
Μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης με την ποιήτρια και συντάκτρια του debop για κόσμους που «μας χωράνε όλους»
Την Έφη Χρυσού την γνωρίζω πολλά χρόνια, αλλά ποτέ δεν έτυχε να συναντηθούμε στο «χαρτί». Από τις μέρες στο Κουκάκι, το μακρινό 2007, μέχρι σήμερα, οι δρόμοι μας διασταυρώνονταν υπόγεια:, υπήρχαν κοινές διαδρομές: σε κείμενα, παραστάσεις, ανθρώπους και τρόπους σκέψης που, με κάποιο τρόπο, συνδέονταν.
Η ποίησή της αποτελεί μία φωνή που δεν ξεχνιέται. Λιτή, καθαρή, με μια σιωπή που μιλά πιο δυνατά απ’ ό,τι πολλές φωνές. Κι αν κάτι σήμερα μπορεί να λεχθεί ότι είναι πανκ, χωρίς να φωνάζει γι’ αυτό, τότε είναι η ποίηση της Έφης Χρυσού.
Με αφορμή την ποιητική της παραγωγή, το «Αποτύπωμα» (εκδ. Ars Nocturna, 2021) και την Απόπειρα (εκδ. Σμίλη, 2024), συναντιόμαστε – επιτέλους – για να μιλήσουμε: για την ποίηση, την πολιτική, για το συνδυασμό των δυο τους και ό,τι άλλο δεν είχε ειπωθεί μεταξύ μας τόσα χρόνια.
Τι σημαίνει έμπνευση για εσένα; Είναι ένα ηλιοβασίλεμα, κίνηση στην Κηφισίας ή ένα οδόφραγμα;
Για μένα είναι σίγουρα ένα οδόφραγμα, σε κάποιο στενό των Εξαρχείων, την ώρα που πέφτει ο ήλιος και τα αυτοκίνητα είναι ακινητοποιημένα στην κίνηση επειδή η πόλη καίγεται. Αυτές οι εικόνες των ανθρώπων που μάχονται στο κέντρο μιας μητρόπολης αποτελούν για μένα την ύψιστη μορφή έκφρασης. Μέσα εκεί έχω νιώσει πιο ζωντανή από ποτέ.
Αυτό είναι η έμπνευση για μένα. Τα πάντα, από παντού και οπουδήποτε. Ό,τι συμβαίνει γύρω μου και μέσα μου μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για ένα νέο ποίημα. Κυρίως επειδή εγώ επιλέγω να βλέπω τον κόσμο ποιητικά και την παραμικρή ανεπαίσθητη κίνηση σαν εν δυνάμει ποίημα. Δεν μετουσιώνονται όλα σε ποιήματα, μόνο αυτά που προκαλούν έντονα τη σκέψη και μετακινούν κάτι νέο εντός μου.

Από τα «Αποτυπώματα» στην «Απόπειρα», διακρίνει κανείς μια συνέχεια, αλλά και μια σταθερή επιμονή σε υπαρξιακά ερωτήματα. Πιστεύεις ότι η ποίηση βοηθά να ξεπεραστούν αυτά τα ερωτήματα ή απλώς τα κρατά ανοιχτά;
Η ποίηση βοηθά τα μέσα να βγουν έξω, να εκφραστούν, να μοιραστούν, να γίνει επανοικειοποίησή τους από το ποιητικό υποκείμενο, να βρουν τον χώρο τους, τον χρόνο τους, τον τόπο τους. Η ποίηση είναι μια μορφή δημιουργικής έκφρασης που περικλείει όλες τις άλλες, κυρίως επειδή ανήκει στη σφαίρα του φαντασιακού, των λέξεων και των διαφορετικών νοημάτων που μπορεί ο καθένας και η καθεμιά να δώσει, πάντοτε μέσα στο κεφάλι του/της και στην καρδιά του/της. Έχει κάτι άυλο, που δεν ορίζεται, αυτό το ακηδεμόνευτα ελεύθερο που είναι και στόχος ζωής.
