
Της Μπουρτζού Γιαμανσαβαστσιλάρ
Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Όπως και ο πατέρας μου. Και ο πατέρας του πατέρα μου… Για τρεις γενιές, η γη, το νερό και ο αέρας αυτής της πόλης έχουν αναμειχθεί με τη δική μας ύπαρξη. Γεννήθηκα τον Σεπτέμβριο, αλλά αυτός ο μήνας μου αφήνει πάντα μια πικρή γεύση. Γιατί ένα από τα πιο βαθιά συναισθήματα που κουβαλάω στην καρδιά μου για την Κωνσταντινούπολη δεν είναι η χαρά, αλλά η βαθιά θλίψη. Η 6η και 7η Σεπτεμβρίου 1955, είναι από τις πιο ντροπιαστικές ημέρες στην ιστορία αυτής της γης. Τότε, ο πατέρας μου δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Θα ερχόταν στον κόσμο έναν χρόνο αργότερα, το 1956. Αλλά η σκιά εκείνων των νυχτών έπεσε πάνω στο πεπρωμένο του, πριν καν γεννηθεί.
Η δική μου ιστορία είναι μια ιστορία αγάπης που ξεκίνησε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Ο παππούς μου, ο Ετχέμ, ζούσε στο Εγιούπ ( Κοσμίδιο ) όταν μια μέρα, μέσα σε ένα λεωφορείο, είδε τη γιαγιά μου. Μια πανέμορφη Ρωμιά, η Κρυσταλλένια. Την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της, στο Μπαλάτ. Από εκείνη την ημέρα και μετά, ο παππούς μου έπαιρνε το ίδιο λεωφορείο, την ίδια ώρα, μόνο και μόνο για να δει την Κρυσταλλένιά του. Ο νέος ήταν ωραίος, το κορίτσι εκθαμβωτικό… Βρήκαν έναν τρόπο να γνωριστούν και ερωτεύτηκαν. Όμως, ένας αόρατος τοίχος στεκόταν ανάμεσά τους: ο ένας Τούρκος και Μουσουλμάνος, η άλλη Ρωμιά και Χριστιανή.
Ο πατέρας της γιαγιάς μου, ο προπάππους Χρίστος, δεν επέτρεπε με τίποτα αυτόν τον γάμο. Όμως, η αγάπη αψήφησε όλα τα εμπόδια. Ο παππούς μου δεν τα παράτησε. Η γιαγιά μου έγινε Μουσουλμάνα και πήρε το όνομα Μουζγκάν ( Müjgan ). Δεν ξέρω αν διάλεξε η ίδια αυτό το όνομα ή αν ο παππούς το έδωσε επειδή θαύμαζε τις μακριές της βλεφαρίδες. Το 1945, το έσκασαν και παντρεύτηκαν. Έναν χρόνο αργότερα, γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί. Με τον καιρό, ο προπάππους Χρίστος και η προγιαγιά Σοφία δέχτηκαν τον γάμο για χάρη των εγγονών τους. Ακολούθησαν δύο ακόμη παιδιά. Το τελευταίο μέλος της οικογένειας, ο πατέρας μου, ήρθε στον κόσμο το 1956.
Και έτσι, την ώρα που ο πατέρας μου δεν είχε ακόμη γεννηθεί, η 6η και 7η Σεπτεμβρίου έπεσαν πάνω στην Κωνσταντινούπολη σαν ένα σκοτεινό σύννεφο. Σε εκείνες τις δύο νύχτες, σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, 4.214 σπίτια, 1.004 καταστήματα, 73 εκκλησίες, 26 σχολεία, 2 μοναστήρια και 1 συναγωγή λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Χιλιάδες άνθρωποι τραυματίστηκαν, και παρόλο που ο αριθμός των νεκρών υποβαθμίζεται από τις επίσημες πηγές, στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερος. Εκκλησίες πυρπολήθηκαν, σπίτια λεηλατήθηκαν, τα τζάμια των καταστημάτων έσπασαν και τα ιερά βιβλία πετάχτηκαν στους δρόμους. Και παρόλο που δεν υπάρχει επαρκής αναφορά στις επίσημες εκθέσεις, εκείνες τις δύο νύχτες πολλές γυναίκες βιάστηκαν. Αυτός ο πόνος και αυτή η θλίψη, μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά.
