Άρθρο του Παντελή Γρηγόρη, υποψήφιου δημοτικού συμβούλου με το συνδυασμό «Η Ξάνθη Αλλιώς» για τη διάσωση του πολιτιστικού πλούτου του τόπου μας
Κάθε χρόνο στις 4 Οκτωβρίου, τιμάται η παγκόσμια ημέρα αρχιτεκτονικής. Αυτή η μέγιστη εφηρμοσμένη τέχνη της ισορροπίας φωτός-σκιάς, χρώματος-όγκου, που μας θυμίζει ακόμη και ξεχασμένα έργα άλλων εποχών, άλλων αναγκών, άλλων ανθρώπων.
Στην Ξάνθη, την πόλη μας, το Δήμο μας, η 4η Οκτωβρίου είναι ημέρα διπλού εορτασμού μιας και την 4η Οκτωβρίου τιμάται και εορτασμός για τα Ελευθέριά της από τους Βούλγαρους, αιτία πανηγυρισμών κάθε έτος από το 1919 έως σήμερα. Όμως, η ημέρα γιορτής της αρχιτεκτονικής δεν είναι αυτή που αρμόζει στην πόλη μας, μιας και θα μπορούσε να αναδειχθεί ακόμα περισσότερο η πλούσια αρχιτεκτονική της κληρονομιά.
Δεν χρειάζονται σπουδές και γνώσεις για να παρατηρήσει κανείς τους αθέατους κόσμους αυτών των κτιρίων, που κοσμούν την πόλη μας και περιμένουν να ξανά συναντήσουν ανθρώπους ώστε να εξυπηρετούν, όπως έκαναν και στο παρελθόν, την τοπική κοινωνία.
-Με ποιόν τρόπο όμως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο;
-Ας αποφασίσουμε να τα δούμε τα πράγματα … αλλιώς!
Εντός της πόλης εμφανίζονται δύο μοτίβα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Από τη μία ο παραδοσιακός οικισμός και από την άλλη το σύμπλεγμα των Καπναποθηκών ή αλλιώς τα καπνομάγαζα. Έχει χυθεί αρκετό μελάνι και έχουν γραφεί αμέτρητες μελέτες μιας και ο παραδοσιακός οικισμός της Ξάνθης, γνωστός και ως «Παλαιά Πόλη», αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί έμπνευση για πολλούς.
Παρότι υπάρχει αρχιτεκτονικό δείγμα και μοτίβο, που θα έπρεπε να αποτελεί σημείο αναφοράς, η εξέλιξη της νεότερης πόλης παραμέλησε και αδιαφόρησε επ’αυτού. Μολονότι είναι ένας από τους λίγους ζωντανούς παραδοσιακούς οικισμούς που, με την πάροδο των χρόνων, δεν έχει χάσει την μεγαλοπρέπειά του, έχει απαξιωθεί και σ’ αυτό ευθύνη φέρουν οι φορείς που δεν έστρεψαν το βλέμμα τους προς την αξιοποίηση αυτής της πλούσιας ιστορίας. Παρόλ’ αυτά, τα αρχοντικά δείγματα στέκουν αλώβητα στο χρόνο και αντιστέκονται στην αρχιτεκτονική φθορά, θυσία στην σύγχρονη ανοικοδόμηση!
Το ηπειρομακεδονικής τεχνοτροπίας αρχέτυπο που παρατηρείται στα αρχοντικά κτίσματα της εποχής, είναι το κυρίαρχο στον παραδοσιακό οικισμό της πόλης. Από το 1830 έχουμε τα πρώτα δείγματα αρχοντικών λόγω του ότι η Ξάνθη αποτελεί καπνικό κέντρο και ακμάζει γοργά ανά δεκαετία. Η μεταφορά του διοικητικού κέντρου από την Γενισέα στην Ξάνθη το 1870, συνδράμει στην περαιτέρω οικοδόμηση και ευρωστία του αστικού ιστού.
