Σοβαρές παραβάσεις και αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των ερευνών για την αστυνομική βία κατά πολιτών, σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ και τα πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδεικνύει τις αδυναμίες του ελληνικού συστήματος δικαιοσύνης στη διερεύνηση περιστατικών αστυνομικής βίας. Συγκεκριμένα, η απόφαση αναφέρεται στην αποτυχία των αρχών να διερευνήσουν αποτελεσματικά την υπόθεση κακοποίησης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, κάτι που συνιστά παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για δύο από τους προσφεύγοντες, διαπιστώθηκε επίσης παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3, που αφορά την απαγόρευση της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης.
Η υπόθεση αφορά τη σύλληψη και κακοποίηση τριών πολιτών από αστυνομικούς τον Οκτώβριο του 2016, κατά τη διάρκεια μιας καταδίωξης. Όπως καταγγέλλουν τα θύματα, οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν υπέρμετρη βία και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, με αποτέλεσμα σοβαρούς τραυματισμούς για δύο από αυτούς. Παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις τους για ιατροδικαστική εξέταση, οι εξετάσεις δεν πραγματοποιήθηκαν έγκαιρα, γεγονός που ενίσχυσε την αίσθηση ότι υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης.
Το ΕΔΔΑ, με την απόφασή του, επικαλείται τα πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος διαπίστωσε «έλλειμμα ανεξαρτησίας» στη διαδικασία της πειθαρχικής έρευνας, καθώς η ΕΛΑΣ έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, υιοθετώντας το απαλλακτικό αποτέλεσμα της ποινικής δίκης. Επίσης, η Αρχή επισήμανε την έλλειψη ιατροδικαστικής εξέτασης, γεγονός που ενίσχυσε την αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα και την ανεξαρτησία της έρευνας.
Η παραβίαση του άρθρου 14, που αφορά στην αποτυχία διερεύνησης τυχόν ρατσιστικού κινήτρου στην υπόθεση, αποτελεί επίσης κεντρικό σημείο της απόφασης. Η κυβέρνηση και οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν ότι οι τραυματισμοί των θυμάτων οφείλονταν σε προσπάθεια διαφυγής και ατυχήματα, ενώ χαρακτηρίστηκαν ως «απολύτως αναγκαίοι» οι τραυματισμοί που υπέστησαν οι πολίτες.
Η απόφαση αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ισχυρότερους μηχανισμούς ελέγχου της αστυνομικής αυθαιρεσίας και διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, στη δική του αναφορά, υπογραμμίζει ότι η διαρκής αναγνώριση του έργου του από το ΕΔΔΑ πιστοποιεί την ανάγκη για ενίσχυση της ανεξαρτησίας των μηχανισμών ελέγχου και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που είναι βασικά στοιχεία του κράτους δικαίου σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία.