Αρχική Συνέντευξη Ιωάννα Καρυστιάνη: «Δεν αντέχω να μην αγαπώ, να μην εμπιστεύομαι»

Ιωάννα Καρυστιάνη: «Δεν αντέχω να μην αγαπώ, να μην εμπιστεύομαι»

0

Η συγγραφέας παρουσιάζει στο «Ε» το νέο της βιβλίο «Οι Κορνιζωμένοι», ένα σκοτεινό πορτρέτο της καθημερινής βίας

Υπάρχουν βιβλία που δεν τα διαβάζεις μόνο – σε διαβάζουν κι αυτά. Σε γυρεύουν μέσα στις σιωπές σου, στα ερωτήματα που δεν τολμάς να διατυπώσεις δυνατά. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και οι «Κορνιζωμένοι» της Ιωάννας Καρυστιάνη. Δεν είναι απλώς μια ιστορία γύρω από ένα έγκλημα, είναι μια βουτιά στο βάθεμα των σχέσεων, εκεί που οι λέξεις στερεύουν και αναλαμβάνουν οι πράξεις, τα βλέμματα, οι απουσίες.

Η κ. Καρυστιάνη στήνει την πλοκή της σε έναν τόπο που θα μπορούσε να υπάρχει, αλλά δεν χρειάζεται να τον βρούμε στον χάρτη. Η αλήθεια του είναι εσωτερική. Μέσα από τη γλώσσα της, που άλλοτε κόβει και άλλοτε τυλίγει σαν παρηγορητικό χέρι, μας καλεί όχι να λύσουμε ένα μυστήριο, αλλά να σταθούμε απέναντι στον εαυτό μας – χωρίς βεβαιότητες, χωρίς εύκολες απαντήσεις. Γιατί τελικά, αυτό που ανατέμνει δεν είναι μόνο ο κόσμος γύρω, αλλά το ηθικό και ψυχικό τοπίο εντός μας.

Ποια ήταν έμπνευση και πώς αποφασίσατε να προχωρήσετε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Η έμπνευση για το βιβλίο «Οι κορνιζωμένοι» προήλθε από τη βαθιά επιθυμία να εξερευνήσω την εσχατιά των οικογενειακών σχέσεων. Από το 2008, είχα βρει σημειώσεις και είχα δημιουργήσει μία πλοκή που βασιζόταν σε κίνητρα απόλυτα δικαιολογημένα και σαφή. Ωστόσο, συνειδητοποίησα ότι παρόμοια βιβλία είχαν ήδη γραφτεί, οπότε ένιωσα την ανάγκη να προσθέσω νέα στοιχεία στην ιστορία και να «λοξοδρομήσω» από την αρχική ιδέα.

Η οριστική απόφαση να προχωρήσω στη συγγραφή του βιβλίου ήρθε ως απάντηση στην έντονη βία της εποχής μας — κρατική, οικονομική, ενδοοικογενειακή, σχολική, θρησκευτική, αλλά και η ατομική, η οποία έχει αυτοκαταστροφικές και συλλήβδην αφανιστικές συνέπειες. Αυτά τα θέματα πάντα με απασχολούσαν και συνεχώς με βασάνιζαν. Η πολιτική μας εργαλειοθήκη είναι σκουριασμένη και οι αγορές αποφασίζουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό. Ζούμε σε καιρούς «στεγνούς» και «στυγνούς», και έτσι η ανάγκη να καταπιαστώ με λογοτεχνικούς χαρακτήρες που δεν είναι ιδιαίτερα καλόκαρδοι, αλλά αντιπροσωπεύουν μια σκληρή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, μου φάνηκε επιτακτική.

Η μετάβαση από την καλοσύνη στην αμφιλεγόμενη πλευρά του Σπούγια προκαλεί έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη. Θεωρείτε ότι η αντίφαση αυτή αντανακλά την ανθρώπινη φύση ή τον κόσμο στον οποίο ζει;

Στις πρώτες σελίδες, ή ακόμα και στο πρώτο τρίτο του βιβλίου, ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει συμπόνια για τον κεντρικό ήρωα λόγω της ορφάνιας του και των δύσκολων παιδικών χρόνων, καθώς και λόγω της ουσιαστικής ταπείνωσης που υφίσταται από τη σύζυγό του, που είχε άλλες φιλοδοξίες για τη ζωή. Ωστόσο, όταν αποκαλύπτεται η πραγματική φύση των γεγονότων, ο αναγνώστης αισθάνεται έντονη σύγχυση και αμφιβολία για την ταύτισή του με έναν τέτοιο άνθρωπο.

