
Η παράσταση «(ΔΕΝΤΡΟ)²» αντλεί υλικό από τα κείμενα του Μίσσιου, καθώς και από τη μαχητική γραφή της Λιβανέζας αγωνίστριας Souha Bechara
Με κείμενα του Χρόνη Μίσσιου και της Souha Bechara, ο σκηνοθέτης, σκηνογράφος και σχεδιαστής φωτισμών Βασίλης Αποστολάτος υπογράφει τη σκηνοθεσία της παράστασης «(ΔΕΝΤΡΟ)²». Η παράσταση εντάσσεται στο πλαίσιο μιας δραματουργικής πρόκλησης, αξιοποιώντας ένα ιδιαίτερο νευρολογικό φαινόμενο, γνωστό ως «Το Σινεμά του Φυλακισμένου».
«Στη φαντασία δεν υπάρχουν λογική, νόμοι ή κανόνες όπως αυτοί που ισχύουν στην καθημερινή ζωή. Ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει τα πάντα, ακριβώς επειδή η φαντασία είναι ελεύθερη από περιορισμούς», τόνισε χαρακτηριστικά ο ίδιος, μιλώντας στο «Ε».
Μιλήστε μας για την παράσταση «(ΔΕΝΤΡΟ)²» που πρόκειται να παρουσιαστεί στο πλαίσιο του 68ου Φεστιβάλ Φιλίππων από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας στις 14, 15 και 16 Ιουλίου στις 21:30 στο Τζαμί Χαλίλ Μπέη.
Το φετινό Φεστιβάλ Φιλίππων είναι αφιερωμένο στον Χρόνη Μίσσιο — τον συγγραφέα που, αν και έφυγε σε πολύ μικρή ηλικία από την Καβάλα για τη Θεσσαλονίκη (εξ ου και το προσωνύμιο «ο Σαλονικιός»), καταγόταν από την Καβάλα. Το αφιέρωμα τιμά τη μνήμη του και το έργο του, εστιάζοντας στη λογοτεχνική και φιλοσοφική του διαδρομή, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν άρχισε να εκφράζει ανοιχτά την ανάγκη για μια διαφορετική στάση ζωής: τη σύνδεση με τη φύση, τον σεβασμό στα ζώα, την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων ύπαρξης. Θέματα που σήμερα μοιάζουν πιο επίκαιρα και επιτακτικά από ποτέ, μέσα από τον φακό της κλιματικής κρίσης και της οικολογικής ευαισθητοποίησης.
Η παράσταση αντλεί υλικό από τα κείμενα του Μίσσιου, καθώς και από τη μαχητική γραφή της Λιβανέζας αγωνίστριας Souha Bechara. Ωστόσο, οι δύο αυτές προσωπικότητες δεν προσωποποιούνται επί σκηνής. Κανένας από τους ηθοποιούς δεν ενσαρκώνει τον Μίσσιο ή τη Bechara. Τα κείμενα τους αξιοποιούνται δραματουργικά ως αφορμές για έναν θεατρικό διάλογο ανάμεσα σε δύο πρόσωπα: ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που βρίσκονται μέσα σε ένα αφαιρετικό σκηνικό περιβάλλον.
Μέσα από τον διάλογό τους, οι ήρωες μιλούν για τον αγώνα, την ιστορική του συνέχεια, την ανάγκη για αντίσταση, την ελευθερία, τον θάνατο, τον εγκλεισμό και τη φυλακή — έννοιες διαχρονικές που αποκτούν νέο βάρος στο παρόν.
Ποια είναι η μεγαλύτερη σκηνοθετική πρόκληση που αντιμετωπίσατε στη διαχείριση του φαινομένου «Το Σινεμά του Φυλακισμένου», κατά το οποίο ο εγκέφαλος δημιουργεί εικόνες σε συνθήκες σκοταδιού;
Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπαρξιακή διαδρομή δύο νέων ανθρώπων, οι οποίοι γίνονται το όχημα για να γεφυρωθούν διαφορετικοί κόσμοι. Η σκηνική τους συνάντηση βασίζεται σε ένα ιδιαίτερο νευρολογικό φαινόμενο, γνωστό ως «Το Σινεμά του Φυλακισμένου».
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν δραματουργική: πώς μπορεί κανείς να φέρει στον ίδιο σκηνικό χώρο και χρόνο δύο προσωπικότητες και τα αντίστοιχα κείμενά τους — που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, διαφορετικές χώρες και έχουν προκύψει κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες;
Αφετηρία για τη σύνδεση αυτή αποτέλεσε το προαναφερθέν νευρολογικό φαινόμενο. Σύμφωνα με αυτό, σε περιπτώσεις παρατεταμένης απομόνωσης σε απόλυτο σκοτάδι —όπως για παράδειγμα σε ένα κελί φυλακής— ο ανθρώπινος εγκέφαλος, στερούμενος την έκθεση στο φως, αρχίζει να δημιουργεί εικόνες. Ξεκινά με την προβολή μιας απλής φωτεινής κουκκίδας και μπορεί να φτάσει μέχρι και στην αναπαράσταση ολόκληρων μορφών, ακόμα και ανθρώπων.