Η ίδια η ύπαρξη είναι ένα ατελείωτο άλυτο μυστήριο. Από κει ξεκινάνε όλα κι εκεί καταλήγουν πριν γίνουν πεζά. Το ενδιάμεσο στάδιο, η διαδικασία σκέψης και εμβύθισης στον εαυτό και στο «είναι» αποτελεί από μόνη της ένα ποίημα.
«Το ποίημα» γράφει ο Paul Celan «είναι μοναχικό και καθ’ οδόν. Αυτός που το γράφει το συνοδεύει μέχρι τέλους». Εσύ πώς αντιλαμβάνεσαι τη διαδικασία της ποίησης;
Η ποίηση είναι σίγουρα μια μοναχική διαδικασία. Και το υποκείμενο που επιλέγει αυτόν τον τρόπο έκφρασης θεωρώ ότι οδηγείται εκεί για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η βαθιά εσωτερικότητα και η μοναχικότητα της ποιητικής διαδικασίας είναι ένα τεράστιο καταφύγιο. Έχει μια θαλπωρή, μια ηρεμία, έναν αναβρασμό και μια αγωνία που δεν μπορεί να εκφραστεί αλλιώς. Όλοι τις ίδιες λέξεις βάζουμε σε μια σειρά. Έχει ενδιαφέρον όμως ποιες λέξεις χρησιμοποιούμε, σε ποια σειρά, με τι τόνο, με τι ρυθμό, με τι στίχο. Για μένα είναι μια βόλτα στο λούνα παρκ, με πολλά φώτα, δυνατή μουσική, ένα πλήθος τριγύρω από το οποίο προσπαθώ να απομονωθώ με το μυαλό μου, πέφτω από το καρουζέλ και γελάω με τον εαυτό μου. Η γκροτέσκα πλευρά μου έτσι αντιλαμβάνεται την ποιητική διαδικασία. Ανύψωση και κατακρημνισμός ταυτόχρονα.

Εκτός από την ποίηση, έχεις επαφή και με την Live performance. Αυτή η εμπειρία έχει επηρεάσει τη σχέση σου με τη γραφή; Σκέφτεστε τα ποιήματα σαν κάτι που «παίζεται» ή σαν κάτι που «διαβάζεται»;
Αρχικά, γράφω και έπειτα σκέφτομαι πως θα παρουσιαστεί το τελικό αποτέλεσμα και που. Σαν άνθρωπος πλήττω με τις κλασικές παρουσιάσεις βιβλίων, που καθόμαστε όλοι τριγύρω και συζητάμε και ρωτάμε πράγματα να μας απαντήσουν οι γράφοντες. Δεν μου ταιριάζει καθόλου σαν τρόπος επικοινωνίας των γραπτών μου. Είναι και ο βαθύτερος φόβος της έκθεσης που έχω και το να με κοιτούν όλοι και κάτι να περιμένουν από μένα να πω με καταπίνει. Μου αφαιρεί όλο το κουράγιο μου και τη διάθεση επειδή με καταβάλει το στρες. Αλλά και σαν αναγνώστρια, δύσκολα παρακολουθώ τέτοιου είδους παρουσιάσεις. Προτιμώ πιο εναλλακτικούς τρόπους και μέσα.
Στην πρώτη μου ποιητική συλλογή, το «Αποτύπωμα», μέσα στα άφατα χρόνια της καραντίνας, αντιλήφθηκα την έκδοση σαν πάρτι. Κι έτσι την παρουσίαζα. Με μουσικές που αγαπώ, σε μπαρ που αγαπώ, υπέγραφα αντίτυπα, συζητούσαμε και χορεύαμε.