Η αντίφαση αυτή αντανακλά μια συνειδητή απόφαση εκ μέρους μου. Δεν ήθελα να δημιουργήσω έναν ήρωα μονοδιάστατα απεχθή και εξ’ αρχής καταδικαστέο. Δεν με ενδιέφερε να τον παρουσιάσω ως έναν χαρακτήρα που απλώς να προκαλεί αποστροφή. Αντίθετα, ένιωσα την ανάγκη να επινοήσω ακόμη και επιχειρήματα υπέρ του, να τον κάνω οικείο στον αναγνώστη, γιατί ουσιαστικά είναι ένα πορτρέτο του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Ήθελα να εξερευνήσω όσο πιο βαθιά γίνεται την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, να κατανοήσω τις αιτίες που οδηγούν σε τέτοιες αντιφάσεις.

Κάθε βιβλίο, όμως, εξελίσσεται και αλλάζει. Με κάθε νέο έργο, προσπαθώ να τολμώ περισσότερο, να εμβαθύνω στην αντιφατικότητα και την πολυπλοκότητα που αποτελούν το θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μελέτη αυτών των αντιφάσεων και η εξερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού είναι αστείρευτο και πολύτιμο υλικό που συνεχώς με εμπνέει.

Η εποχή μας, δυστυχώς, δεν φιλοξενεί τα νιάτα και τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον

Τον παρουσιάζετε όχι ως «κακό», αλλά ως έναν άνθρωπο που ζυγίζει. Σας ενδιαφέρει περισσότερο το ηθικό γκρίζο από το ξεκάθαρο καλό και κακό;

Ναι, η αλήθεια είναι ότι μου φαινόταν πολύ εύκολο να δημιουργήσω έναν χαρακτήρα που να είναι «καταραμένος», που να ανήκει στην κατηγορία των ηρώων που συναντάμε συχνά στην ποίηση και την πεζογραφία — έναν ήρωα μεγαλοπρεπή, με ασύλληπτη γοητεία, ερωτεύσιμο, που να μας παρασύρει μαζί του στα τοπία της ζωής του. Αλλά αυτό δεν ήταν το ενδιαφέρον μου. Αντίθετα, ο Σπούγιας είναι ένας χαρακτήρας που ζει σε μια καθημερινότητα, προσαρμοσμένος στα ελάχιστα ζητούμενα της εποχής μας, αλλά μέσα του παίζονται άλλα παιχνίδια, πιο σκοτεινά και πολύπλοκα.

Το ηθικό γκρίζο, λοιπόν, είναι αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο. Στην πραγματικότητα, η έννοια του «μεταξύ» είναι εκείνη που προσφέρει την αληθινή πρόκληση και το βάθος. Όπως είχε πει και ο Τένεσι Ουίλιαμς, το ενδιαφέρον βρίσκεται ακριβώς στην γκρίζα περιοχή της τέχνης, εκεί που τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Η περιοχή του «ανάμεσα» είναι αυτή που μας καλεί να σκεφτούμε, να αμφισβητήσουμε και να διερωτηθούμε για την ανθρώπινη φύση, παρά να απλοποιούμε τις καταστάσεις σε καλό και κακό.

O Σπούγιας φαίνεται ότι είναι ένα προϊόν μιας κοινωνίας όπου αξιακά και ηθικά παρέπαιε. Υπάρχουν αναλογίες με το σήμερα; Αν και το έργο τοποθετείται στο κοντινό παρελθόν.

Η ζωή, όπως λέω, είναι πλοκάμια. Όλα όσα συμβαίνουν τώρα, έχουν τις ρίζες τους σε ό,τι έχει περάσει πριν. Νιώθω ότι οι κυριολεξίες έχουν κλονιστεί. Για παράδειγμα, η δικαιοσύνη χωρίς ανεξαρτησία είναι άδικη, η δημοκρατία χωρίς κοινωνικό κράτος είναι ατελής, και η ελευθερία χωρίς σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι απλώς κενό γράμμα. Οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν αυτό, και πιστεύω ότι αυτές οι διαψεύσεις και οι ματαιώσεις δημιουργούν ένα ασήκωτο φορτίο για τη σύγχρονη κοινωνία.

