
Μάλλον δεν φαίνεται να πηγαίνουν καλά τα πράγματα για την αμερικανική γεωργία, κι ας υποσχόταν ο Τραμπ ότι η “great” εμπορική του πολιτική δασμών θα ωφελούσε και τους αγρότες των ΗΠΑ, οδηγώντας τους σε «υπέροχες μέρες στο χωράφι».
Μόλις μερικά 24ωρα πριν, τα αντίμετρα της Κίνας και οι υψηλοί (στο 135%) δασμοί της στις εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων ανάγκασαν την υπουργό Γεωργίας Μπρουκ Ρόλινς να παρέμβει και να δηλώσει ότι εξετάζονται μέτρα στήριξης των αγροτών, ότι «όλα είναι στο τραπέζι» και ότι βρίσκονται σε μια περίοδο αβεβαιότητας, στην οποία χρειάζεται μάλλον να ληφθούν αποφάσεις για την οικονομική βοήθεια προς τους αγρότες.
Ξέχασε ότι και στην πρώτη θητεία του ο Τραμπ, σε μια μικρότερης έντασης εμπορική διαμάχη με την Κίνα, αναγκάστηκε να δαπανήσει 28 δισ. δολάρια για τη στήριξη των Αμερικανών αγροτών ενισχύοντας το εισόδημα και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων τους.
Παρά την εκλογική τους στήριξη στον Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, οι Αμερικανοί αγρότες εξέφρασαν πολύ νωρίς την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις των δασμών στον Καναδά και το Μεξικό, στις εξαγωγές και στο εισόδημά τους, αλλά και για την αντιμεταναστευτική πολιτική του Τραμπ, που δυσχέραινε την απασχόληση των μεταναστών – με δεδομένο μάλιστα το μεγάλο ποσοστό των οποίων απασχολείται στην αμερικανική εντατική γεωργία και στην βιομηχανία κρέατος.
Η αβεβαιότητα, τα «μπρος-πίσω» των αποφάσεων, η ισχυρή ανταποδοτική αντίδραση Κίνας, Καναδά, Μεξικού απειλούν τελικά τις εξαγωγές των ΗΠΑ στις χώρες αυτές, που απορροφούν το 50% περίπου των συνολικών αγροτικών εξαγωγών τους, ενώ παράλληλα αναμένεται να οδηγήσουν και σε απώλειες στις διεθνείς αγορές υπέρ των ανταγωνιστών τους όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Αυστραλία αλλά και η ΕΕ, όπως έγινε και στην πρώτη θητεία Τραμπ.
Ας σημειωθεί, όπως γράφει και ο Τάσος Χανιώτης[1], ότι η σύνθεση των εξαγωγών των ΗΠΑ είναι κυρίως χύδην εμπορευμάτων, συγκεντρώνεται σε τέσσερα προϊόντα (σόγια, αραβόσιτο, βόειο κρέας, ξηρούς καρπούς) με τέσσερις κύριους εισαγωγείς (Καναδά, Μεξικό, Κίνα, ΕΕ), ενώ η σύνθεση των εισαγωγών είναι αυτή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας με ισχυρότερη ανοδική πορεία που επηρεάζεται λιγότερο από τις συναλλαγματικές τιμές. Αυτή η εικόνα είναι ενδεικτική της αδυναμίας της αμερικάνικης γεωργίας να ανταποκριθεί τα περασμένα χρόνια στις διαφοροποιούμενες καταναλωτικές τάσεις της αμερικάνικης κοινωνίας.
Ως εκ τούτου φαίνεται ότι μια πολιτική υψηλών δασμών στα αγροτικά προϊόντα θα έχει ως συνέπεια την πτώση των εξαγωγών για τους παραγωγούς και την αύξηση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων για τους καταναλωτές.
Τα τραύματα της εμπορικής κρίσης της πρώτης περιόδου Τραμπ δεν έχουν επουλωθεί ακόμα. Οι μεγάλοι παραγωγοί ζωοτροφών (σόγιας, αραβόσιτου) όπως το Ίλινοϊς, η Άιόβα και η Μινεσότα έχασαν αγορές υπέρ της Βραζιλίας – τα 2/3 των εξαγωγών σόγιας της οποίας κατευθύνονται πλέον στην Κίνα. Αντίστοιχα η Καλιφόρνια, παγκόσμια δύναμη στην παραγωγή ξηρών καρπών, βρίσκει την Αυστραλία να κερδίζει έδαφος σε βάρος της στις διεθνείς αγορές. Με έναν αγροτικό τομέα 60 δισ. δολαρίων η Καλιφόρνια που εξάγει το 40% της παραγωγής της, εκτιμάται ότι θα πληγεί περισσότερο από τους ανταποδοτικούς δασμούς απ’ ότι από την πρόσφατη καταστροφική ξηρασία.
Επιπλέον αγορές όμως χάνονται για τους Αμερικανούς αγρότες και λόγω των αλλαγών στην πολιτική της κυβέρνησης και των περικοπών της τόσο στα προγράμματα διατροφής της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης (USAID) όσο και στα κοινωνικά προγράμματα διατροφικής βοήθειας/τραπεζών τροφίμων (SNAP food stamps, D-SNAP, και WIC για γυναίκες και παιδιά, κοκ). Προγράμματα που απορροφούσαν εγχώρια αγροτικά προϊόντα όπως ο αραβόσιτος, το σιτάρι, η σόγια, το ηλιέλαιο, τα φρούτα, τα λαχανικά, τα κοτόπουλα.
Πιο συγκεκριμένα, από έναν κατάλογο 5.341 διεθνών προγραμμάτων καταργήθηκε το 86% και διατηρήθηκαν μόνο 898, δηλαδή το 14%. Ενώ οι περικοπές στα προγράμματα διατροφικής βοήθειας για την αντιμετώπιση της διατροφικής ανασφάλειας στο εσωτερικό των ΗΠΑ ξεπέρασαν το 50% αυτών την στιγμή που, μόλις το 2023, 18 εκατ. νοικοκυριά και περισσότεροι από 50 εκατ. πολίτες βρέθηκαν σε κατάσταση ανασφάλειας και αναζητούσαν διατροφική βοήθεια σε διάφορες κοινωνικές δομές.
Έτσι, αν και οι εκτιμήσεις λένε ότι θα υπάρξουν πρωτοβουλίες στήριξης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η αποτελεσματικότητά τους αμφισβητείται λόγω της αναμενόμενης μείωσης προσωπικού, προγραμμάτων και προϋπολογισμού.
Οι επιπτώσεις των παραπάνω πολιτικών πλήττουν τον αγροτικό τομέα και το γεωργικό εισόδημα, αυξάνουν τον πληθωρισμό τροφίμων, διευρύνουν τις ανισότητες και την διατροφική ανασφάλεια και αναμφίβολα οδηγούν σε κρίση το επισιτιστικό πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών στο οποίο η συμβολή των ΗΠΑ ήταν καθοριστική.
Παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις Τραμπ, τελικά, «οι μέρες στο χωράφι» δεν φαίνεται να είναι τόσο υπέροχες για τους Αμερικανούς αγρότες, αλλά ούτε και για τους καταναλωτές.
[1] https://www.linkedin.com/pulse/trumpspeak-trade-us-farmers-have-fun-tassos-haniotis-kfkwe/?trackingId=N5XfCIatTsCk9LFf7nHFwQ%3D%3D
Πηγή: Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