
Η κοινωνική λειτουργός και συγγραφέας μοιράζεται μαζί μας έξι ιστορίες εμπνευσμένες από πραγματικές εμπειρίες ανθρώπων που συνάντησε στη διαδρομή της
Η κοινωνική λειτουργός και συγγραφέας Ευστρατία Γουντουδάκη «συστήνει» στο «Ε» το δεύτερο βιβλίο της, με τίτλο «Πίσω από τις Κλειδωμένες Πόρτες». Μέσα από έναν χαμηλό, κατά κύριο λόγο ανθρώπινο και εξομολογητικό τόνο, επιχειρεί να δώσει χώρο στην αλήθεια και την αξιοπρέπεια. Με γλαφυρό τρόπο «ρίχνει φως» σε όλες τις μορφές βίας που «δεν κάνουν θόρυβο». Μάλιστα, όπως αναφέρει η ίδια, ο τίτλος του βιβλίου της συμβολίζει την απόσταση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι».
«Το τραύμα, ειδικά όταν προέρχεται από βιώματα βίας, δεν αφήνει το στίγμα του μόνο στα θύματα· μπορεί να “αγγίζει” και να διαπερνά και το ευρύτερο περιβάλλον», σημειώνει, αναφερόμενη στη «δυναμική» του τραύματος.
Το σημαντικότερο είναι ότι η βία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ατομικό ή προσωπικό φαινόμενο. Είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα, και μόνο όταν αναγνωριστεί ως τέτοιο, μπορούμε να δράσουμε συλλογικά για την εξάλειψή της
Στο βιβλίο σας με τίτλο «Πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες» αντλείτε έμπνευση από έξι αληθινές ιστορίες που αποκαλύπτουν κρυφές μορφές βίας — εμπειρίες που συναντήσατε μέσα από την επαγγελματική σας πορεία ως Κοινωνική Λειτουργός. Πώς «γεννήθηκε» η ιδέα αυτού του βιβλίου και τι ήταν αυτό που σας ώθησε να δώσετε φωνή σε αυτές τις ιστορίες;
Ως κοινωνική λειτουργός, εργαζόμενη για πολλά χρόνια σε φορέα κατά της βίας των γυναικών, έχω έρθει πάμπολλες φορές αντιμέτωπη με μορφές βίας που «δεν κάνουν θόρυβο», είναι όμως εξίσου επιβαρυντικές για την ψυχοσυναισθηματική υγεία των θυμάτων.
Αυτό που με ώθησε να οδηγηθώ στη συγγραφή για δεύτερη φορά, μέσα σε περίπου δύο χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου μου βιβλίου, ήταν κυρίως η προσωπική μου ευαισθητοποίηση στα ζητήματα της βίας· η ανάγκη — αν θέλετε — να φωτιστεί το αθέατο, να μιλήσουμε για τη βία που δεν έχει «εικόνα», αλλά είναι το ίδιο καταστροφική.
Ήταν η ανάγκη μου να «καλέσω» τους αναγνώστες όχι απλώς να διαβάσουν, αλλά να νιώσουν, να αναγνωρίσουν, να αμφισβητήσουν ακόμα και την ίδια τους την καθημερινότητα. Γιατί, πολλές φορές, η βία φοράει γνώριμα πρόσωπα — και αυτό είναι που, τελικά, την κάνει τόσο ύπουλη.
Οι έξι ιστορίες του βιβλίου (εκ των οποίων η πρώτη είναι δική μου και βασίζεται σε αληθινά περιστατικά από την προσωπική μου ζωή) είναι εμπνευσμένες από πραγματικές εμπειρίες ανθρώπων που συνάντησα στη διαδρομή μου — επαγγελματική και προσωπική. Άνθρωποι που μου εμπιστεύτηκαν τον πόνο τους, συχνά για πρώτη φορά.
Ένιωσα, λοιπόν, πως τους χρωστάω κάτι περισσότερο από μια απλή καταγραφή. Τους χρωστάω φωνή.