Αν και μπορεί να φαίνεται ότι οι άνθρωποι σήμερα υποτάσσονται στις επιταγές των ισχυρών, αυτό δεν σημαίνει ότι στην καρδιά τους δεν σκέφτονται διαφορετικά. Νομίζω ότι το όνειρο, η ονειροπόληση, είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, και αυτό είναι κάτι που αποτυπώνεται και στο βιβλίο μου: Η νεότερη γενιά ορκίζεται ότι θα περιμένει ένα παγκόσμιο σκίρτημα, ότι δεν θα αρνηθεί διορισμό σε μια άγονη γραμμή, ότι θα κάνουν τα πάντα για να αγαπούν τα παιδιά. Και όμως, αυτό το πάθος, αυτή η δίψα για μια καλύτερη ζωή, έχει φτάσει να ακούγεται ρομαντικό και παράξενο. Η εποχή μας, δυστυχώς, δεν φιλοξενεί τα νιάτα και τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον.

Στο τέλος της ιστορίας, δεν υπάρχει η καθιερωμένη κάθαρση που περιμένει ο αναγνώστης μετά από την αποκάλυψη ή την τιμωρία ενός εγκλήματος. Μήπως ενστερνίζεστε την άποψη ότι κάποιες καταστάσεις στη ζωή δεν επιδέχονται εύκολες λύσεις ή δικαιολογίες;

Πράγματι, στο τέλος της ιστορίας δεν υπάρχει η καθιερωμένη κάθαρση που συχνά περιμένει ο αναγνώστης μετά από την αποκάλυψη ή την τιμωρία ενός εγκλήματος. Ο Σπούγιας διαπράττει αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το «φρικωδέστερο των εγκλημάτων». Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που απλώς δεν επιδέχονται συγχώρεση. Αν δεν υπήρχε το τελευταίο σημείωμα που αφήνει ο ίδιος, νομίζω πως η όλη διαδρομή του βιβλίου δεν θα μπορούσε να σταθεί.

Απαντώ εδώ περισσότερο ως αναγνώστρια παρά ως συγγραφέας. Εμένα με συγκινούν και ευγνωμονώ όχι τα βιβλία που ψάχνουν να είναι τέλεια – γιατί τέλεια βιβλία δεν υπάρχουν. Με συγκλονίζουν εκείνα που μιλούν βαθιά μέσα στην ψυχή μου, που με βάζουν να σκεφτώ, που με ταράζουν, που είναι δύσκολα. Αν ένα βιβλίο καταφέρει να με κάνει να αποτολμήσω ένα βηματάκι στη σκέψη μου, τότε αυτό το βιβλίο λειτουργεί λυτρωτικά. Αυτά είναι τα βιβλία που επιθυμώ να γράφω. Δεν με ενδιαφέρει να διεκπεραιώσω απλώς μία ιστορία – με ενδιαφέρει να αφήσω κάτι που θα ταράξει, θα προβληματίσει και ίσως να οδηγήσει σε μια εσωτερική, υπαρξιακή κάθαρση. Όχι εύκολες λύσεις, όχι συμβατικές εξηγήσεις. Γιατί και η ζωή δεν λειτουργεί έτσι.

Η βία στο βιβλίο σας δεν είναι θεαματική, αλλά ενσωματωμένη στον ιστό της καθημερινότητας. Ποια μορφή βίας θεωρείτε σήμερα πιο τοξική και πιο παραγνωρισμένη;

Πιστεύω ότι οι μορφές βίας σήμερα είναι τόσο ποικίλες, τόσο διασπαρμένες και τόσο ενσωματωμένες στην καθημερινότητα, που δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις. Και ακριβώς επειδή η βία έχει γίνει εμπορικό προϊόν, προβάλλεται αδιάκοπα από τα μέσα ενημέρωσης, αποκτά μία καθηλωτική δύναμη που την κάνει να φαίνεται ανίκητη. Αυτό, όμως, καταλήγει να διαβρώνει τη σκέψη μας και, κυρίως, τη σχέση μας με τον εσώτερο εαυτό μας — εκεί όπου μπορούν να συμβούν τα όμορφα πράγματα, οι ουσιαστικές βελτιώσεις.

Η βία στο βιβλίο μου δεν είναι κραυγαλέα ούτε θεαματική. Είναι σιωπηλή, καθημερινή, κρυμμένη στους μηχανισμούς της ζωής. Ίσως κάποιοι να τη θεωρήσουν παρωχημένο θέμα, όμως ζούμε σε έναν αιώνα που ξεκίνησε με γενικευμένους πολέμους, με ανθρώπους να πνίγονται στη Μεσόγειο, με παιδιά να μεγαλώνουν μέσα στην ανασφάλεια και την αδικία. Όσο κι αν προσπαθούμε να βρούμε κάτι όμορφο να κοιτάξουμε, συχνά δυσκολευόμαστε. Ίσως να είμαι πιο δύσπιστη από παλιότερα, αλλά για χάρη των παιδιών —που δεν φταίνε σε τίποτα και κουβαλούν τις δικές μας αποτυχίες — θα ήθελα τα πράγματα να είναι πιο ευοίωνα. Να μπορούν να ελπίζουν, να μπορούν να ανθίσουν χωρίς αυτό το ασφυκτικό βάρος.

