Ο Γιανναράς «μετέφρασε» τη φαινομενολογία και τον υπαρξισμό στο ελληνικό συγκείμενο της Μεταπολίτευσης. Συνέδεσε την κριτική στον (καπιταλιστικό) ατομοκεντρισμό με την (ελληνική) Ορθοδοξία.
Έθεσε στο επίκεντρο της θεολογίας/φιλοσοφίας του τη σχέση, σε μια εποχή που τα πρωτεία είχε το άτομο, είτε πρακτικά, μέσα από την επικράτηση του ηδονιστικού ατομισμού, είτε πολιτικά/φιλοσοφικά μέσα από την κρίση και αργότερα, την αποδρομή των μεγάλων αφηγήσεων.
Ο Γιανναράς μίλησε για κοινότητα και πνευματικότητα σε μια συγκυρία ραγδαίας υποχώρησης και των δύο, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά.
Στα δεξιά λόγω της επέλασης της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, στα αριστερά εξαιτίας του εκφυλισμού του υπαρκτού σοσιαλισμού και της γραφειοκρατικής αποστέωσης των αριστερών κομμάτων και συνδικάτων.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που βρήκε ακροατήριο και στις δύο όχθες του ιδεολογικοπολιτικού ανταγωνισμού. Τα κείμενά του κάλυπταν κοινές ανάγκες, αν και προερχόμενες από διαφορετικές αφετηρίες.
Έτσι, λειτούργησαν ως το έδαφος της σύγκλισης ανθρώπων από την αριστερά και τη δεξιά, σε αυτό που ονομάστηκε νεορθοδοξία.
Η συσχέτιση, εκ μέρους του, της κοινότητας και της πνευματικότητας με την Ορθοδοξία υπήρξε καθοριστική για αυτή τη σύγκλιση, όπως και η κριτική του στη Δύση και στη δυτική φιλοσοφική παράδοση ή καλύτερα, ενός μέρους της.
Ο αντιδυτικισμός και η υπεραξίωση του Βυζαντίου, η αποθέωση του ελληνικού εξαιρετισμού, αν και με τη μορφή της Ορθοδοξίας αντί της κλασσικής αρχαιότητας, εξασφάλιζαν κοινό από τα δεξιά.
Παράλληλα, η επανερμηνεία ή μάλλον, αναμόρφωση, της (ελληνικής) Ορθοδοξίας από τον Γιανναρά έδωσε τη δυνατότητα σε αριστερούς διανοούμενους να πιστεύουν ή να θρησκεύονται απενοχοποιημένα, αφού η Ορθοδοξία δεν ήταν πλέον το ιδεολογικό μακρύ χέρι του αντικομμουνισμού, αλλά η διαχρονική πραγμάτωση μιας κοινότητας προσώπων στην οποία προτεραιότητα έχει η σχέση και όχι το άτομο.
Και μιας πνευματικότητας την οποία δεν έβρισκαν στα κομμουνιστικά καθεστώτα και τις αριστερές οργανώσεις.
Πόση σχέση έχει, βέβαια, η Ορθοδοξία του Γιανναρά με την υπαρκτή Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μεγάλη συζήτηση. Το γεγονός πάντως ότι η θεολογία του δεν υιοθετήθηκε ποτέ από τη μεγάλη μάζα των θρησκευόμενων, ούτε έγινε η επίσημη θεολογία της Εκκλησίας, αλλά παρέμεινε κτήμα ολιγάριθμων κύκλων διανοούμενων δείχνει τα όριά της.
Περισσότερο μάλλον απηχεί τη σχέση των μορφωμένων μεσοστρωμάτων με τη θρησκεία, όπως την ανέλυε ο Βέμπερ στην Κοινωνιολογία των Θρησκειών, που είναι πιο πνευματική και αφορά την αναζήτηση απαντήσεων στα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης, του θανάτου, του νοήματος κλπ.
Αντιστοίχως, η κριτική του Γιανναρά στον δυτικό ατομοκεντρισμό, στο όνομα της ελληνικής Ορθοδοξίας, έδωσε τη δυνατότητα σε αρκετούς αριστερούς να εκδηλώσουν ελεύθερα τον πατριωτισμό τους, χωρίς να κινδυνεύουν να κατηγορηθούν ως εθνικιστές ή σύμμαχοι της καπιταλιστικής Δύσης, όπως ήταν το ελληνικό κράτος, απέναντι στο Ανατολικό Μπλοκ.
Ο ελληνοκεντρισμός εμφανίστηκε ως αντικαπιταλισμός, γεγονός που διευκόλυνε την προσχώρηση πολλών αριστερών στο λεγόμενο εθνικό στρατόπεδο, αρχικά με το Μακεδονικό και στη συνέχεια σε όλα τα «εθνικά» θέματα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Γιανναράς εξέφρασε ανάγκες και συγκλίσεις που υπερέβαιναν τις μεταπολεμικές διαχωριστικές γραμμές, για αυτό και τυγχάνει τέτοιας αναγνώρισης εκ δεξιών, αλλά και εξ αριστερών.
Ενσάρκωνε, ωστόσο και ο ίδιος ουκ ολίγες αντιφάσεις. Πώς για παράδειγμα συμβιβάζεται η οντολογία του που δίνει προτεραιότητα στη σχέση και το πρόσωπο ως αυθυπέρβαση του Εγώ μέσα από τον έρωτα – ο λόγος του Σχολίου για το Άσμα Ασμάτων – με τις γεμάτες μίσος και εχθροπάθεια παραληρηματικές επιφυλλίδες του;
Πώς συμβιβάζεται η κριτική του στον (καπιταλιστικό) ατομοκεντρισμό με τη μαχητική υπεράσπιση εκ μέρους του πολιτικών και προσώπων (πχ. Βγενόπουλος) που ταυτίστηκαν με την εγχώρια εκδοχή του πιο επιθετικού καπιταλισμού;
Ούτε όμως είναι πειστική και η εύκολη απόρριψή του από ένα τμήμα της Αριστεράς, βασισμένη ακριβώς σε αυτές τις επιφυλλίδες. Γιατί οι ανάγκες που έστρεψαν πολλούς αριστερούς στα γραπτά του – η κοινότητα και η πνευματικότητα, μεταξύ άλλων, είναι υπαρκτές.
Και κυρίως, έχουν πάψει να καλύπτονται από μια Αριστερά που ομνύει στο όνομα του αφηρημένου Ανθρώπου, χάνοντας από μπροστά της τους συγκεκριμένους ανθρώπους, και η οποία δίνει προτεραιότητα στα άτομα ως αντικειμενοποιημένες ταυτότητες και όχι ως ενδεχομενικά πρόσωπα που παράγονται ακριβώς στη σχέση μεταξύ τους.