Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη, εκπαιδευτικός
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν ένα ποτάμι με πολλά δέντρα στις όχθες του. Στην κοιλάδα που διέσχιζε, την άνοιξη άνθιζαν τα λουλούδια και ο αέρας γέμιζε μέλισσες και πεταλούδες. Τη Χρονιά του Ατέλειωτου Καλοκαιριού, όμως, το ποτάμι στέρεψε και, στην ξεραμένη πλέον κοίτη του, χτίστηκε η Αλλοτεκοίτη, μια πόλη όπου η κυβέρνηση στέλνει τώρα τους ανεπιθύμητους, εκείνους που αντιδρούν στις πρακτικές της και νοσταλγούν τη βλάστηση.
Βρισκόμαστε στο 2047. Η Κυβέλη, μια νεαρή καθηγήτρια, διορίζεται στο σχολείο της Μάβρης. Εκεί γνωρίζει κι ερωτεύεται τον Μάρκο Βρεμέτη, μουσικό και ακτιβιστή, ο οποίος έχει μελετήσει τη διαδικασία της παραγωγικής αλυσίδας, γνωρίζει τους ψυχολογικούς μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργούν οι ντόπιοι, και έχει εκφράσει δημόσια τις αντιρρήσεις του στο υπάρχον σύστημα, προτείνοντας ένα μοντέλο βιώσιμης γεωργίας. Εκείνος εισάγει και την Κυβέλη στην ενεργό δράση για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Κυβέλη μιλά στους μαθητές της για τις μεταλλαγμένες τροφές, για τις τοξικές ουσίες που περιέχουν τα ζιζανιοκτόνα, για την απώλεια της βιοποικιλότητας, για την ξηρασία και την ερημοποίηση, για τους λόγους που η κατάσταση έχει φτάσει εκεί, για το ποιοι είναι υπεύθυνοι. Έτσι κι αλλιώς έχουν πλέον μπροστά τους τα ζωντανά παραδείγματα της οικολογικής καταστροφής που έχει συντελεστεί. Το κυρίαρχο κόμμα «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό», διακρίνει την απειλή, συλλαμβάνει τον Μάρκο και την Κυβέλη, κλείνοντας εκείνον στη φυλακή και εκείνη στο ψυχιατρείο.
Η δημοσιογράφος Στέλλα Μπεράτη, τρία χρόνια μετά, αναλαμβάνει να γράψει για τα γεγονότα αυτά. Αρχικά ακούει την ιστορία της Κυβέλης, η οποία πλέον έχει πάρει εξιτήριο. Υποκειμενική η αφήγηση της Κυβέλης, όπως και κάθε αφήγηση. Πάντα έτσι ήταν η Κυβέλη. Φαντασιόπληκτη, αιθεροβάμων, νεραϊδοπαρμένη. Με βαθιά ριζωμένη μέσα της την πεποίθηση ότι η φύση τα τακτοποιεί όλα. Υπάρχει όμως και η άποψη του αδερφού της, όπως επίσης και η μαρτυρία του Μάρκου. Η δημοσιογράφος διασταυρώνει τις μαρτυρίες και των τριών, και προσπαθεί να καταλάβει πού βρίσκεται η αλήθεια. Είχε όντως ζήσει κάποιες μεταφυσικές εμπειρίες η Κυβέλη ή ήταν όλα πλάσματα της φαντασίας της; Ήταν αληθινά όσα έλεγε τόσο καιρό στους γιατρούς που την παρακολουθούσαν; Και γιατί ανακάλεσε κάποια από αυτά;
«Πώς να διακρίνεις το παραμύθι από την ιστορία; Δεν μπορείς να το διακρίνεις∙ άσε που χωρίς το παραμύθι η ιστορία θα γινόταν βαρετή και αδιάφορη – γιατί δεν παύει να είναι μια ιστορία και τίποτε παραπάνω.» Τελικά όλα είναι θέμα προσωπικής ματιάς.
Ίμπαντα: η λέξη με τις πολλές σημασίες
«Οι άνθρωποι γενικά δεν ενδιαφέρονται…» Αυτός είναι και ο λόγος που δεν αντιδρούν. Ανέχονται και υπακούουν. Σκύβουν το κεφάλι και δεν διαμαρτύρονται. Ο καθένας είναι κλεισμένος στον μικρόκοσμό του και νομίζει ότι εκεί θα είναι ασφαλής και ανεπηρέαστος από τις επιπτώσεις όσων συμβαίνουν στο κοινωνικό σύνολο και στο περιβάλλον. Ο συγγραφέας επινοεί την κωδική λέξη «ίμπαντα» για να αποδώσει την αδιαφορία και την παθητική υποταγή. Σε αυτήν βασίζονται οι κατέχοντες την εξουσία και, λειτουργώντας με βάση το συμφέρον των πολυεθνικών και την κυριαρχία των μονοπωλίων, εκμεταλλεύονται τους πολλούς, χειραγωγώντας την «αγέλη» και τιμωρώντας τους αντιδραστικούς. Όπλα τους το διαδίκτυο, η προπαγάνδα, ο βρόμικος πόλεμος.
