
Αυξήσεις θερμοκρασίας αέρα και θάλασσας, μείωση χιονοκάλυψης και επιπτώσεις στο υδρολογικό κύκλο καταγράφονται σε επιστημονική μελέτη
Επιστημονική ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, υπό τον μετεωρολόγο και διευθυντή ερευνών Κώστα Λαγουβάρδο, σε συνεργασία με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και τη δημοσιογραφική ομάδα της εφημερίδας «Κ», παρουσίασε στοιχεία που αφορούν την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα, βασισμένα σε μετρήσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών.
Σύμφωνα με την ανάλυση, η μέση θερμοκρασία του αέρα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 1,5 έως 2 βαθμούς Κελσίου από το 1991 έως το 2020. Η αύξηση αυτή είναι ομοιόμορφη σε όλη τη χώρα, με τις μεγαλύτερες τιμές να καταγράφονται σε ηπειρωτικές περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία, όπου η άνοδος ξεπερνά τους 2 βαθμούς Κελσίου. Αντίθετα, στις νησιωτικές περιοχές όπως η Κρήτη και οι Κυκλάδες, η αύξηση περιορίζεται περίπου στον 1 βαθμό.
Παράλληλα, η θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας παρουσιάζει αύξηση που σε ορισμένες περιοχές αγγίζει τους 2 βαθμούς, ειδικά στα νότια της Κρήτης, στο Βορειοανατολικό και Βόρειο Αιγαίο, στη ζώνη από τη Σαμοθράκη έως την Αλεξανδρούπολη και στα νότια της Ρόδου. Εντούτοις, περιοχές κοντά στις ακτές του Αιγαίου παρουσιάζουν μικρότερη αύξηση, πιθανόν λόγω των καλοκαιρινών μελτεμιών, που έχουν ψυχρές επιδράσεις.
Η άνοδος της θερμοκρασίας της θάλασσας έχει επιπτώσεις στο κλίμα και τα θαλάσσια οικοσυστήματα, καθώς αυξάνει την εξάτμιση, αυξάνοντας την υγρασία στην ατμόσφαιρα και εντείνοντας ακραία καιρικά φαινόμενα όπως οι καταιγίδες τύπου «Ντάνιελ». Επιπλέον, παρατηρούνται φαινόμενα όπως η καταστροφή μυδοκαλλιεργειών και η παρουσία ξενικών ειδών στη θάλασσα, που συνδέονται με τις αυξημένες θερμοκρασίες.
Ταυτόχρονα, το χιόνι στους ορεινούς όγκους της χώρας μειώνεται. Οι επιστήμονες κατέγραψαν μείωση στις ημέρες χιονοκάλυψης, ιδιαίτερα από το 2010 και μετά, με τις μεγαλύτερες απώλειες να εντοπίζονται στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο περιορισμός της χιονοκάλυψης φτάνει έως και δύο ημέρες λιγότερο χιόνι ετησίως σε ορισμένες περιοχές, που αθροιστικά σημαίνει δεκάδες μέρες λιγότερου χιονιού μέσα στις τρεις δεκαετίες της μελέτης.
Η μείωση αυτή επηρεάζει τον υδρολογικό κύκλο, καθώς το χιόνι λιώνει σταδιακά την άνοιξη, τροφοδοτώντας ποτάμια και υδροφόρους ορίζοντες με σταθερή παροχή νερού. Αντίθετα, η έλλειψη χιονιού και η μεγαλύτερη εξάτμιση από έντονες βροχοπτώσεις μπορεί να προκαλέσουν πλημμύρες και απώλειες νερού στη θάλασσα.
Επιπλέον, η μείωση της χιονοκάλυψης μειώνει την αντανακλαστικότητα του εδάφους (αλβέδο), καθώς το λευκό χιόνι αντανακλά μεγάλο μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας. Η αντικατάστασή του από σκοτεινότερες επιφάνειες αυξάνει την απορρόφηση θερμότητας και συμβάλλει στην περαιτέρω άνοδο της θερμοκρασίας.
Ο διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών υπογραμμίζει ότι τα μετρήσιμα στοιχεία δείχνουν σταθερή εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα και καθιστούν αναγκαία την υιοθέτηση μέτρων αντιμετώπισης.