Το δίλημμα απηχεί, προφανώς, το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;» όπως το έθετε ο σπουδαίος Έλληνας – αλλά κυριολεκτικά οικουμενικός – στοχαστής, Κορνήλιος Καστοριάδης. Βεβαίως, υπό τις σύγχρονες συνθήκες, υπάρχουν πολύ πιο άμεσα και χειροπιαστά διλήμματα, από τα οποία εξαρτώνται εν πολλοίς οι προσδοκίες και τα οράματα όλων μας για το μέλλον της Ελλάδας. Πιστεύω ότι ένα από αυτά τα, κρίσιμης σημασίας, υπαρξιακά διλήμματα σε επίπεδο χώρας, είναι το «μεταρρυθμισμός ή βαρβαρότητα».
Παρατηρούμε πως στον δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μια συζήτηση για την αναγκαιότητα ή μη των μεταρρυθμίσεων, γενικώς. Υπό μια έννοια, φρονώ πως κατ’ ουσίαν μιλάμε για ένα ζήτημα θεμελιώδες για την Ελλάδα, ένα ζήτημα ταυτότητας και προσανατολισμού.
Αναδιατυπώνω, λοιπόν, τον προβληματισμό για την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων ως εξής: Ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή;
Ωστόσο, στο παρόν άρθρο υποστηρίζω κάτι περισσότερο από τη σύγκριση δύο μοντέλων πολιτικής, δηλαδή τις μεταρρυθμίσεις ενάντια στον συντηρητισμό του να μην αλλάζει τίποτα, ποτέ. Υποστηρίζω ότι χωρίς μια κουλτούρα συνεχούς μεταρρύθμισης, η ελληνική κοινωνία δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει τις παγκόσμιες εξελίξεις.
Χωρίς διαρκείς και γενναίες μεταρρυθμίσεις η Ελλάδα θα χάσει τελικά αυτό που κάθε κοινωνία χρειάζεται για να συντηρηθεί: Τους ανθρώπους της. Οι οποίοι μοιραία θα επιλέξουν να σπουδάσουν, να εργαστούν και εν τέλει να ζήσουν κάπου αλλού και όχι στην πατρίδα τους.
Αυτή λοιπόν είναι η έννοια που δίνω στον «μεταρρυθμισμό» του τίτλου: Μια κουλτούρα συνεχούς αλλαγής σε οικονομικές, διοικητικές και κοινωνικές δομές. Με στόχο τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών και την εδραίωση της Ελλάδας στην αιχμή του διεθνούς γίγνεσθαι, στους τομείς που εμείς επιλέγουμε να πρωτοπορήσουμε. Έτσι ώστε η χώρα να πάψει να είναι ουραγός, να μην αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν, αλλά να γίνει θελκτική για τους νέους, οι οποίοι θα αιμοδοτήσουν το μέλλον της.
Ασφαλώς, είναι φανερό ότι για να πετύχει ένα τέτοιο εθνικό εγχείρημα χρειάζονται βαθιές τομές. Τομές όχι μόνο πολιτικές, αλλά και κοινωνικές. Για παράδειγμα, η κουλτούρα του συντηρητισμού πρέπει να ηττηθεί οριστικά. Και αντ’ αυτής να δοθεί προτεραιότητα στις δυνάμεις του πληθυσμού που είναι ευεπίφορες σε αυτού του είδους τις αλλαγές, κυρίως δηλαδή στους νέους.
Για να συμβεί αυτό απαιτείται μια σειρά από προϋποθέσεις:
- Καλός σχεδιασμός: Όσο και να συμφωνούμε με τις μεταρρυθμίσεις επί της αρχής, πρέπει να περιμένουμε πολύ μεγαλύτερες αντιδράσεις στην πράξη. Συνεπώς, οι αλλαγές πρέπει να είναι πάντοτε καλά σχεδιασμένες, να διευκρινίζονται και να επεξηγούνται επαρκώς στο κοινό.
- Διαρκής αξιολόγηση των αποτελεσμάτων: Δεν μπορεί να διαφημίζονται τα πλεονεκτήματα της μεταρρύθμισης και τελικά αυτά να μην μετρούνται εκ των υστέρων. Οι αλλαγές γίνονται χάριν των αποτελεσμάτων που θα φέρουν. Και, αν αποτύχουν κατά την υλοποίησή τους, πρέπει αυτό να αναγνωρίζεται και να γίνονται οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις. Αλλιώς έχουμε αντιστροφή στόχου και μέσου.
