Είχε πολύ κρύο εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων. Λίγο, μάλιστα, πριν νυχτώσει άρχισαν να πέφτουν αραιές κι ύστερα από λίγο πολύ πυκνές οι νιφάδες του χιονιού. Τα παιδιά, η Ευανθία, ο Σπύρος κι η Χαρίκλεια, κοιτούσαν πίσω από τα τζάμια των παραθύρων, τα οποία θόλωναν από το ζεστό χνώτο τους κάθε που τα πλησίαζαν, για να τις παρατηρήσουν καλύτερα. Τους άρεσαν πολύ τούτες οι λευκές πεταλούδες που ’ρχονταν από ψηλά, για να στολίσουν το χειμωνιάτικο τοπίο και πάντα θαύμαζαν τον τρόπο με τον οποίο έπεφταν απαλά δημιουργώντας έναν λευκό μανδύα. Με μεγάλη τέχνη γινόταν, άλλωστε, αυτό, αφού όσα σημεία έμεναν ακάλυπτα, δημιουργούσαν ποικίλες φωτοσκιάσεις, οι οποίες συμπλήρωναν τον πίνακα που ζωγράφιζε η φύση!
Έξω το χιόνι κάλυπτε κατά την προτίμησή του ό,τι έβρισκε στον δρόμο του κι η νύχτα, παγερή, έκρυβε από τα μάτια τους ό,τι το χάραμα θ’ αντίκριζαν! Κι έμοιαζαν, τόσο το χιόνι όσο κι η νυχτιά, με τον ζωγράφο που δεν αποκαλύπτει τα στάδια δημιουργίας κάποιου έργου του, αλλά το δείχνει προς θαυμασμό όλων, αφού βάλει και την τελευταία πινελιά του.
Μέσα στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, όπου διαβιούσε η οικογένειά τους τις περισσότερες ώρες της μέρας, εκείνο το βράδυ επικρατούσε εορταστική ατμόσφαιρα και αναμονή. Αλλά μαζί μ’ αυτά κυριαρχούσε, ή μάλλον βασίλευε, και κρύο! Το τζάκι, μοναδική εστία θέρμανσης, με τα παράθυρα και τις πόρτες να μπάζουν αέρα, έκανε ό,τι δύνονταν* για να τους ζεστάνει.
Η μητέρα τους είχε ετοιμάσει τα καθιερωμένα εορταστικά ψωμιά, καθάριο και μπομπότα, πάνω στα οποία είχε σχηματίσει με κύπελλο βελανιδιού και δαχτυλήθρα διάσπαρτα στρογγυλά σχήματα, τα λεγόμενα κατσίκια, όλα σύμβολα αφθονίας και προκοπής! Ανάμεσα σ’ αυτά είχε κάνει και τσιμπιές με πιρούνι, για να βγαίνουν τα μάτια όσων κοίταζαν κακόβουλα το σπίτι! Και φυσικά, είχε ετοιμάσει τα φαγητά για την άλλη μέρα, τα οποία γαργάλιζαν τη μύτη όλων με τις γιορτινές μυρουδιές τους.
Τα παιδιά, αφού κατά το συνήθειο στόλισαν το κέδρινο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το καμάρωναν από απόσταση, αφού τοποθετημένο σε μια άκρη του δωματίου βρισκόταν μακριά από την αναμμένη εστία. Η οικογένεια, όπως και τ’ άλλα βράδια, μαζεύτηκε γύρω της κι ο καθένας πλησίαζε ή απομακρυνόταν κατά περίπτωση απ’ αυτήν ανάλογα με την ένταση της φλόγας. Για να προστατεύσουν το πίσω μέρος του κορμιού τους, μάλιστα, συνήθιζαν ν’ αρμαθιάζουν σε διάταξη πετάλου τις υπάρχουσες καρέκλες πάνω στις οποίες τοποθετούσαν ένα κόκκινο χράμι, για να κόβει το κρύο. Τούτο το αυτοσχέδιο ανάχωμα, το οποίο κατασκευαζόταν κάθε μέρα κατά το σούρουπο αποκλειστικά από τα παιδιά, έμοιαζε με κείνα τα παιχνίδια που τα παιδόπουλα χαίρονται επαναληπτικά, σχεδόν ιεροτελεστικά, να παίζουν! Πόσο μάλλον που ετούτο είχε και χρηστικό χαρακτήρα.
