης για ίδρυση Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, με βασικό επιχείρημα τον υπερπληθωρισμό δικηγόρων και νομικών, αλλά και ως μειονεκτούσα βάσει γεωγραφικής θέσης, αφού, με γεωγραφικά κριτήρια, η Πάτρα πολύ πιθανό να αποτελούσε τη δεύτερη επιλογή μετά την Αθήνα.
Ο κίνδυνος να καταστεί τελευταία επιλογή, λόγω γεωγραφικής θέσης και να μην καλύψει το σύνολο των θέσεων εισακτέων, είναι ορατός και σήμερα με τη λειτουργία τριών επιπλέον νομικών σχολών στα δύο αστικά κέντρα. Οι σχολές των μη κρατικών πανεπιστημίων δεν έχουν δημοσιοποιήσει των αριθμό των θέσεων εισακτέων ωστόσο αυτές εκτιμάται ότι θα είναι περίπου 120-150 ανά σχολή. Και αυτές οι θέσεις φοίτησης θα είναι διαθέσιμες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη που αν μη τι άλλο πρωτίστως δημιουργεί ένα οικονομικό κίνητρο σε όσους μένουν στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό εξηγεί στο «Ε» ο Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, σημειώνοντας ότι η δημοφιλία των νομικών σπουδών, σε συνδυασμό με τη «σφραγίδα» ποιότητας, αξιοπιστίας και εμπειρίας της νομικής σχολής του ΔΠΘ θα αποτρέψουν τον παραγκωνισμό, αλλά αναμφίβολα δημιουργούν έναν ανταγωνισμό με άνισα κριτήρια, κυρίως οικονομικής φύσης.
«Η οικονομική διάσταση είναι εναντίον μας», σημειώνει ο κ. Αντωνόπουλος, αναφερόμενος στην εν τοις πράγμασι ακριτική γεωγραφική θέση, όσο και στο γεγονός ότι αφού η εισαγωγή στα μη κρατικά πανεπιστήμια δεν προκύπτει μέσα από πανελλαδικές, μπορεί να οδηγεί και σε εξοικονόμηση εξόδων από το κόστος των φροντιστηρίων κατά το στάδιο της προετοιμασίας του Λυκείου.

Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος
Κοσμήτορας Νομικής ΔΠΘ
Ο κ. Αντωνόπουλος αναφέρεται επίσης και στη διάσταση της ποιότητας του προγράμματος σπουδών. Μέχρι στιγμής, δύο εκ των τριών σχολών (York και Λευκωσίας) έχουν δημοσιοποιήσει πρόγραμμα και οι πρώτες ενδείξεις κατατείνουν σε μία πιο επιφανειακή προσέγγιση της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. «Με τα 51 χρόνια λειτουργίας και εμπειρίας της σχολής μας, έχουμε καταρτίσει πρόγραμμα σπουδών με μαθήματα στοχευμένα, με διεξοδική τεκμηρίωση, με εμπεριστατωμένη μεθοδολογία. Στα μη κρατικά πανεπιστήμια το πρόγραμμα σπουδών και η προσέγγιση θυμίζει πιο πολύ δεξιότητα, παρά σπουδές που θα εξασφαλίζουν μία ευρύτερη καλλιέργεια στην επιστήμη», σημείωσε ο κ. Αντωνόπουλος, επισημαίνοντας ότι στον αντίποδα «η πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχει μία οικουμενικότητα, ενώ η αίσθηση που δίνεται από τα προγράμματα σπουδών των μη κρατικών πανεπιστημίου είναι μία εκδήλωση επαγγελματικού προσανατολισμού υψηλού επιπέδου.
Ο κοσμήτορας της σχολής πάντως, καταληκτικά υπογράμμισε μια αισιόδοξη και δυναμική πλευρά του … «προσδόκιμου ζωής» της ιστορικής σχολής του ΔΠΘ τονίζοντας ότι «η σχολή και το εκπαιδευτικό της δυναμικού έχουν επιτύχει πολύ υψηλή κατάρτιση των αποφοίτων στην επιστήμη του δικαίου και άρα αν δοθεί η κατάλληλη έμφαση σε αυτή τη διάσταση, είναι το μεγάλο μας πλεονέκτημα».
Το ψήφισμα της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ
Το ψήφισμα της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ) εγκρίθηκε ομόφωνα σε έκτακτη Γενική Συνέλευση την 5-9-2025, και σε αυτό τονίζεται:
- Η Νομική Σχολή ΔΠΘ εκφράζει την πλήρη αντίθεσή της στην υποβάθμιση των νομικών σπουδών μέσω εγκρίσεως προγραμμάτων σπουδών που χαρακτηρίζονται από προχειρότητα, ελλείψεις και άγνοια θεμελιωδών συνιστωσών της ελληνικής νομικής επιστήμης. Εάν τα δημοσιεύματα αποδειχθούν αληθή, θα πρόκειται όχι απλά για διολίσθηση αλλά για κραυγαλέα υστέρηση του επιπέδου παρεχόμενων νομικών σπουδών από τις υπό ίδρυση «ιδιωτικές» νομικές σχολές σε σχέση με το επίπεδο που διασφαλίζει η φοίτηση στις τρεις δημόσιες ανώτατες νομικές σχολές της χώρας. Μια τέτοια ποιοτική ασυμμετρία δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως συνθήκη ανταγωνισμού υπέρ των νομικών σχολών των δημοσίων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, καθώς απαξιώνει εν γένει τις νομικές σπουδές και μοιραία πλήττει την αξιοπιστία του νομικού επαγγέλματος.
- Στον αντίποδα, η Νομική Σχολή του ΔΠΘ, όπως και οι Νομικές Σχολές του ΕΚΠΑ και του ΑΠΘ, διαθέτουν προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, τα οποία αυτονόητα χαρακτηρίζονται από επιστημονική πληρότητα, σύνδεση θεωρίας και πράξης και προσαρμογή στις σύγχρονες προκλήσεις. Τα προγράμματα αυτά υποστηρίζονται ακαδημαϊκά από αναγνωρισμένα μέλη ΔΕΠ με έντονη εγχώρια και διεθνή παρουσία, έχουν υποστεί επιτυχώς τις αυστηρότερες διαδικασίες πιστοποίησης και αξιολογούνται καθημερινά από χιλιάδες φοιτητές, η γνώμη των οποίων αποτελεί και την καλύτερη διαφήμιση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.
- Στο δυσοίωνο, τουλάχιστον έτσι όπως τείνει να διαμορφωθεί, ακαδημαϊκό περιβάλλον, το οποίο επιβαρύνει η συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση του δημόσιου πανεπιστημίου, η Νομική Σχολή του ΔΠΘ θα συνεχίσει να παρέχει δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση υψηλής ποιότητας και διεθνούς αναγνωρισιμότητας. Ως ένας εκ των τριών πυλώνων παροχής δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στη νομική επιστήμη κι έχοντας ήδη συμπληρώσει τα 51 έτη λειτουργίας της, θα συνεχίσει, ως άλλωστε οφείλει, να παρέχει άρτιο επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης των φοιτητών της και να χαράσσει την εξωστρεφή πορεία της, εμπλουτίζοντας κι εκσυγχρονίζοντας τα ακαδημαϊκά συγκριτικά της πλεονεκτήματα.