Θα ήθελα να σταθούμε λίγο στον τίτλο του βιβλίου. Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μια «κλειδωμένη πόρτα»; Ποια είναι για εσάς η συμβολική της διάσταση και πώς την αποδίδετε μέσα στην αφήγηση; Με ποια εκφραστικά μέσα «ζωντανεύετε» αυτές τις εσωτερικές, αλλά συχνά αποσιωπημένες, πραγματικότητες;
Ο τίτλος «Πίσω από τις Κλειδωμένες Πόρτες» δεν επιλέχθηκε τυχαία. Η «κλειδωμένη πόρτα» είναι για μένα κάτι πολύ περισσότερο από ένα φυσικό όριο. Αποτελεί σύμβολο. Συμβολίζει την απόσταση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι», ανάμεσα στην εικόνα που προβάλλουμε προς τα έξω και σε όσα πραγματικά συμβαίνουν μέσα μας — ή μέσα στο σπίτι μας. Πίσω από μια κλειδωμένη πόρτα μπορεί να κρύβεται μια «σιωπή» που υπομένει στωικά, μια κραυγή, ένας φόβος που δεν ειπώθηκε ποτέ. Μπορεί να βρίσκεται ένα παιδί που μαθαίνει να σωπαίνει ή ένα παιδί που μιλά και αντιδρά, αλλά δε βρίσκεται κανείς γύρω του να το ακούσει, μια γυναίκα που έχει ξεχάσει πώς είναι να νιώθει ασφαλής, ένας άνδρας που «ντρέπεται» να επικοινωνήσει το τι του συμβαίνει, ένας άνθρωπος που υπομένει γιατί έχει πειστεί ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Κι όλα αυτά — αυτές οι «σιωπηλές πραγματικότητες» — είναι το υλικό της αφήγησής μου.
Αναφορικά με την αφήγηση, αποφάσισα να μην βασίζεται σε εντυπωσιασμούς ή δραματικές εξάρσεις. Αντιθέτως, επέλεξα έναν χαμηλό τόνο, κατά κύριο λόγο ανθρώπινο, σχεδόν εξομολογητικό τρόπο γραφής, γιατί θεωρώ ότι η αλήθεια δεν χρειάζεται φωνές — αρκεί να της δώσεις χώρο. Πολλές φορές, οι λέξεις που δεν γράφονται και υπονοούνται είναι εξίσου ισχυρές με εκείνες που αποτυπώνονται στο χαρτί. Αυτή η σιωπή μέσα στο κείμενο είναι συνειδητή — όπως και η προσπάθεια να δοθεί αξιοπρέπεια, όχι οίκτος. Γιατί πίσω από κάθε κλειδωμένη πόρτα υπάρχει μια ανθρώπινη ιστορία που αξίζει να ειπωθεί με σεβασμό και τρυφερότητα.
Διαβάζουμε από το οπισθόφυλλο: «το τραύμα πρέπει να αντιμετωπιστεί, οι πληγές πρέπει να επουλωθούν και τα θύματα, οι συνάδελφοι, οι φίλοι, οι συγγενείς, όλοι εμείς, χρειαζόμαστε απαντήσεις. Αλλιώς, ο πόνος θα επιμείνει και η λύτρωση δεν θα έρθει ποτέ». Πώς εννοείτε τη λύτρωση; Τι σημαίνει αυτό το τόσο φορτισμένο εννοιολογικά βίωμα στο πλαίσιο των ιστοριών που αφηγείστε;
Η λέξη λύτρωση στο πλαίσιο του βιβλίου και στην τελευταία ιστορία δεν επιλέχθηκε για λόγους εντυπωσιασμού – δεν ήταν στόχος να έρθει σαν θεαματικό φινάλε. Είναι κάτι πιο γήινο, πιο ανθρώπινο — κι ίσως γι’ αυτό πιο αληθινό. Για μένα, λύτρωση πρωτίστως σημαίνει να μπορείς να μιλήσεις για αυτό που σου συνέβη, χωρίς να σε πνίγει ο κόμπος. Λύτρωση είναι να πάρεις πίσω τη φωνή σου. Λύτρωση είναι το να μπορέσεις να σταθείς ξανά στα πόδια σου. Να ξυπνάς το πρωί και να μην νιώθεις ντροπή για κάτι που δεν ευθύνεσαι.
Μέσα στις έξι ιστορίες του βιβλίου, η λύτρωση δεν έχει πάντα την ίδια μορφή. Για κάποιους έρχεται μέσα από την αναγνώριση του τραύματος. Για άλλους, από τη στήριξη που τους προσφέρθηκε τη στιγμή που έμοιαζαν πιο μόνοι. Και για κάποιους, η λύτρωση ξεκινά απλώς από το ότι κάποιος τους άκουσε — στ’ αλήθεια. Όχι με αυτιά γεμάτα «περιέργεια», στερεότυπα ή προκαταλήψεις, αλλά με ενσυναίσθηση, γνήσιο ενδιαφέρον και με μια καρδιά που μπορεί να κρατήσει χώρο.