Καθισμένοι, λοιπόν, μπροστά από τον ιδιότυπο κόκκινο θρόνο τους, απέναντι από τη φωτιά, θύμιζε τούτη η εικόνα βωμό, όπου η οικογένεια προσευχόταν στους εφέστιους θεούς κι ευχόταν υγεία, μακροημέρευση και προκοπή! Κι αν έβλεπε κανείς τούτη την ομήγυρη με ελεύθερο νου θα ’λεγε χωρίς άλλο πως δεν απέχει από το να είναι το ίδιο ιερή, σχεδόν θεία, αφού τα μέλη της οικογένειας ήταν όλα εκεί κι, εκτός από τη σχετική ανέχεια, την οποία αντιπάλευαν με τον καθημερινό μόχθο, ένιωθαν ευτυχείς κι αγαπημένοι έχοντας υιοθετήσει, ίσως κατ’ ανάγκη, την άποψη πως ευτυχής δεν είναι εκείνος που έχει πολλά, αλλά εκείνος που αρκείται στα λίγα!
Ανάμεσα, λοιπόν, στα λίγα που πολλά λογιούνταν, ήταν κι η συντροφικότητα, την οποία με κάθε τρόπο απολάμβαναν. Το λιτό φαγητό, οι ατέρμονες συζητήσεις κι οι αφηγήσεις που τραβούσαν σε μάκρος, έδιναν με τον τρόπο τους τον τόνο της γιορτής ακόμα και τις μέρες που δεν υπήρχε. Διότι η επικοινωνία, το άγγιγμα της ψυχής εκείνων που αγαπιούνται, δεν μπορεί παρά να ’ναι γιορτή και εκλεκτή σχόλη. Πόσο, μάλλον, που αυτή η νυχτιά ήταν γιορτινή και μεγάλη γιορτή θα ξημέρωνε.
Έτσι, μετά το καθιερωμένο πάντρεμα* της φωτιάς, κατά το οποίο εύχονταν να φέρει η καινούργια χρονιά που πλησίαζε «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς» ή «Αρνιά, κατσίκια, γρόσια και φλουριά, νύφες και γαμπρούς», ακολούθησε το λιτό σαρακοστιανό δείπνο. Ροδοψημένες πυρομάδες* συνοδευμένες με σύκα ξερά και σούμπρα,* τα οποία γλύκαιναν σχεδόν ερωτικά τους γευστικούς κάλυκες, ενώ οι μυρουδιές από τα γιορτινά φαγητά συνέχιζαν να πολιορκούν επίμονα τα ρουθούνια και τις γαστριμαργικές τους επιθυμίες.
Με τόσες μυρουδιές διάχυτες, ενώ όλοι γεύονταν το ψωμί και τους ξηρούς καρπούς, η Χαρίκλεια που περίμενε πώς και πώς τα Χριστούγεννα, τα οποία θα έδιναν τέλος στα σαρακοστιανά φαγιά, δεν άντεξε κι είπε σχεδόν ικετευτικά:
-Μανούλα, δεν κόβεις ένα μικρό κομματάκι από τα ωραία λουκάνικα που έφτιαξες, αφού λίγες ώρες απομένουν για τα Χριστούγεννα;
-Όχι, αγάπη μου, όχι! Δεν έχουμε πει πως, αν δεν φτάσει η Παναγία με τον νεογέννητο Χριστούλη, δεν τρώμε τίποτα αρτύσιμο;
-Ε! Ναι! Μα, όπου να ’ναι φτάνει! Νομίζω, μάλιστα, πως έχει αργήσει κιόλας!
-Όχι, όχι. Δεν έχει αργήσει! Δεν έχουμε πει πως θα φτάσει κοντά στο χάραμα, μια κι ο καιρός είναι κακός και το γαϊδουράκι που την κουβαλάει είναι κουτσό και δεν μπορεί να βαδίσει γρήγορα;
-Αμάν, είπε η μικρή και σηκώθηκε όρθια, σχεδόν αγανακτισμένη. Κάθε χρόνο κουτσό γαϊδουράκι της δίνουν; Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό! Αν η Παναγία τραβάει τέτοιες ταλαιπωρίες χειμωνιάτικα, τι θα κάνουν όλοι εκείνοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα!