Το ρήμα «κορνιζώνω» τι σημασία έχει για εσάς πλέον;

Νομίζω πως, με κάποιον τρόπο, κάθε βιβλίο είναι μια κορνίζα — κορνιζώνω την κοινωνική σύνθεση της κάθε εποχής, τις συνθήκες, τις αντιφάσεις της. Η πολιτική και η οικονομική διάσταση είναι πάντα στις παρυφές της αφήγησης, ποτέ δεν λείπουν, αλλά στην καρδιά των ιστοριών μου βρίσκονται οι χαρακτήρες, με μια καθαρά ανθρωποκεντρική ματιά που αντλεί από την πραγματικότητα της κάθε εποχής.

Γράφοντας, ψάχνω σαν τρελή την αγάπη — την πιστεύω ως το πιο μεγαλοπρεπές και ταυτόχρονα το πιο δημοκρατικό πράγμα στη ζωή. Δεν αντέχω την απουσία της. Δεν αντέχω να μην αγαπώ, να μην εμπιστεύομαι, να μην σέβομαι — ακόμη κι αν μερικές φορές πέφτω έξω. Ο Σπούγιας, για παράδειγμα, είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει να ανακαλέσει ούτε μία στιγμή θαλπωρής. Αυτό είναι τρομακτικό.

Το «κορνιζώνω» σημαίνει, επίσης, ότι στην ψυχή μου έχω κορνιζώσει ανθρώπους που αγάπησα και μπορεί να μην είναι πια εδώ. Δεν θέλω να τους αφήσω. Οι σχέσεις δεν τελειώνουν με τον θάνατο — αντιθέτως, συνεχίζουν να δουλεύονται μέσα μας. Έχω κορνιζώσει όχι μόνο αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και βλέμματα, στιγμές.

Πιστεύετε ότι σήμερα, στην εποχή του απόλυτου θεάματος και της υπερπληροφόρησης, υπάρχει περιθώριο για τους ανθρώπους να σοκαριστούν;

Πιστεύω πως, παρότι λέμε συχνά ότι «τα έχουμε δει όλα», η πραγματικότητα μάς διαψεύδει καθημερινά – πάντα εμφανίζεται κάτι καινούργιο, κάτι που μας ταράζει ή μας σοκάρει. Στην εποχή του απόλυτου θεάματος και της υπερπληροφόρησης, ο κορεσμός είναι μεγάλος, όμως η δυνατότητα του ανθρώπου να σοκαριστεί παραμένει – απλώς έχει γίνει πιο δύσκολο να φτάσουμε σε εκείνο το σημείο όπου κάτι μας αγγίζει αληθινά.

Στη ζωή και στη λογοτεχνία δεν μπορούμε, πια, να φέρουμε κάτι ριζικά νέο – δεν εφευρίσκουμε από την αρχή τις πλοκές ή τους χαρακτήρες. Αυτό που μπορούμε είναι να φωτίσουμε πτυχές τους, να προσθέσουμε την προσωπική μας ματιά, ένα μικρό λιθαράκι. Για μένα, θεμέλιο όλων είναι ο σεβασμός στην ανθρώπινη ύπαρξη. Όχι το πώς θα εκμεταλλευτούμε τον άλλον ή θα τον ισοπεδώσουμε, αλλά πώς θα τον προσεγγίσουμε, πώς θα τον αναγνωρίσουμε ως έναν ολόκληρο κόσμο.

Αυτό το θησαυροφυλάκιο της ανθρώπινης εμπειρίας, αυτή την «παπαδιαμαντική συνομιλία» – όπως μου αρέσει να τη λέω – είναι που έχει αξία να αναζητούμε. Μέσα εκεί υπάρχουν ακόμα χώροι που μπορούν να μας σοκάρουν, να μας συγκινήσουν, να μας αφυπνίσουν.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Παύλος Μαραγκός
Περισσότερα άρθρα από Συνέντευξη
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Μαθηματικά και Λογοτεχνία: Δύο κόσμοι που συνομιλούν

Μία συνέντευξη με τον μαθηματικό και συγγραφέα Ανδρέα Λύκο για μία ενδιαφέρουσα και ενίοτε…