Μία συνέντευξη με την γνωστή συγγραφέα για την συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με το «σκάνδαλο Καραγάτση» αλλά και τον τρόπο που διαβάζουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο
Κάποτε η οικογένεια ήταν η ιερή αγελάδα αλλά σήμερα έχει ανοίξει η πόρτα της αποδόμησης
Όλοι μιλάνε για τον Καραγάτση. Γιατί όμως;
Την Παρασκευή 21 Ιουνίου στα ελληνικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης ξέσπασε μία θυελλώδης συζήτηση με θέμα τον Μ. Καραγάτση, έναν συγγραφέα που έχει πεθάνει εδώ και 64 χρόνια. Αφορμή στάθηκε το άρθρο της συγγραφέα Ρένας Λούνα με τίτλο Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες με το οποίο η αρθρογράφος ασκεί κριτική από φεμινιστική σκοπιά, κατηγορώντας το κείμενο για σεξισμό και «κατασκευασμένο από τσιτάτα μίσους και χριστιανικής τιμωρίας».
Τα σχόλια που ακολούθησαν για την συγκεκριμένη κριτική θύμισαν την μάχη των εικονολατρών με τους εικονομάχους που οι μεν υποστήριζαν την «ιερότητα» του λογοτέχνη και οι δε το δικαίωμα των αναγνωστών στην αποδόμηση των συμβόλων.
Με σκοπό να αποφευχθεί η μανιχαϊστική οπτική του ασπρόμαυρου, το «Ε» μιλάει με την συγγραφέα και καθηγήτρια Γλυκερία Μπασδέκη ώστε να φωτιστούν τα σκοτεινά σημεία της ιστορίας, να απαντηθεί το αιώνιο ερώτημα «αν επιτρέπεται να γκρεμίζουμε τα είδωλα της λογοτεχνίας» και με ποιο τρόπο μπορούμε να διαβάζουμε κριτικά ένα λογοτεχνικό έργο.
«Δεν υπάρχουν “ιερές αγελάδες”, αν υπάρχει άθλια γλώσσα»
«Ζούμε για να αποδομούμε» απαντά θετικά η κ. Μπασδέκη προσθέτοντας όμως ότι «η αποδόμηση θα πρέπει να αφορά το έργο του καλλιτέχνη και να χρησιμοποιούνται τα κατάλληλα εργαλεία. Αν κάποιος ήταν το δεξί χέρι του Χίτλερ, θα τον σιχαινόμουν ως κοινωνικό ον αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα διάβαζα το κείμενο του».
Η ίδια υπογραμμίζει ότι το κείμενο αποσπάται από τον δημιουργό του όπως και από τον χωρόχρονό του. «Δεν υπάρχουν ιερές αγελάδες, αν υπάρχει άθλια γλώσσα. Και το λέω αυτό γιατί είμαι γλωσσοκεντρική καθώς η γλώσσα για μένα είναι το παν. Δεν με ενδιαφέρει το θέμα ή ακόμα και η πολιτική θέση, την οποία την γνωρίζω αλλά την τοποθετώ ανεξάρτητα του λογοτεχνικού έργου».
Η κ. Μπασδέκη προσθέτει: «Αλίμονο να τα βάλουμε με τους αποδομητές. Είναι ok κάποιοι και κάποιες να αποδομήσουν τους δημιουργούς όπως επίσης είναι ok και το γεγονός άλλοι να τους υπερασπίζονται». Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως σημειώνει η κ. Μπασδέκη, ότι κάποτε η οικογένεια ήταν η «ιερή αγελάδα» αλλά σήμερα έχει ανοίξει η πόρτα της αποδόμησης.
Έχουμε δικαίωμα να αποδομήσουμε τον δημιουργό
Όλα τα κείμενα τα διαβάζουμε έχοντας επίγνωση της δικής μας πολιτικής θέσης «και αυτό σημαίνει ότι διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό έργο που θα μας εθίσει στο γλωσσικό του σύμπαν, δεν τασσόμαστε απαραίτητα με τις πολιτικές κοινωνικές ή άλλες απόψεις του δημιουργού του. Τον δημιουργό μπορούμε να τον “πετάξουμε στο πηγάδι”, να τον αποδομήσουμε αλλά ακόμα και έτσι να διαβάσουμε την γλώσσα του. Οπότε προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν ο Καραγάτσης έχει την οποιαδήποτε άποψη είτε ανεξάρτητα με το έργο του είτε μέσα στο δημιουργικό του έργο, καθώς εμένα δεν μου αρέσει και τέλος. Θεωρώ γλωσσικά ότι δεν μου ταιριάζει. Είναι κλασικός και έχει δώσει στην γενιά του ’30 μεγάλα ερεθίσματα για τους ερευνητές και τους πανεπιστημιακούς αλλά δεν θα τον διαβάσω δεύτερη φορά διότι δεν με ενδιαφέρει ο τρόπος που σχηματοποιεί τους ήρωές του».
«Ο καθένας έχει την ελευθερία να ανοίξει ένα βιβλίο και να το κλείσει εφόσον νιώσει αρνητικά».
Η συζήτηση που έχει ανοίξει με αφορμή το άρθρο της Lifo πλέον αγγίζει και το θέμα της επαναφοράς του συλλογικού τραύματος καθώς, όπως υποστηρίζει η ψυχολόγος Έλενα – Όλγα Χρηστίδη, ένα άτομο μπορεί να επιστρέφει συνέχεια σε μια οπτική θύματος και επιμονής στο τραύμα που δημιουργεί εν δυνάμει το σύγχρονο πολιτισμικό κεφάλαιο.