Όταν λέω πως όλοι «χρειαζόμαστε απαντήσεις», εννοώ πως η κατανόηση είναι πράξη θεραπείας, και δεν αναφέρομαι μόνο στα άτομα που έχουν βιώσει βία, αλλά και σε όλους εμάς τους θεατές. Όταν δεν απαντάμε, όταν σωπαίνουμε ή αποστρέφουμε το βλέμμα, το τραύμα γίνεται συλλογικό. Γι’ αυτό και η λύτρωση είναι επίσης συλλογική. Δεν είναι ευθύνη μόνο του θύματος να θεραπευτεί — είναι και ευθύνη δική μας να δημιουργήσουμε έναν κόσμο όπου η βία δεν θα έχει χώρο.
Η λύτρωση, λοιπόν, στις σελίδες του βιβλίου, είναι μικρές πράξεις γενναιότητας. Δεν προσφέρεται έτοιμη, δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις ούτε από εμάς τους επαγγελματίες, αλλά ούτε και από κανέναν. Απλά, κατακτιέται. Και κάθε φορά που ένας άνθρωπος βρίσκει τη δύναμη να πει την ιστορία του, κάθε φορά που κάποιος άλλος «είναι εκεί» να την ακούσει, ένα κομμάτι αυτής της λύτρωσης μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η επίδραση του τραύματος, όχι μόνο στο ίδιο το θύμα, αλλά και στο ευρύτερο περιβάλλον του, στους συγγενείς, στους φίλους, στους ανθρώπους που το πλαισιώνουν;
Το τραύμα, ειδικά όταν προέρχεται από βιώματα βίας, δεν αφήνει το στίγμα του μόνο στα θύματα. Μπορεί να «αγγίζει» και να διαπερνά το ευρύτερο περιβάλλον: συγγενείς, φίλους, συναδέλφους, ακόμη και τους επαγγελματίες που εμπλέκονται στην υποστήριξη του ατόμου. Προσωπικά, αυτό που συναντώ συχνά στην πράξη είναι η αίσθηση είτε της αδυναμίας είτε, ας μου επιτραπεί, της «αποποίησης ευθύνης»: «Και τι μπορώ να κάνω εγώ;», «Αν ανακατευτώ, μήπως τα κάνω χειρότερα και βρω και τον μπελά μου;» «Δεν είναι δική μου δουλειά», ή ακόμα και το ενοχικό «Μα είναι δυνατόν να μην καταλάβω τίποτα;» Οι άνθρωποι, ξέρετε, που «παρατηρούν» και βρίσκονται δίπλα στα θύματα, χωρίς να το αντιλαμβάνονται πολλές φορές, αναπόφευκτα κουβαλούν το βάρος μιας τραγωδίας που δεν είναι δική τους, όμως τους αφορά.
Γι’ αυτό και επιμένω ότι η υποστήριξη ενός θύματος δεν είναι προσωπική υπόθεση. Είναι συλλογική ευθύνη. Όχι μόνο για να προσφέρουμε ένα δίχτυ ασφάλειας στα θύματα, αλλά και για να επουλώσουμε τα δικά μας «ραγισμένα» κομμάτια, όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο να υποφέρει. Το τραύμα διαβρώνει σχέσεις, αλλά μπορεί — αν αναγνωριστεί και υποστηριχθεί σωστά — να γίνει και ευκαιρία για αληθινή σύνδεση. Γιατί στις στιγμές της απόλυτης ευαλωτότητας, το πιο ισχυρό που μπορούμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο είναι η παρουσία. Και το πιο θεραπευτικό που μπορούμε να κάνουμε, ακόμα κι αν δεν έχουμε όλες τις απαντήσεις, είναι να είμαστε εκεί.
Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος του ειδικού στη διαχείριση και επεξεργασία του τραύματος, στο επόμενο στάδιο μετά την αποκάλυψη ή την αναγνώρισή του;
Ο ρόλος του επαγγελματία — είτε πρόκειται για κοινωνικό λειτουργό, ψυχολόγο, ψυχοθεραπευτή ή άλλο επαγγελματία ψυχικής υγείας — είναι καθοριστικός και πολυδιάστατος στο στάδιο μετά την αποκάλυψη ή την αναγνώριση του τραύματος.