Αυτά τα γεγονότα δεν ήταν μια αυθόρμητη εξέγερση του λαού. Η ιστορία δείχνει ξεκάθαρα πώς οργανώθηκε αυτό το πογκρόμ. Εκείνες τις ημέρες, διαδόθηκαν ψευδείς ειδήσεις ότι μια βόμβα είχε εκραγεί στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Η εφημερίδα İstanbul Ekspres δημοσίευσε το μεσημέρι πρωτοσέλιδο με τίτλο “Το Σπίτι του Ατατούρκ Υπέστη Ζημιές από Βόμβα”, υποκινώντας τον λαό. Αυτή η είδηση ήταν μια προβοκάτσια που είχε σχεδιαστεί από την υπηρεσία πληροφοριών της κυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος. Αργότερα, μάλιστα, αποκαλύφθηκε ότι το άτομο που έβαλε τη βόμβα στο σπίτι του Κεμάλ είχε προαχθεί σε υψηλό κρατικό αξίωμα. Όταν ξέσπασαν τα επεισόδια, η κυβέρνηση δεν έλαβε κανένα προληπτικό μέτρο. Αντιθέτως, χιλιάδες άνθρωποι, που είχαν έρθει ειδικά από την Ανατολία, κρατώντας ρόπαλα και τσεκούρια, κατευθύνθηκαν οργανωμένα προς τις γειτονιές των μη-Μουσουλμάνων. Αυτή η οργανωμένη βία δεν ήταν μια πράξη μίσους που αφέθηκε στη συνείδηση του λαού. Ήταν μια επίθεση που είχε σχεδιαστεί απευθείας από την ίδια την κυβέρνηση. Τα μέλη της κυβέρνησης που δικάστηκαν και τιμωρήθηκαν για αυτά τα γεγονότα στο δικαστήριο της Γιασσιάντα (Πλάτη ) επιβεβαίωσαν ότι ήταν ένα πογκρόμ.
Η γιαγιά μου, που είχε γίνει Μουσουλμάνα δέκα χρόνια πριν, ζούσε πλέον μέσα σε μια τουρκο-μουσουλμανική οικογένεια. Όμως οι γονείς της, τα αδέρφια της και οι οικογένειές τους ήταν ακριβώς στην καρδιά του Μπέγιογλου ( Πέρα ), στο κέντρο των γεγονότων. Πονάει η ψυχή μου όταν σκέφτομαι πώς χτυπούσαν τις πόρτες τους, πώς τα τζάμια των μαγαζιών τους γίνονταν κομμάτια και πώς οι γείτονές τους είτε σιωπούσαν είτε τους πρόδιδαν. Είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστώ πώς χτυπούσε η καρδιά της γιαγιάς μου εκείνη τη νύχτα.
Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για εκείνη τη νύχτα. Σε μια από αυτές, ένας κάτοικος φόρεσε την παλιά του στολή αξιωματικού και βγήκε μπροστά στους ταραχοποιούς, λέγοντας: «Δεν υπάρχουν γκιαούρηδες εδώ, μόνο μουσουλμάνοι», και έτσι τους απέτρεψε. Αυτό το γεγονός περιγράφεται στο έργο του Γιλμάζ Καράκογιουνλου, «Φθινοπωρινός Πόνος», και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από την Τομρίς Γκιριτλιόγλου. Και αυτή η ιστορία δεν είναι για μένα απλώς μια σκηνή από ένα μυθιστόρημα. Γιατί αυτό το γεγονός συνέβη στο σοκάκι των θείων μου, του Δημήτρη και του Σταύρου.