Η κ. Μπασδέκη απαντά ότι το τραύμα επαναφέρεται καθημερινά με την παρακολούθηση trash εκπομπών στην τηλεόραση και γενικότερα με την καθημερινότητα που βιώνουμε. Το τραύμα πρέπει η ίδια κοινωνία να το κλείσει, όχι καταργώντας τον Καραγάτση, αλλά δημιουργώντας τις δομές όπου τα άτομα θα έχουν την δυνατότητα να επουλώνουν τα τραύματά τους.
«Κανείς δεν γιάτρεψε κάτι απαγορεύοντας συγγραφείς. Αν γίνει αυτό, μπορεί να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Στην αρχή ο Καζαντζάκης και μετά γιατί όχι ο Εμπειρίκος και γιατί όχι και ο Ναμπόκοβ. Ύστερα μπορεί να έχουν σειρά τα πολιτικά κείμενα».
Ανά τα χρόνια έχουν υπάρξει άπειρες συζητήσεις σχετικές με την λογοτεχνία που έχουν οδηγήσει σε διαμάχες. Η κ. Μπασδέκη σημειώνει ότι «όλη αυτή η συζήτηση είναι ωραία με την έννοια του δημόσιου διαλόγου. Το άνοιγμα αυτού του δημόσιου διαλόγου σημαίνει το κλείσιμο ενός άλλου αλλά νομίζω ότι είναι ακόμα νωρίς καθώς ακόμα συζητάμε τί είναι βία, τι είναι μη-βία και ποια είναι τα όρια της βίας. Πιστεύω ότι όλα είναι ακόμα πολύ αιχμηρά. Όλοι είναι πολύ θυμωμένοι, πολύ βιαστικοί, έχουν ανάγκη να κατηγορήσουν. Νομίζω με τον καιρό θα επέλθει μία ισορροπία».
Έχει φύλο η λογοτεχνία;
Ο καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Nottingham Keith Jenkins στο έργο του Rethinking History (1991) επισημαίνει ότι για να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι ιστορία» με έναν τρόπο ρεαλιστικό, θα πρέπει να αντικαταστήσουμε την ερώτηση «τι είναι ιστορία» με την ερώτηση «για ποιον είναι η ιστορία». Αν κάνουμε την αντικατάσταση, θα αντιληφθούμε ότι η ιστορία είναι καταδικασμένη να είναι προβληματική, επειδή είναι ένας διαφιλονικούμενος όρος ή λόγος που σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικές ομάδες.
Συμβαίνει κάτι ανάλογο στην λογοτεχνία;
«Ναι», απαντά η κ. Μπασδέκη λέγοντας ότι «αν δούμε την φωτογραφία της γενιάς του ’30, θα δούμε μόνο κουστουμαρισμένους άντρες, οι οποίοι είχαν ήδη μια θέση στην Ακαδημία Αθηνών. Αυτή ήταν η γενιά του ’30. Μπορούμε να δούμε επίσης τα ποιήματα της Γαλάτειας Καζαντζάκη που κανείς δεν μπορεί να τα βρει πουθενά ή τις εργατοώρες της Ελένης, της δεύτερης συζύγου του Καζαντζάκη, που σπατάλησε γράφοντας στην γραφομηχανή την Οδύσσεια πολλαπλές φορές».
Οπωσδήποτε, ο αποκλεισμός της φωνής των γυναικών από την λογοτεχνία δεν οφείλεται μόνο σε κάποιους άνωθεν ή εκ μέρους των ανδρών επιβεβλημένους καταναγκασμούς αλλά και σε εσωτερικευμένες απαγορεύσεις και επιλογές που συνδέονται με αξίες προσδιορισμένες ιστορικά που ορίζουν τη «θηλυκότητα».
Παρόλαυτα, σημειώνει ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και δεν χρειάζεται να μπούμε στη λογική του τι έγινε. Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα και πώς διδάσκεται η λογοτεχνία πλέον θεσμικά και επίσημα.
Η λογοτεχνία έχει μία λειτουργική πυξίδα για την διδασκαλία στα σχολεία
Η κ. Μπασδέκη θέτει το ζήτημα της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στα σχολεία αναφέροντας ότι «η λογοτεχνία έχει μία λειτουργική πυξίδα για την διδασκαλία στα σχολεία όσον αφορά στην τεχνική της. Ένας μαθητής μπορεί να μάθει το ιστορικό υπόβαθρο της λογοτεχνίας και μία τυπική ανάλυση κειμένου».
Το θέμα, για την ίδια, είναι ο τρόπος που θα δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε οι μαθητές να παίξουν με τα κείμενα και να δημιουργηθούν ενεργοί αναγνώστες και όχι μαθητές που πάνε να γράψουν εξετάσεις.
«Οι εξετάσεις στην λογοτεχνία δεν είναι από μόνες τους κάτι κακό. Το ζήτημα που τίθεται είναι πώς καθιστάς τις εξετάσεις ελκυστικές όπως επίσης μεγάλη σημασία έχει η διαδρομή που διανύθηκε ως τις εξετάσεις», τονίζει η κ. Μπασδέκη.