Στην δεύτερη συλλογή, την «Απόπειρα», δημιουργήθηκε στο κεφάλι ένα άλλο concept. Η συλλογή περιέχει μέσα της και εικόνες, του φίλου μου φωτογράφου Βασίλειου Κακκάβα, και έτσι σχηματίστηκε στο μυαλό μου ένα νέο εγχείρημα: το άνοιγμα του βιβλίου σε πολλές διαστάσεις. Αρχικά, η παρουσίαση έγινε στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο ΜΠΕΡΛΙΝ στα Πετράλωνα. Είχα τοποθετήσει τις φωτογραφίες της συλλογής εν είδη μικρής έκθεσης μέσα στον χώρο του βιβλιοπωλείου και η φίλη μου Κέλλυ Μαυροφόρου είχε ηχογραφήσει τα ποιήματα. Έτσι καθένας αν ήθελε μπορούσε να βάλει ακουστικά να ακούει τα ποιήματα και να περιφέρεται ανάμεσα στις φωτογραφίες του βιβλίου. Σαν ένα 90s booth που μπαίναμε στα Metropolis για παράδειγμα και βάζαμε ακουστικά και δοκιμάζαμε στα αυτιά μας νέες μουσικές. Αυτό ήθελα να γίνει σαν προσομοίωση με ποίηση.
Επομένως, ήθελα να το αναπτύξω κι άλλο αυτό το υβριδικό σχήμα και έτσι οδηγήθηκα στην ιδέα της ζωντανής performance με βίντεο, μουσική και spoken word στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Ήταν μια εμπειρία πολύ χρήσιμη για μένα, ιδιαίτερη και είμαι πολύ χαρούμενη που το τόλμησα και τα κατάφερα. Αν με ρωτάς δεν ξέρω αν θα το έκανα ξανά εγώ, αλλά σίγουρα στην επόμενη συλλογή μου θα αφήσω αυτόν τον τρόπο να με οδηγήσει. Η ποίηση είναι κάτι που διαβάζεται κατά κύριο λόγο και που βιώνεται.
Σε μια εποχή που η πληροφορία κατακλύζει την καθημερινότητα μας, θα μπορούσε η ποίηση να λειτουργήσει – όπως έλεγε ο Αντόρνο – ως «αντίσταση μέσω μορφής»;
Θα έλεγα ότι σε μια εποχή που μας κατακλύζει η πολλή, ευκαιριακή, του scroll down, των μερικών δευτερολέπτων του τικ τοκ πληροφορία, η ποίηση αποτελεί ανάχωμα. Στις μέρες μας, ίσως να ήταν έτσι και πάντα βέβαια, αποτελεί μορφή αντίστασης και μόνο να μπεις φυσική παρουσία σε ένα βιβλιοπωλείο και να ζητήσεις ένα βιβλίο ποίησης ή να το δανειστείς από έναν συνάνθρωπό σου ή να το παραγγείλεις ηλεκτρονικά. Αν μπορούσα να οπτικοποιήσω την μορφή της ποίησης όπως την έχω στο μυαλό μου, αποτελεί την αιχμή ενός δόρατος που σφηνώνει άμεσα και χωρίς διαμεσολάβηση στο νου και στην ψυχή του αναγνώστη και της αναγνώστριας. Το ίδιο το σώμα του ποιήματος είναι η λαβή που χρειαζόμαστε για να μικρύνουμε την απόσταση αυτού που νιώθουμε και αυτού που συμβαίνει γύρω μας. Και δεν συμβαίνουν λίγα.