- Κεντρική στόχευση – Εθνικό αφήγημα: Εδώ έχουμε τον πιο κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας. Αν δεν συμφωνήσουμε σε έναν εθνικό στόχο, τότε οι μεταρρυθμίσεις θα φαντάζουν ξεκομμένες, αλληλοαναιρούμενες και αποσπασματικές. Η Ελλάδα πέτυχε μόνο όταν είχε έναν τέτοιο στόχο, είτε αυτός αφορούσε στην είσοδο της χώρας στη ζώνη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος (ΟΝΕ) είτε στην έξοδο από τα μνημόνια είτε είχε να κάνει με την επιστροφή στην ισχυρή ανάπτυξη.
- Στήριξη σε αρχές και αξίες: Οι αλλαγές πρέπει πάντα να υπηρετούν ανώτερες ηθικές αρχές, όπως η δικαιοσύνη και η ισότητα. Μόνον έτσι μπορούν να γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες.
- Οριζόντια αλλά και ειδική πρόνοια για όσους ζημιώνονται από τα μέτρα: Κάθε αλλαγή έχει κερδισμένους και χαμένους. Δεν μπορεί πολιτικά να αναδεικνύουμε μόνο τους πρώτους και να κρύβουμε τους δεύτερους. Οι σωστές μεταρρυθμίσεις γίνονται χάριν της προόδου της χώρας, και συνεπώς, οι χαμένοι των αλλαγών αυτών πρέπει να γίνονται αποδεκτοί. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως δεν πρέπει να υπάρχει πρόνοια, ώστε, είτε μεταβατικά είτε σε μια πιο μόνιμη βάση να υποστηρίζονται όσοι θα βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση από πριν.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι απαραίτητες προκειμένου οι πολίτες να σταματήσουν να βλέπουν τους μεταρρυθμιστές πολιτικούς και τις αλλαγές που ευαγγελιζόμαστε ως ανάλγητες παρεμβάσεις υπέρ των λίγων ή υπέρ κάποιων αφανών συμφερόντων κ.λπ.
Τέλος, υπάρχει και μια υποκειμενική προϋπόθεση: πολιτικούς με θάρρος. Πολλές από τις πολιτικές, θα είναι δύσκολες να εξηγηθούν ή και ευάλωτες στη λαϊκίστικη κριτική και θέλει «αρετή και τόλμη» για να υποστηρίξουμε πολιτικά την πλευρά του ορθολογισμού απέναντι στις εύκολες αλλά λανθασμένες λύσεις που θα μας αντιτάσσουν.
Καταλήγοντας, ας μου επιτραπεί να θέσω αυτό που κατά την άποψή μου θα ήταν το βασικό εθνικό αφήγημα, το πρόταγμα που για τα επόμενα χρόνια θα έπρεπε να καθοδηγήσει ένα ευρύ, ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα: Η δημογραφική αναγέννηση της Ελλάδας. Πρέπει μέσα στα επόμενα 15 χρόνια ως έθνος των Ελλήνων να έχουμε φτάσει σε πληθυσμό τα 20 εκατομμύρια ανθρώπους.
Για να επιτευχθεί αυτός ο, κομβικής σημασίας, στόχος χρειάζεται ένας πραγματικός εθνικός συναγερμός, προκειμένου κάθε νομοσχέδιο, κάθε αλλαγή και μεταρρύθμιση να υπηρετεί ρητά και απαρέγκλιτα τη λύση του δημογραφικού: Στην υγεία, στην παιδεία, στην οικονομία, στην καθημερινότητα.
Όμως, για το περιεχόμενο των αλλαγών που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν αυτόν τον στόχο, θα πρέπει να επανέλθουμε για να δώσουμε απτό περιεχόμενο στις θεωρητικές συζητήσεις, αλλά και να τροφοδοτήσουμε τον δημόσιο διάλογο, προσελκύοντας προτάσεις, σκέψεις και ιδέες από όσους ενστερνίζονται τον εθνικό στόχο της δημογραφικής θωράκισης και ενίσχυσης. Τη μόνη εγγύηση που μπορεί έχει η Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Χάρης Θεοχάρης