Με αυτή τη λογική, ο ένας χαρακτήρας της παράστασης αποτελεί προβολή του άλλου. Η μεταξύ τους συνάντηση συμβαίνει σε ένα φαντασιακό πεδίο, εκεί όπου οι νόμοι της λογικής και της πραγματικότητας παύουν να ισχύουν. Στον χώρο της φαντασίας, δεν υπάρχουν περιορισμοί — καθένας μπορεί να δημιουργήσει τον δικό του κόσμο.
Πώς οπτικοποιείτε τη μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και το αντίστροφο σε έναν φανταστικό κόσμο;
Ουσιαστικά, στην παράσταση δεν υφίσταται γραμμικός χρόνος — δεν υπάρχει παρόν ή παρελθόν. Αντίθετα, κυριαρχεί ένα διαρκές «εδώ και τώρα». Η δράση τοποθετείται, περιστασιακά, μέσα σε ένα κελί φυλακής, και η παράσταση ξεκινά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
Ένας θεατής με θεατρική εμπειρία αντιλαμβάνεται πως, στην πραγματικότητα, οι ήρωες δεν βγαίνουν ποτέ από αυτό το σκοτάδι — ακόμα κι όταν τα φώτα ανάβουν στη σκηνή. Η συνάντησή τους γίνεται μόνο μέσα σε έναν φαντασιακό κόσμο, όπου ο χρόνος παύει να υφίσταται και δεν υπάρχουν όρια, συμβάσεις ή ρεαλιστικές συνθήκες.
Μέσα από τον διάλογό τους, οι ήρωες μιλούν για τον αγώνα, την ιστορική του συνέχεια, την ανάγκη για αντίσταση, την ελευθερία, τον θάνατο, τον εγκλεισμό και τη φυλακή — έννοιες διαχρονικές που αποκτούν νέο βάρος στο παρόν
Το 2019 ενταχθήκατε στο διδακτικό προσωπικό του αμερικανικού κολεγίου της Χάγης αναλαμβάνοντας το μάθημα του «τεχνικού θεάτρου». Θεωρείτε πως αυτή η θέση σας βοήθησε να εξελιχθείτε για να σκηνοθετήσετε το 2024 την πρώτη του παράσταση stille zonde/The Dirty Work στο ALTSTADT ROTTERDAM.;
Όχι, αυτή η απόφασή μου σχετίζεται κυρίως με την επαγγελματική μου πορεία ως σκηνογράφος. Εργάζομαι ήδη επί δεκαπέντε χρόνια στην Ολλανδία ως σκηνογράφος και σχεδιαστής φωτισμών. Η πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά ήρθε το 2024, ως φυσικό επακόλουθο του μεταπτυχιακού μου στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ.
Παράλληλα με τη διδασκαλία στο Αμερικανικό Κολλέγιο της Χάγης, διδάσκω και το μάθημα Conceptual Lighting Design στο προπτυχιακό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ. Μέσα από τη συνεργασία μου με το ίδρυμα, μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχω και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα “Master in Theater”, από το οποίο και αποφοίτησα.
Αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν να δημιουργήσω μια «γέφυρα» ανάμεσα στη σκηνογραφία και τη σκηνοθεσία — να εξερευνήσω πώς μπορώ να σχεδιάζω και να σκηνοθετώ τις δικές μου παραστάσεις. Αυτή η μετάβαση, ωστόσο, πραγματοποιήθηκε εξ ολοκλήρου στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού στο Μάαστριχτ και δεν σχετίζεται με το Αμερικανικό Κολλέγιο.
Επίσης, έχετε συνεργαστεί με μερικούς από τους πιο σημαντικούς θεατρικούς οργανισμούς της Ολλανδίας και της Ελλάδας. Εντοπίζετε ομοιότητες και διαφορές στις σκηνογραφικές επιλογές που προκρίνονται;
Η προσέγγιση στην Ολλανδία είναι διαφορετική. Καταρχάς, εντοπίζονται ουσιαστικές διαφορές στο ζήτημα της αισθητικής — πρόκειται για διαφορετικές κουλτούρες, με διακριτές καλλιτεχνικές αντιλήψεις. Η αισθητική της Βόρειας Ευρώπης διαφέρει σημαντικά από εκείνη της Νότιας Ευρώπης.