Η εξουσία και ο τρόπος που αυτή ασκείται εις βάρος των αδυνάμων είναι θέμα στο οποίο ο Νίκος Ξένιος επανέρχεται στα βιβλία του. Στο Κυνήγι του βασιλιά Ματθία, οι κυρίαρχοι λαοί της Ευρώπης αρνούνται την είσοδο στην Ευρώπη και την ισότιμη μεταχείριση των απάτριδων μεταναστών. Στα Σπλάχνα, ο Άλκης Δομέστικος εκμεταλλεύεται το κύρος και τη δύναμη που διαθέτει ως καθηγητής Πανεπιστημίου για να προσηλυτίσει και να διαφθείρει τον νεαρό μαθητή του. Στην Αλλοτεκοίτη, το κόμμα «Νέοι Δρόμοι για τον λαό», καλύπτει τις προθέσεις του κάτω από το –θεωρητικά μόνο– προοδευτικό του όνομα. Η απαγόρευση κάποιων βιβλίων και το «ατομικό κυτίο δράσης» είναι ενδεικτικά της κατεύθυνσης στην οποία λειτουργεί το κόμμα αυτό. Οι αυταρχικές πρακτικές βρίσκουν πάντα τρόπο να καλύπτουν τα πραγματικά τους κίνητρα, πίσω από το υποτιθέμενο καλό του λαού.
«Άμα γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα»
Ο συγγραφέας, όντας κι ο ίδιος καθηγητής, γνωρίζει ότι η δύναμη βρίσκεται στα χέρια εκείνων που ασχολούνται με παιδιά. Γιατί τα παιδιά, με το σφρίγος και την ευθύτητά τους «μπορούν να ξεδιακρίνουν το σημαντικό από το ασήμαντο, το επείγον από το δευτερεύον».
Τα παιδιά, όπως και οι ερωτευμένοι, μπορούν να δουν την πίσω πλευρά των δέντρων, εκείνη, την αθέατη. Η Κυβέλη προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει στους μαθητές της τις ανησυχίες της και την ανάγκη ανάληψης δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, της ξηρασίας και της ερημοποίησης. Μόνο με τα παιδιά υπάρχει ελπίδα.
Το βιβλίο αναφέρεται εκτενώς στην ενδημική χλωρίδα και πανίδα, παραθέτοντας ουκ ολίγα είδη δέντρων, φυτών και ζώων, όχι και τόσο γνωστών στο ευρύ κοινό. Η γλώσσα είναι λιτή, με έντονη προφορικότητα, ενίοτε ποιητική, και άλλες φορές με χρήση ντοπιολαλιάς, που ξαφνιάζει ευχάριστα. Ιστορίες από την Τουρκοκρατία, κι άλλες πιο πρόσφατες, όλες αποτυπωμένες με ενάργεια και γλαφυρότητα. Το κείμενο χαρακτηρίζεται από ταχύτατες εναλλαγές των σκηνών, και είναι πλούσιο σε εικόνες πρωτότυπες, δυνατές, εντυπωτικές: τα κορίτσια που γίνονται δέντρα, οι τελετουργίες που πραγματοποιούνται στα χωριά, η παρουσία του παράξενου, απόκοσμου πλάσματος δίπλα από την Κυβέλη, η αναγέννηση της φύσης στον δρόμο απ’ όπου περνούν τα παιδιά, το σμήνος των μελισσών που έρχεται να τα προστατέψει από τους διώκτες τους.
Ένα μυθιστόρημα που μιλά για μια πραγματικότητα εφιαλτική, η οποία δεν απέχει και πολύ από αυτά που ήδη βιώνουμε. Και που μας εφιστά την προσοχή στο πώς στεκόμαστε απέναντι στη φύση, υπογραμμίζοντας το πόσο σημαντική είναι για την ύπαρξή μας και για το μέλλον μας. Είναι ένα βιβλίο για τους νοσταλγούς της βλάστησης, πολύ πλούσιο σε υλικό για σκέψη, ένα παραμύθι που δεν θα μπορούσε να τελειώσει με το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Εκτός κι αν…
ΠΗΓΗ: bookpress.gr