-Κι όμως, Χαρικλάκι μου, κι όμως! Με το κουτσό γαϊδουράκι θα ’ρθει κι όπως κάθε χρόνο θα φτάσει στην ώρα της! Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που δεν θα ’ρθουν ούτε αυτά τα Χριστούγεννα, πρόσθεσε η μητέρα, όχι μόνο για ν’ αλλάξει κουβέντα, αλλά κι επειδή από το πρωί σκεφτόταν επίμονα τον αδελφό της που ’χε στην ξενιτιά.
-Ποιοι, μανούλα, ποιοι είναι αυτοί που δεν θα ’ρθουν, είπαν και τα τρία παιδιά με μια φωνή.
-Να, όλοι εκείνοι που ’ναι στην ξενιτιά κι ανάμεσα σ’ αυτούς, δεν πιστεύω να μην το θυμάστε πως βρίσκεται εκεί, ο αδελφός μου και θείος σας, ο Χρήστος!
-Ναι, μανούλα! Πώς δεν θυμόμαστε! Ξεχνιούνται κάτι τέτοια; Μόνο που δεν τον έχουμε γνωρίσει! Η φωτογραφία εκεί στον τοίχο μέσα στη σκαλιστή κορνίζα δείχνει πως είναι όμορφος! Αλλά, γιατί δεν έρχεται; Τι κάνει εκεί στην ξενιτιά τόσα χρόνια;
-Αχ, αγάπες μου! «Τα ξένα παίνα* τα και μην τα περπατήσεις», αλλά και «Οπού ’χει στα ξένα καρτερεί, στον χάρο δεν παντέχει*», έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου, η γιαγιά Φροσύνη, και θαρρώ πως είχε δίκιο. Τι εκεί στην ξενιτιά όποιος πάει ή από τα κάλλη και τα πλούτη της θα μαγευτεί και δε θα ματαγυρίσει ή από αρρώστια ή άλλη συμφορά, μακριά από τον τόπο και από τους δικούς του θα χαθεί! Κι όσοι πίσω θα ’χουν μείνει, θα ζουν με μόνιμη απαντοχή πως κάποια μέρα θα γίνει η πολυπόθητη επιστροφή του!
-Α! Μπορεί όλααα αυτά να συμβούν, είπε με θαυμασμό ο Σπύρος. Κι έλεγα κι εγώ, άμα μεγαλώσω, να φύγω να πάω εκεί, να καζαντίσω και πάλι πίσω να ’ρθω με γρόσια και φλουριά, όπως λέει κι η ευχή μας στο πάντρεμα της φωτιάς, κι όλοι μαζί εδώ να ζήσουμε καλύτερα!
-Μην το ξαναπείς αυτό, αγόρι μου! Μην το ξαναπείς! Γιατί άλλο να το σκέφτεσαι κάτι κι άλλο να το ζήσεις. Λες πως τυχαία γεννήθηκαν οι στίχοι «Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη, / τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα»; Ναι, αγόρι μου, βαρύτερα είν’ τα ξένα!