Ένας βασικός παράγοντας είναι, λοιπόν, οι διαφορετικές καλλιτεχνικές επιλογές. Ένας δεύτερος, εξίσου σημαντικός, είναι ο οικονομικός. Το ύψος του προϋπολογισμού που διατίθεται για μια παραγωγή —και ειδικά για τα σκηνικά— είναι πολύ διαφορετικό στην Ολλανδία σε σύγκριση με την Ελλάδα. Αυτό επηρεάζει αναπόφευκτα και το τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Ως σχεδιαστής φωτισμών τι επιδιώκετε να πετύχετε μέσα από το παιχνίδισμα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι; Πώς το αντιλαμβάνεται αυτό το κοινό σας; Υπάρχουν κατά τη γνώμη σας νέοι σκηνοθέτες- «ταλέντα» σήμερα με πάθος για αυτό που κάνουν;
Το φως είναι ένας βασικός παράγοντας για την αντίληψη μιας παράστασης, ωστόσο δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο αξίζει να σταθούμε σε αυτό. Το φως δεν υπηρετεί μόνο την ορατότητα· επικοινωνεί συναισθήματα, δημιουργεί αίσθηση χώρου και χρόνου, και διαμορφώνει τον ίδιο τον σκηνικό χώρο.
Μπορεί κανείς να στήσει ολόκληρη παράσταση μόνο με φώτα, χωρίς καθόλου σκηνικά, και να αποδώσει χώρους, ατμόσφαιρες και νοήματα με απόλυτη ακρίβεια. Για μένα, οι καλλιτέχνες που ασχολούνται αποκλειστικά με τη σκηνογραφία ή τον φωτισμό, επιμένοντας στο δικό τους μεμονωμένο κομμάτι, είναι—κατά κάποιο τρόπο—«ασύμμετροι» (unbalanced).
Πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε κανείς να φεύγει από μια παράσταση και να σχολιάζει απλώς: «Τι ωραίοι φωτισμοί». Όταν το ακούω αυτό, καταλαβαίνω ότι κάπου δεν έχω υπηρετήσει σωστά το σύνολο της παράστασης. Ο φωτισμός δεν είναι αυτόνομος πρωταγωνιστής — είναι ένα εργαλείο αφήγησης. Ένα μέσο που μπορεί να επικοινωνήσει όσα δεν λέγονται με λόγια, να ενισχύσει τη σκηνική πράξη, να προσδώσει βάθος και ουσία.
Ποιες προοπτικές ανοίγονται στους νέους καλλιτέχνες για σταδιοδρομία σε μία χώρα του εξωτερικού και εν προκειμένου στην Χάγη και ποιες προοπτικές στην Ελλάδα;
Η διοργάνωση μιας θεατρικής παραγωγής στην Ολλανδία διαφέρει ουσιαστικά από την αντίστοιχη στην Ελλάδα. Υπάρχει η λανθασμένη αντίληψη ότι η ύπαρξη μεγαλύτερων οικονομικών πόρων και καλύτερης οργάνωσης συνεπάγεται και περισσότερη ελευθερία στη δημιουργία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν ισχύει.
Στην Ολλανδία, ένα νέο άτομο μπορεί να φοιτήσει σε σχολές θεάτρου ή σκηνοθεσίας και να ξεκινήσει να δημιουργεί, εφόσον διαθέτει ικανότητες και ταλέντο. Τα βήματα προς την επαγγελματική εξέλιξη είναι συχνά προκαθορισμένα. Υπάρχουν εξειδικευμένοι οργανισμοί που υποστηρίζουν την ανάπτυξη νέων σκηνοθετών, άλλοι που ασχολούνται αποκλειστικά με συγγραφείς που αποφοιτούν από τα αντίστοιχα τμήματα, καθώς και οργανισμοί για τη στήριξη σκηνογράφων. Το σύστημα είναι σαφώς πιο οργανωμένο.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι σκηνοθέτες συχνά αναδεικνύονται μέσα από την πράξη, την επαγγελματική τριβή και τη μαθητεία δίπλα σε άλλους καλλιτέχνες, ή προέρχονται από σχολές όπως αυτή του Εθνικού Θεάτρου. Αν και οι πόροι είναι λιγότεροι και οι συνθήκες συχνά πιο δύσκολες, υπάρχει περισσότερο δημιουργικό περιθώριο. Ένας νέος καλλιτέχνης μπορεί να πειραματιστεί πιο ελεύθερα, χωρίς να είναι αναγκασμένος να πείσει κάποιον φορέα για την αξία του πειραματισμού του.
Αντιθέτως, στην Ολλανδία, ακόμη και ο πειραματισμός πρέπει να περάσει μέσα από μια διαδικασία έγκρισης και να δικαιολογηθεί οικονομικά. Όταν διεκδικείς υψηλά κονδύλια, ενδέχεται —συνειδητά ή ασυνείδητα— να προσαρμόσεις την πρότασή σου ώστε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του οργανισμού χρηματοδότησης. Έτσι, ο καλλιτέχνης μπορεί να καταλήξει να πείθει όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό πως αυτό που παρουσιάζει είναι και αυτό που ήθελε εξαρχής να δημιουργήσει.
Κατά τη γνώμη μου, τόσο τα θέματα όσο και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζονται είναι πιο ελεγχόμενα στη βόρεια Ευρώπη σε σχέση με την Ελλάδα, όπου —παρά τις δυσκολίες— εξακολουθεί να υπάρχει ένα αυθεντικό περιθώριο ελευθερίας.