Ο συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός μιλάει στο «Ε» με αφορμή την παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Παλιές και νέες χώρες» το Σάββατο 30 Νοεμβρίου στην ΦΕΞ
«Η αστική ευγένεια που έχει εκλείψει από τους συνομηλίκους μου, υπάρχει κατά κάποιον τρόπο στη νέα γενιά, κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα»
Το Βιβλιοπωλείο Πυργελή, η Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης και οι Εκδόσεις Πατάκη σας προσκαλούν το Σάββατο, 30 Νοεμβρίου, στις 19:30, στο Σπίτι Πολιτισμού της ΦΕΞ (Μαυρομιχάλη & Παλαιολόγου, Ξάνθη) για την παρουσίαση του βιβλίου του Ισίδωρου Ζουργού «Παλιές και νέες χώρες».
O συγγραφέας μιλά στο «Ε» μέσα από μία ενδιαφέρουσα συζήτηση, «ξετυλίγοντας» την υπόθεση του βιβλίου. Παράλληλα, εξηγεί πώς ο ίδιος αντιλαμβάνεται και «αισθάνεται» τη γραφή, τη μόρφωση και την παιδεία. Τέλος, καταλήγει σε ορισμένες διαπιστώσεις και συμπεράσματα σχετικά με τη νέα γενιά και τη σχέση της νεολαίας με το βιβλίο.
«Βλέπω, λοιπόν, πως αυτή η αστική ευγένεια, που έχει εκλείψει από τους συνομηλίκους μου, υπάρχει κατά κάποιον τρόπο στη νέα γενιά, κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα. Το “ευχαριστώ” από τα παιδιά σήμερα είναι πιο συχνό», παρατηρεί χαρακτηριστικά.
Μιλήστε μας για την υπόθεση του βιβλίου σας «Παλιές και νέες χώρες».
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στα τέλη του 19ου αιώνα και περνά μέσα από τρεις πόλεις της εποχής: την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Ερμούπολη. Η Θεσσαλονίκη, προφανώς, ανήκε ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η Αθήνα ήταν μια πρωτεύουσα που προσπαθούσε να μοιάσει με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αν και αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα. Η Ερμούπολη, από την άλλη, ήταν στα μέσα του 19ου αιώνα η ουσιαστική εμπορική πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, όμως την εποχή που τη συναντάμε στο βιβλίο, είχε αρχίσει να φθίνει ο πλούτος και η δύναμή της, εξαιτίας της εφεύρεσης των ατμόπλοιων.
Το βιβλίο πραγματεύεται μία ερωτική ιστορία ανάμεσα σε μία δυναμική γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη και έναν άντρα από την Αθήνα, ο οποίος είναι ένας καλοπροαίρετος ευγενής αστός, μολονότι αρκετά αμήχανος και ανυποψίαστος για τις κακίες του κόσμου, ένας άνθρωπος ολίγον αφελής. Έτσι, χωρίς να είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι του γυναικείου και του αντρικού φύλου στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτοί οι δύο άνθρωποι ερωτεύονται. Το βιβλίο ασχολείται με τη μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης και το πώς μπορεί κάποιος να κερδίσει από αυτά που δεν έχει χάρη στον άλλον. Επίσης, παρουσιάζει τη φθορά μιας ερωτικής σχέσης, κάτι που θεωρώ ότι αφορά όλους τους αναγνώστες, όλων των εποχών.
Επιπλέον, πρόκειται για ένα βιβλίο που αναφέρεται ταυτόχρονα στους φάρους και στους φαροφύλακες, στον σιωπηλό κόσμο των υπηρετών και των υπηρετριών, και έχει μία κρυφή συνομιλία με τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, αλλά και με τον κόσμο του Ιουλίου Βερν. Όλα αυτά αναδύονται μέσα από την αφήγηση της ερωτικής σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους.
Τι προσδοκάτε να μείνει στον αναγνώστη μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης;
Αυτό που τελικά θα μείνει στον αναγνώστη από την ανάγνωση, κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να το προκαθορίσει, καθώς ο αναγνώστης, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, διαλέγει ό,τι «κουμπώνει» περισσότερο με τις ανάγκες του, τις προσδοκίες του και την προσωπικότητά του. Έτσι, είναι το ελεύθερο παιχνίδι της ανάγνωσης: ο συγγραφέας αραδιάζει σελίδες, χαρακτήρες, γεγονότα και πρόσωπα, και ο αναγνώστης επιλέγει ή απορρίπτει, επιβραβεύει ή αδιαφορεί για ό,τι του προσφέρει ο κάθε συγγραφέας.