Ο πατέρας, όσο η μητέρα συζητούσε με τα παιδιά, άκουγε και κοιτούσε αμίλητος και συλλογισμένος τις πύρινες γλώσσες που έγλυφαν λαίμαργα τα ξερά ξύλα στο τζάκι και τα καταβρόχθιζαν αισθαντικά λες, όπως το θεριό το θήραμά του, σκορπώντας ζέστη και γλυκιά θαλπωρή. Όχι, δεν ήταν που δεν είχε τίποτα να πει. Αντιθέτως! Απλά εκείνη τη στιγμή κατέκλυσαν τη σκέψη και την ψυχή του μνήμες, ερωτηματικά και διλήμματα από τη δική του εμπειρία στην ξενιτιά, όταν πριν χρόνια πήγε κει, για ν’ αναζητήσει την τύχη του. Η μοναξιά που ένιωσε όμως, κι ο έρωτας που από παιδί σχεδόν ένιωθε για την όμορφη Μαριώ, γυναίκα του και μάνα των παιδιών του, τον έκαναν να επιστρέψει και ποτέ δεν μετάνιωσε γι’ αυτό. Μπορεί στον τόπο του να μην απόκτησε τα πλούτη, τα οποία του υποσχόταν η ξενιτιά, αλλά ένιωθε ευτυχής, γιατί με τον ιδρώτα του προσώπου του πάλευε και κατάφερνε να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την οικογένειά του. Και φυσικά, τίποτα πλέον δεν ήταν πιο σημαντικό και τίποτα δεν τον έκανε πιο ευτυχισμένο από τα τρία αγγελούδια του και την αγάπη της ζωής του, τη Μαριώ!
-Ε, πατέρα, πες μας και συ κάτι! Τι έπαθες και τίποτα δε λες απόψε; Έλα, πες μας, απευθύνθηκαν αιτητικά τα παιδιά κι η σύντροφός του τού ’γνεψε καταφατικά κοιτώντας τον ερωτικά με τα μεγάλα της μάτια. Του χαμογέλασε κιόλας, σχεδόν συνωμοτικά, με κείνο το χαμόγελο που ποτέ δεν λησμονούσε κι ήταν μόνιμος πειρασμός όσο βρισκόταν στην ξενιτιά. Άλλωστε, η ώρα απαιτούσε αφηγήσεις και άλλα όμοια, μια κι ακόμα και το Χαρικλάκι που ορεγόταν τα λουκάνικα είχε ξεχαστεί. Τόση γοητεία είχαν ασκήσει πάνω της η ιστορία με το κουτσό γαϊδουράκι της Παναγιάς κι όσα με την ξενιτιά και το θείο Χρήστο σχετίζονταν. Τώρα, είχε έρθει η ώρα του πατέρα να ιστορήσει, έτσι, όπως μόνο αυτός το γνώριζε.
-Εντάξει, παιδιά μου! Συμπαθάτε με που τόσην ώρα μένω αμίλητος, αλλά με συνεπήραν οι θύμησες και με γιόμισαν χαρμολύπες! Και πάλι σας λέω συμπαθάτε με και μέρα που ’ναι, έτσι για τα χρόνια που ’ζησα στην ξενιτιά, για τον θείο Χρήστο που τον καρτερούμε από κει να ’ρθει και μια κι αύριο είναι η γιορτή του, δεν θα σας πω ιστορίες.
-Αχ, πατέρα, γιατί;
-Να, γιατί θα σας πω κάτι άλλο! Ένα τραγούδι!
Με τα μάτια των παιδιών ορθάνοιχτα και με τη σύντροφό του να τον κοιτά όλο αγάπη, ο Στέλιος άρχισε έναν σκοπό της ξενιτιάς, σκοπό λυπητερό, γιομάτον παράπονο:
Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω,
κι εγώ τους λέω δεν μπορώ, τους λέω εγώ δεν ξέρω.
Βαστάξτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
τα ποδαράκια με πονούν, τα γόνατα με σφάζουν,
με πήραν τα γεράματα κι άσπρισαν τα μαλλιά μου.
Και τώρα για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους
θα πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα.
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα.
Πααίνουν* ανύπαντρα παιδιά κι έρχονται γερασμένα.
Παρηγοριά έχει ο θάνατος και λησμοσύνη ο χάρος,
ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζει η μάνα απ’ το παιδί, και το παιδί απ’ τη μάνα,
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
Με τα βλέμματα όλων να κρέμονται από τα χείλη του, τα οποία έμελπαν με μύχιο πόνο τους καημούς της ξενιτιάς, και με τον απόηχό της στην ψυχή τους πήγαν για ύπνο όλοι εκείνο το βράδυ, ενώ η επιθυμία για απαγορευμένα φαγητά είχε καταλαγιάσει κι η Παναγιά συνέχιζε το επίπονο ταξίδι της μέσα στη νύχτα με το κουτσό γαϊδουράκι! Όπου να ’ταν θα ’φτανε!