Πρωτίστως, ο ειδικός καλείται να σταθεί ως σταθερό, ασφαλές σημείο αναφοράς μέσα σε έναν κόσμο, που για το άτομο, έχει συχνά καταρρεύσει. Δεν έρχεται να «σώσει» ή να δώσει έτοιμες λύσεις. Έρχεται να στηρίξει, να δώσει «χώρο» για την έκφραση των πιο οδυνηρών συναισθημάτων όπως ο πόνος, η οργή, η σιωπή, η ενοχή — όλα όσα αναδύονται συνήθως όταν το τραύμα φανερώνεται.
Ο ειδικός βοηθά το άτομο να δώσει όνομα στην εμπειρία του, στο βίωμά του. Το να καταφέρεις να πεις «μου συνέβη αυτό» — συνιστά μια βαθιά θεραπευτική διαδικασία, η οποία ωστόσο από μόνη της δεν επαρκεί. Χρειάζεται να χτιστεί σχέση εμπιστοσύνης με τον επαγγελματία, μέσα στην οποία το άτομο θα νιώσει ότι δεν κρίνεται, ότι δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα.
Ο ρόλος του ειδικού είναι, επίσης, να βοηθήσει το άτομο να επανασυνδεθεί με τον εαυτό του. Το τραύμα έχει την τάση να θρυμματίζει την ταυτότητα, να φυλακίζει τους ανθρώπους σε ρόλους όπως «το θύμα», «η αδύναμη», «ο κατεστραμμένος». Μέσα από την συμβουλευτική ή την θεραπευτική διαδικασία, ο ειδικός δουλεύει για να ανακτηθεί η αίσθηση του ελέγχου, της αξιοπρέπειας και της αυτενέργειας.
Σε ποια συμπεράσματα καταλήγετε εσείς αναφορικά με τη βία; Τι την προκαλεί; Σε τι επίπεδο είμαστε ως χώρα στην εμφάνιση τέτοιων περιστατικών;
Η βία, όπως περιγράφεται, δεν είναι απλώς μια πράξη τυχαία ή αυθόρμητη. Καλλιεργείται και αναπαράγεται μέσα από κοινωνικά και πολιτιστικά πλαίσια που επιτρέπουν και νομιμοποιούν την κυριαρχία του ισχυρού. Οι στερεοτυπικοί ρόλοι φύλου, η οικογενειακή κακοποίηση, οι κοινωνικές ανισότητες και η έλλειψη σωστής παιδείας για τη σχέση σεβασμού είναι παράγοντες που ενισχύουν τη βία. Όμως, το πιο επικίνδυνο και διαρκές «καύσιμο» της βίας είναι η σιωπή και η ανοχή. Το να αποδεχόμαστε τη βία ως κάτι το αυτονόητο ή να υποστηρίζουμε την «ευθύνη του άλλου» είναι η βάση που επιτρέπει σε τέτοιες καταστάσεις να συνεχίζουν να υφίστανται.
Η βία δεν είναι μόνο ένα φαινόμενο που συμβαίνει σε «ακραία» περιστατικά. Συμβαίνει καθημερινά, σε σπίτια, σχολεία, χώρους εργασίας, ακόμα και στις πιο οικείες σχέσεις. Η κοινωνία, αν και αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη διάσταση του προβλήματος, χρειάζεται να κάνει περισσότερα. Η πρόληψη της βίας απαιτεί συνεχιζόμενη, συλλογική δέσμευση, ξεκινώντας από την εκπαίδευση μικρών παιδιών για το πώς να αναγνωρίζουν, να σέβονται και να βάζουν όρια. Το σύστημα πρέπει να ενδυναμωθεί με δίκτυα υποστήριξης, όπου οι θύτες και τα θύματα δεν αντιμετωπίζονται ως αποσπασματικές περιπτώσεις, αλλά ως μέρος ενός συνεκτικού κοινωνικού ιστού.
Το σημαντικότερο είναι ότι η βία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ατομικό ή προσωπικό φαινόμενο. Είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα, και μόνο όταν αναγνωριστεί ως τέτοιο, μπορούμε να δράσουμε συλλογικά για την εξάλειψή της. Είναι η αδράνεια και η αποδοχή της, που επιτρέπουν στην πράξη της βίας να λάβει χώρα.