Δεδομένου πως τα περισσότερα βιβλία σας είναι ιστορικά μυθιστορήματα, πείτε μας δύο λόγια για αυτή την επιλογή.
Έχω πει σε αρκετές περιπτώσεις πως κανένα από τα βιβλία μου δεν φέρει την ένδειξη «ιστορικό μυθιστόρημα», παρά μόνο «μυθιστόρημα». Εγώ ο ίδιος δεν βιάζομαι να χαρακτηρίσω τα βιβλία μου, ωστόσο χρησιμοποιώ συνήθως έναν άλλον όρο που δεν είναι τόσο δόκιμος, αλλά νομίζω ότι εξυπηρετεί καλύτερα τον σκοπό, δηλαδή τα αποκαλώ «μυθιστορήματα ιστορικού περιβάλλοντος». Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα γραμματειακό είδος καθορισμένο, αλλά δεν είναι όλα μου τα βιβλία ιστορικά μυθιστορήματα. Έχω εκδώσει έντεκα μυθιστορήματα και οκτώ από αυτά σχετίζονται με τον ιστορικό χρόνο, ενώ τα υπόλοιπα τρία αναφέρονται στο παρόν. Βέβαια, η σχέση μου με την ιστορία είναι εμφανής σε όλα τα βιβλία μου, όμως σε αρκετές περιπτώσεις δεν αποκλείεται η αναφορά στο σήμερα, είτε αυτό γίνεται άμεσα, είτε έμμεσα, διότι μέσα από τα ιστορικά γεγονότα πολλές φορές οι συγγραφείς υπενθυμίζουν και επίκαιρα θέματα.
Ποια είναι η σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας; Πώς συμπλέκονται;
Η ιστορία είναι μία αφήγηση με επιστημονικούς όρους. Από την άλλη, η λογοτεχνία, το μυθιστόρημα, είναι μία αφήγηση του παρελθόντος που δεν ακολουθεί μόνο ορθολογικούς όρους και προφανώς καθόλου επιστημονικούς. Η ιστορία δομείται πάνω σε βασικές αρχές, ώστε να είναι επιστήμη. Αντίθετα, το μυθιστόρημα στηρίζεται κυρίως στην ενσυναίσθηση, στη δύναμη της επινόησης και της φαντασίας. Προφανώς, το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί πραγματολογικά υπαρκτά στοιχεία του παρελθόντος, αλλά τα συνδυάζει και τα αναδεικνύει με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο.
Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς την γραφή; Πώς την ορίζετε;
Η σχέση με τη γραφή είναι όπως η σχέση με την αναπνοή. Είναι το αποτύπωμα του συγγραφέα περνώντας από αυτόν τον κόσμο, είναι ένα παλίμψηστο από συναισθήματα, ιδέες, όνειρα και φόβους. Ουσιαστικά, είναι ένας μεγάλος πίνακας των σκέψεων και των συναισθημάτων του συγγραφέα μέσα σε πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Γι’ αυτό, κάθε συγγραφέας έχει τον δικό του λόγο και ύφος. Είναι ιδιοπρόσωπες η γραφή και το αποτύπωμα, καθώς αφορούν αποκλειστικά έναν και μόνο άνθρωπο, αναφορικά με τον τρόπο που αποδίδονται λέξεις και νοήματα.
Έχει κάποιο βιβλίο σας ιδιαίτερη θέση για εσάς μέσα στη συνολική συγγραφική σας παραγωγή;
Η σχέση του συγγραφέα με τα βιβλία του είναι γονεϊκή. Δεν μπορεί να δείξει περισσότερη αγάπη ή μεγαλύτερο ενδιαφέρον για ένα βιβλίο. Μάλιστα, γνωρίζει πολύ καλά τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα όλων των βιβλίων του, τα αγαπά εξίσου και δεν ξεχωρίζει κανένα. Απλώς, από τα έντεκα βιβλία που έχω εκδώσει, υπάρχουν κάποια που ενδιαφέρουν μια ιδιαίτερη κατηγορία αναγνωστών, ενώ κάποια άλλα ίσως άλλους αναγνώστες. Δεν υπάρχει κανένα που να το θεωρώ εμφανώς καλύτερο, ας πούμε ως την ναυαρχίδα του λογοτεχνικού μου στόλου. Η ματιά μου είναι αγαπητική και κριτική στα βιβλία μου, με τρόπο ώστε να μην ξεχωρίζει κανένα από αυτά.
Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού έπαιξε ρόλο στην απόφασή σας να ασχοληθείτε με την συγγραφή;
Τριάντα δύο χρόνια εργάστηκα πράγματι ως εκπαιδευτικός, δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο. Νομίζω, βέβαια, πως θα γινόμουν συγγραφέας όποια δουλειά κι αν έκανα. Ζώντας στον χώρο της εκπαίδευσης, βρίσκεσαι σε μία δουλειά εξαιρετικά κουραστική, αν την εννοείς πραγματικά, αλλά είναι μία δουλειά «φωτεινή», ανήκοντας στα επαγγέλματα της φωτεινής πλευράς του κόσμου, όπως συνηθίζω να λέω. Έχεις να κάνεις με νέους ανθρώπους, με βιβλία, με μορφωτικά αγαθά. Άλλωστε, η καθημερινότητά σου περνά μέσα από αυτά. Είναι μία δουλειά που δεν «θάβει» το συναίσθημα, αλλά σου προσφέρει, αντιθέτως, μία συναισθηματική πολυτέλεια. Τελικά, υποβοηθά εμμέσως το συγγραφικό έργο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός πως πολλοί συγγραφείς έχουν βιοποριστεί από τον χώρο της εκπαίδευσης.
Πώς βλέπετε την σχέση των νέων με το βιβλίο; Σε ποια συμπεράσματα καταλήγετε;
Υπάρχει ένα θέμα το οποίο έχει να κάνει με την κυριαρχία της εικόνας και αφορά όλες τις ηλικίες, από την παιδική μέχρι και τους ενήλικες. Η εικόνα πια είναι δωρεάν, προσφέρεται αφειδώς. Εγώ, λόγου χάριν, γεννήθηκα σε έναν κόσμο όπου η εικόνα ήταν δυσεύρετη, οπότε τα βιβλία, κατά ένα μέρος, αντικαθιστούσαν αυτή τη νοσταλγία της εικόνας. Επομένως, θεωρώ ότι αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τους εφήβους, γιατί η προσήλωσή τους στην εικόνα και το διαδίκτυο είναι πολύ μεγαλύτερη. Όλες αυτές οι ώρες στην οθόνη υφαρπάζονται από πιθανές ώρες ανάγνωσης. Αυτό δεν είναι λόγος να παρατάμε τα όπλα. Η προσπάθεια όλων των φορέων που στηρίζουν την ανάγνωση (σχολεία, συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφοι) πρέπει να συνεχιστεί. Η εικόνα έχει ευεργετήματα, αλλά η σχέση με τα κείμενα, τόσο μακροπρόθεσμα όσο και βραχυπρόθεσμα, είναι πραγματικά ευεργετική στον μέγιστο βαθμό.
Μόρφωση και παιδεία; Ποια η ουσιαστική διαφοροποίηση; Πώς τις «αισθάνεστε» εσείς; Χωλαίνει η σημερινή κοινωνία σε θέματα παιδείας;
Νομίζω πως πρόκειται για κοινωνικές έννοιες που είναι αρκετά συγγενείς. Η παιδεία έχει να κάνει με τη συγκρότηση της προσωπικότητας ενός ατόμου, ενώ η μόρφωση είναι κάτι που μπορεί να αποκτήσει κανείς μέσω της συναναστροφής και της σχέσης με τους άλλους ανθρώπους, γνωστή ως κοινωνική μόρφωση. Ο πιο δόκιμος όρος είναι ο όρος «παιδεία», ενώ ο όρος «μόρφωση» είναι κάτι ασαφές. Άρα, η παιδεία είναι πολύ κοντά στην οργανωμένη παροχή γνώσεων μέσω κάποιου εκπαιδευτικού συστήματος.
Γενικά, έχει εκλείψει η «αστική ευγένεια», όχι τόσο από τους νέους, όσο από τη μεσαία ηλικιακή ομάδα. Θεωρώ πως τα σημερινά παιδιά έχουν καλύτερους μηχανισμούς συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους. Φυσικά, υπάρχουν οι ακρότητες και η πόλωση. Τα σημερινά παιδιά μπορεί να είναι λίγο χαμένα, λόγω του ότι ζουν σε ένα πολυερεθισματικό περιβάλλον, όμως είναι καλύτεροι οδηγοί, διαβάτες στον δρόμο, και απευθύνονται στο προσωπικό των καταστημάτων με έναν πιο ευγενικό τρόπο σε σχέση με τον τρόπο που θα συναντούσε κάποιος σαράντα χρόνια πριν. Βλέπω, λοιπόν, πως αυτή η αστική ευγένεια που έχει εκλείψει από τους συνομηλίκους μου, υπάρχει κατά κάποιον τρόπο στη νέα γενιά, κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα. Το «ευχαριστώ» από τα παιδιά σήμερα είναι πιο συχνό.