Στην ομορφιά του παραδοσιακού οικισμού προσθέτουν την μοναδικότητά τους τα δαιδαλώδη λιθόστρωτα, με πέτρες που προμηθεύονταν οι τεχνίτες από τον ποταμό Κόσυνθο. Αν και αρχικά είχε αξιοποιηθεί ο ποταμός με διάφορους τρόπους που συντελούσαν στην καθημερινή ζωή της πόλης, πλέον έχει απαξιωθεί, χωρίς να υπάρχει το υγρό στοιχείο που άλλοτε διέσχιζε την οικισμό του Σαμακώβ μέχρι το παζάρι.
Ο παραδοσιακός οικισμός αποτελεί ακόμη και σήμερα πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Τόσο ο εσωτερικός όσο και ο εξωτερικός τουρισμός συνεισφέρουν στα έσοδα των επιχειρήσεων αλλά και του Δήμου. Μέσα από μία περιήγηση στα στενά σοκάκια, τις στοές, τα εμβληματικά κτήρια και τα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα, ο επισκέπτης μπορεί έστω και για λίγο να ταξιδέψει στην εποχή της αίγλης των καπνεμπόρων, ενώ παράλληλα μπορεί να δεχτεί την αύρα της πολυπολιτισμικότητας που κατακλύζει την Ξάνθη συνολικά και θα απολαύσει την ελληνικό-ανατολίτικη κουζίνα της.
Πώς όμως η Ξάνθη θα μπορούσε να αποκτήσει τουρισμό ο οποίος θα σχετιζόταν και με τον ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό της χαρακτήρα, χωρίς να αλλοιωθεί η πολιτισμική της κληρονομιά;
ΚΑΠΝΑΠΟΘΗΚΕΣ
Τα πελώρια αρχιτεκτονικά εμβλήματα της πόλης είναι τα καπνομάγαζα, γνωστές και ως καπναποθήκες. Ο δήμος αναφέρει ότι το σύνολο των καπναποθηκών σώζεται σε ικανοποιητικό βαθμό. Ως πολεοδομικός ιστός και ως αρχιτεκτονική παρακαταθήκη αποτελεί ένα από τα καλύτερα υφιστάμενα σύνολα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Οι λιθόστρωτες τοιχοποιίες, τα ξύλινα πατώματα, οι τετράριχτες κεραμοσκεπές και το θαυμαστό του όγκου τους συντελούν για να καθηλώσουν όποιον διαβαίνει εμπρός τους. Ωστόσο, πουθενά δε γίνεται μνεία στην παρακμή και απαξίωση στην οποία έχουν επέλθει επί σειρά ετών.
Παρότι μερικές καπναποθήκες έχουν αναγνωριστεί ως μνημεία, λόγω των ιδιαίτερων αρχιτεκτονικών και μορφολογικών τους χαρακτηριστικών, καταρρέουν μπροστά στα μάτια μας χωρίς να γίνονται ιδιαίτερες δράσεις συντήρησής τους, πόσο μάλλον αξιοποίησής τους. Με την πράξη χαρακτηρισμού ενός κτιρίου ως μνημείο, αποδίδεται ακόμη μία ενέργεια του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού τοπίου που συναντά κάποιος στην πόλη μας. Η θλιβερή όμως σημερινή κατάσταση στην οποία κατέληξαν οι εγκαταλελειμμένες καπναποθήκες, οι οποίες φθείρονται με την πάροδο του χρόνου ακόμη περισσότερο χάνοντας με την παρακμή τους της αλλοτινή λάμψη και δόξα τους, είναι αιτία συλλογικής αδιαφορίας.
Ακόμη και σήμερα, το σύνολο των καπναποθηκών αποτελεί πρόκληση αρχιτεκτόνων, μηχανικών, καλλιτεχνών αλλά και του ίδιου του Δήμου. Η αναβάθμισή τους αποτελεί μονόδρομο για την αξιοποίηση τους και την συμβολή τους στην οικονομική και καλλιτεχνική διάνθιση του τόπου μας. Η σύνδεση των δύο αρχιτεκτονικών όγκου, καπναποθηκών – παραδοσιακού οικισμού, μπορεί να καταστήσει ένα νέο σύνδεσμο προβολής της ιστορίας και της ταυτότητας της πόλης μας.