«Θα έλεγα ότι σε μια εποχή που μας κατακλύζει η πολλή, ευκαιριακή, του scroll down, των μερικών δευτερολέπτων του τικ τοκ πληροφορία, η ποίηση αποτελεί ανάχωμα»
Αισθητική και πολιτική. Συνδυάζονται;
Δεν ξέρω αν γίνεται και αλλιώς. Στο Λύκειο, στο μάθημα της λογοτεχνίας, η αγαπημένη μου καθηγήτρια μάς είχε πει «ο ποιητής είναι της εποχής του και του καιρού του». Δεν θυμάμαι από που προέρχεται η ρήση, δεν την ξέχασα όμως ποτέ. Η αισθητική μας, η αντίληψή μας για το κοινωνικό γίγνεσθαι και η θέση που παίρνουμε απέναντι σε αυτό είναι ένα σώμα. Δεν μπορώ να μην πω εγώ αυτή τη στιγμή, σε αυτή τη χρονική συγκυρία, ότι η γενοκτονία που συμβαίνει στην Παλαιστίνη, σε ένα λαό που επί δεκαετίες βιώνει την εθνοκάθαρσή του ξανά και ξανά με αφήνει ασυγκίνητη, ούτε θα φοβηθώ να το εκφράσω μην και δεν γίνω αρεστή. Η ψυχή, η καρδιά, το μυαλό μου βρίσκεται αυτές τις μέρες περισσότερο εκεί, παρά εδώ. Αυτό το πολύμορφο καραβάνι ανθρώπων που ξεκινάει από στεριά, αέρα και θάλασσα να φτάσει εκεί, μέσα στον πόλεμο, με συγκλονίζει. Και είναι η βαθιά απόδειξη ότι η τρέλα της επανάστασης ξεκινάει από μέσα μας και από μειοψηφίες. Εκεί πάνε κάτι χιλιάδες από τα δις ανθρώπων που κατοικούν στη γη. Αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά, μπορεί και τίποτα στην τελική. Με όποιο λιθαράκι μπορεί ο καθένας είναι λυτρωτικά όμορφο να ξέρεις ότι βρίσκεσαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Με το δίκαιο των εξεγερμένων, των αδικημένων, των από κάτω. Έχει ειπωθεί αρκετά αυτόν τον καιρό αλλά είναι απόλυτη αλήθεια: Εάν δεν είμαστε όλοι ελεύθεροι δεν είναι κανένας. Εφόσον έχω το βήμα και η ποίηση αποτελεί αιχμή του δόρατός μου, θα το λέω σε κάθε ευκαιρία. Ξέρω ακριβώς που ζούμε, σε ποια εποχή, σε τι «κράτος» και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μην σκύβω το κεφάλι σε κανένα σύστημα, να φτιάχνω κόσμους που μας χωράνε όλους/όλες/όλα χωρίς κανένα περιορισμό. Στον κόσμο μου δεν χωράνε μόνο οι φασίζουσες-φασιστικές νοοτροπίες και οι εκφραστές αυτών στην καθημερινότητά μας.

Είσαι περισσότερο αναγνώστρια ή ποιήτρια;
Αναγνώστρια σίγουρα κι αδιαμφισβήτητα. Το ποιήτρια θα το κρίνει ο χρόνος και το αποτύπωμα που θα αφήσουν όσα γράφω. Ξεκίνησα σαν αναγνώστρια και θαυμάστρια της ποίησης και έτσι θα τελειώσω. Είναι ένα χαρακτηριστικό μου που θα παραμείνει αναλλοίωτο.
Έχουν ήδη κυκλοφορήσει δύο συλλογές σου. Υπάρχει στο βάθος κάτι τρίτο; Ή χρειάζεται πρώτα να μεσολαβήσει σιωπή;
Η τρίτη μου ποιητική συλλογή «Μαζί.Ποτέ.» έχει ήδη πάει στον εκδοτικό μου, τις εκδόσεις Σμίλη, και ετοιμάζεται. Θα βγει πιο σύντομα από όσο υπολόγιζα να βγάλω επόμενη συλλογή, ήταν όμως και η πιο έτοιμη από όλες.
Είναι η πιο συγκεκριμένη, εσωτερική, βαθιά συναισθηματική και με απεύθυνση ποιητική μου συλλογή. Την κουβαλάω χρόνια μέσα μου, ήθελα να την εξωτερικεύσω, ήρθε η ώρα της. Και μαζί της θα πάρει κι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου όπως την ήξερα έως τώρα. Μετά θα ακολουθήσει σιωπή ώστε να ετοιμάσω την επόμενη που αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά μέσα μου ήδη, αλλά θα πάρει και τον χρόνο της όπως πάντα. Θα αφήσω εδώ μια πρόγευση από την επόμενη όμως:
ΠΟΙΗΜΑ
Σκέφτηκα πως απόψε
θα γράψω για σένα
το πιο ωραίο ποίημα.
Όμως δεν άφησες
τίποτα να πω.
Κανένα ποίημα άγραφο.
Κάπως έτσι πρέπει να μοιάζει το τέλος.
Εγώ κι εσύ.
Μαζί. Ποτέ.
Ως το τέλος.