Παρόμοιες μαρτυρίες δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και εκθέσεις: κάποιοι Μουσουλμάνοι γείτονες άνοιξαν τις πόρτες των σπιτιών τους και έκρυψαν τους μη-Μουσουλμάνους φίλους τους, κάποιοι φουρνάρηδες έκρυψαν οικογένειες κάτω από το κατάστημά τους, κάποιες μητέρες έβαλαν Ρωμιό ή Αρμένιο παιδί δίπλα στα δικά τους και είπαν «αυτά είναι τα παιδιά μου». Αν και λίγοι, υπήρχαν εκείνοι που μετέφεραν το φως της ανθρωπιάς μέσα στο σκοτάδι εκείνης της νύχτας.
Εγώ, ως μέλος της τρίτης γενιάς, δεν βίωσα προσωπικά τον πόνο του πατέρα μου (μερικά παιδιά τον πείραζαν αποκαλώντας τον “γιο της γκιαούρισσας”), του παππού μου ή της γιαγιάς μου. Ωστόσο, οι ιστορίες τους έχουν αφήσει ένα βαρύ φορτίο στους ώμους μου. Γιατί εκείνη την ημέρα, αυτή η πόλη λιθοβόλησε τα ίδια της τα παιδιά. Τα άφησε μόνα, απροστάτευτα και ευάλωτα. Αυτός ο πόνος είναι ένα ανεξίτηλο κομμάτι της ιστορίας μας και εγώ, για όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα, ακόμα κοκκινίζω και σκύβω το κεφάλι μου.
Μετά τη γέννησή μου, η γιαγιά μου ανέπτυξε έναν ιδιαίτερο δεσμό μαζί μου. Όλοι έλεγαν ότι εμένα με αγαπούσε περισσότερο από όλους. Όταν επισκεπτόταν τις αδερφές της στην Ελλάδα (δυστυχώς, μετά τα Σεπτεμβριανά, οι αδερφές της αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα μαζί με τις οικογένειές τους) πάντα μιλούσε για μένα. Δυστυχώς, την έχασα σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις πέντε ετών, από καρκίνο. Μέχρι την τελευταία της πνοή, δεν εγκατέλειψε ποτέ την Κωνσταντινούπολη όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, ερωτεύτηκε και δημιούργησε την οικογένειά της. Οι ρίζες της έμειναν εκεί, οι αναμνήσεις της αναπνέουν ακόμη εκεί, η αγάπη της πολλαπλασιάστηκε εκεί. Σαν ένα παιχνίδι της μοίρας, η δική μου μετακόμιση στην Ελλάδα χρόνια αργότερα, όπου γνώρισα τον σύζυγό μου και εγκαταστάθηκα, ίσως να οφείλεται σε αυτόν τον αόρατο δεσμό που είχε η γιαγιά μου μαζί μου. Τα δάκρυά της, οι φόβοι της, η αγάπη της και η κληρονομιά που μου άφησε, συνεχίζουν να ζουν σήμερα, στο πιο βαθύ σημείο της θλίψης και της μνήμης μου.
Κωνσταντινούπολη… Εσύ, που ήσουν η πόλη των διαφορετικοτήτων. Εκεί που ο ήχος της καμπάνας της εκκλησίας, το κάλεσμα του ιμάμη και η προσευχή της συναγωγής υψώνονταν μαζί στον ουρανό. Διάφορα τραγούδια σε διάφορες γλώσσες, μυρωδιές από διάφορες κουζίνες αναμειγνύονταν στους δρόμους σου. Μέχρι εκείνη τη νύχτα, η συνείδηση αυτής της πόλης χτυπούσε με την ανεπανάληπτη αρμονία της συνύπαρξης των διαφορετικοτήτων. Όμως, η 6η και 7η Σεπτεμβρίου, όχι μόνο διέλυσαν τα σπίτια και τα μαγαζιά, αλλά διέλυσαν και αυτή την αρμονία. Εκείνη τη νύχτα, η καρδιά αυτής της πόλης ράγισε, η συνείδησή της σίγησε.