Με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία μπορούν οι καπναποθήκες να μελετηθούν ως προς την καταλληλόλητα και την στατικότητά τους, να αναπαλαιωθούν και να εξωραϊστούν, και εν τέλη να αξιοποιηθούν σε χώρους συνάθροισης, τέχνης και πολιτισμού για τους τοπικούς συλλόγους και δημοτική χρήση. Με τέτοιες ενέργειες επιτυγχάνεται διπλό όφελος για τον Δήμο μας, αφού από τη μία αναβαθμίζεται αισθητικά το κέντρο της πόλης και από την άλλη αναζωογονείται η λειτουργικότητα του κτηρίου και η οικονομική συνεισφορά.
Η εξωστρέφεια και η συνεργασία μας με όμορους Δήμους, μπορεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο αναπαλαίωσης και ανάδειξης των καπναποθηκών που έχουν κοινή ιστορία και μοίρα στην περιοχή μας. Κι αν κάποιοι αμφισβητούν τέτοιου είδους πρακτικές σ’ αυτά τα παραμελημένα κτήρια, ας επισκεφθεί γειτονικούς δήμους που έχουν πράξει αναλόγως και έχουν δώσει ζωή σε παρόμοιας ιστορικής σημασίας μνημεία.
ΣΗΜΕΡΑ
Όλα αυτά τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα έχουν υποτιμηθεί, με πληθώρα απορριμμάτων να καλύπτουν μέρος αυτών και με τις όψεις πολλών εξ’αυτών να καταρρέουν, που σημαίνει ότι κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές και ιδιωτικές περιουσίες. Η απαξίωση και άγνοια ως προς την ευρύτερη πολιτιστική κληρονομιά, έχει επεκταθεί τόσο εντός της πόλης, όσο και σε οικισμούς του Δήμου μας, όπως η Σταυρούπολη, το Καρύοφυτο κτλ.
Θα ‘λεγε κανείς ότι είναι εύκολο να ασκήσει κάποιος κριτική για όσα δεν γίνονται. Οφείλουμε όμως να γίνουμε κοινωνοί της παράδοσης, της λαογραφίας, της τοπικής αρχιτεκτονικής αλλά και των σύγχρονων καλλιτεχνικών αναγκών. Καθημερινές ανάγκες πολιτισμού, εικαστικών, διασκέδασης και ευρύτερης καλλιτεχνικής τέρψης. Τέρψη η οποία αφορά και καλύπτει όλα τα κοινωνικά στρώματα χωρίς διακρίσεις, ιδίως για την νεότερη γενιά που θα πρέπει να εκτίθεται μέσα σε συλλογική καλλιτεχνική έκφραση ώστε να τους προσφέρεται βήμα μορφών έκφρασης για να έχουν την δυνατότητα να δημιουργούν και να εκφράζονται.
Είναι καιρός να μπει ένα φρένο σε αυτήν την αδιανόητη αλλοίωση του χαρακτήρα της πόλης μας. Είναι καιρός να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε νέες προτάσεις, νέες ιδέες που θα αναδείξουν το εγκαταλελειμμένο προφίλ της πόλης και θα καταφέρουν να αποκαταστήσουν στα μάτια των κατοίκων και επισκεπτών της το επίπεδο αρχιτεκτονικής και πολιτισμού.
Οι σύγχρονες πόλεις πρέπει να είναι σύνθετα και σύγχρονα κέντρα εμπορίου, τεχνών, τουρισμού και πολιτισμού. Και η «αρχόντισσα της Θράκης», η Ξάνθη μας, μπορεί να το καταφέρει° να γίνει η πόλη-σημείο αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής αναφοράς. Να γίνει η Ξάνθη….αλλιώς.