Στις 10/13 Ιουνίου του 323, πεθαίνει ο Μέγιστος Αλέξανδρος Γ’ της Μακεδονίας, στην Βαβυλώνα. Λίγο πριν ξεψυχήσει, από το νεκροκρέβατό του, δίνει ευχή και κατάρα στους Επιγόνους του, με τα τελευταία λόγια του: «τω κρατίστω»…
Αυτό που επακολούθησε, ήταν πρωτόγνωρο-ένας συνεχής αγώνας των διαδόχων του, φίλων και συμπολεμιστών του για την απόλυτη εξουσία αλλά και την μεγαλύτερη κατανομή εδαφών για τον καθένα, με αποτέλεσμα, μακροχρόνιες μάχες και έριδες μεταξύ τους, μέχρι την τελική εξόντωσή τους.
Σε αυτόν τον διαρκή και ανελέητο αγώνα, ο κάθε Επίγονος ήθελε και κάτι από την γοητεία και δόξα του Αλέξανδρου. Πολλοί δε εξ’ αυτών, επιδίωκαν να συγγενέψουν με την ίδια την βασιλική οικογένεια για να αποκτήσουν δικαιώματα στον θρόνο της Μακεδονίας.
Αναμφισβήτητα όμως, αυτός που διατήρησε περισσότερο την μνήμη του Αλέξανδρου αλλά και το μουμιοποιημένο σώμα του, ήταν ο Σωματοφύλακας του και ένας από τους Στρατηγούς του, ο παιδικός του φίλος, ο Πτολεμαίος ο Λάγος (Σωτήρ).
Με σύνεση και αποφασιστικότητα, ως Σατράπης και Διοικητής της Αιγύπτου, μπόρεσε και διατήρησε τα εδάφη του, ενάντια στις επιθέσεις των υπολοίπων διαδόχων του θρόνου, με αποτέλεσμα, την ανακήρυξή του ως Βασιλέα της Αιγύπτου το 306 π.Χ., με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια. Εκ των πραγμάτων, αποδείχτηκε ο μακροβιότερος από όλους τους Επίγονους και διαδόχους του Αλέξανδρου και ο πιο συνετός!
Το 321 π.Χ., κατά την μεταφορά του σώματος του Μεγάλου Αλέξανδρου προς την Μακεδονία, κατάφερε να το αποσπάσει από την νεκρική πομπή και να το μεταφέρει στην Αίγυπτο. Έκτοτε, ξεκινάει ο θρύλος του τάφου του Αλέξανδρου και του σημείου ταφής του.
Ο τάφος αυτός, ήταν επι επτά αιώνες, ιερός τόπος προσκυνήματος, με πολλή μεγάλη επισκεψιμότητα από μεγάλες προσωπικότητες, όπως αυτές των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων.
Τα ίχνη ενός τόσου σημαντικού μνημείου, χάθηκαν τελικά στο πέρασμα των αιώνων, συνεπείας των μεγάλων αναταραχών και κατακτήσεων που πέρασε η Αλεξάνδρεια και όλη η Αίγυπτος, με αποτέλεσμα, κανείς πλέον να μην γνωρίζει που ακριβώς βρισκόταν.
Με την σύγκρουση των Γάλλων και των Άγγλων επι της Αιγύπτου στις αρχές του 1800 και το έντονο ενδιαφέρον και των δυο αυτοκρατοριών για τις αρχαιότητες αλλά και για τον ίδιο τον Αλέξανδρο, η φήμη του ξαναζωντάνεψε και άρχισε ένας αγώνας δρόμου για τον εντοπισμό του τάφου του.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, κατά τον Παυσανία και Κούρτιο Ρούφο, το μουμιοποιημένο σώμα του Μακεδόνα Βασιλιά μεταφέρθηκε αρχικά στην Μέμφιδα. Εκεί, εναποτέθηκε στο Σεράπειο , το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Αιγύπτιο Θεό Άπη.
Το ιερό είχε επισκεφθεί και ο ίδιος ο Αλέξανδρος το 331 π.Χ., όπου πραγματοποίησε θυσίες ως νέος Φαραώ, διοργανώνοντας παράλληλα , μουσικούς και αθλητικούς αγώνες. Ο Στράβωνας μας δίνει την πληροφορία, ότι ο δρόμος που οδηγούσε στο Σεράπειο, ήταν διακοσμημένος με Αιγυπτιακές σφίγγες. Σε αυτή την περιγραφή βασίστηκε ο Γάλλος αρχαιολόγος και ερευνητής, Auguste Mariette, ο οποίος παρατήρησε στον χώρο το κεφάλι κάποιας σφίγγας, το οποίο εξείχε μέσα από την άμμο και που τον οδήγησε τελικά, στην ανακάλυψη των υπογείων θαλάμων του Σεραπείου, το 1850.
Στον ναό του Νεκτανεβώ Β’, του τελευταίου αυτόχθονα Φαραώ της Αιγύπτου, υπήρχε η τεράστια γρανιτένια σαρκοφάγος του, στην οποία ποτέ δεν θάφτηκε αλλά αντιθέτως, μάλλον «φιλοξένησε» για κάποιο χρονικό διάστημα, το σώμα του Αλέξανδρου, πριν την μεταφορά του στην Αλεξάνδρεια από τον Πτολεμαίο Β’ τον Φιλοπάτωρα.
Φαίνεται πως η μεταφορά του έγινε μέσα στην υπέρβαρη γρανιτένια σαρκοφάγο των επτά τόνων του Νεκτανεβώ Β’, καθώς αυτή εντοπίζεται να βρίσκεται, αιώνες αργότερα, στο Τέμενος Αταρίν, μια πρωτοχριστιανική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, όπου σύμφωνα με πληροφορίες των Μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, εκεί υπήρχε ο τάφος του Αλέξανδρου, του «Ζουλ Καρνέϊν» (Δικέρατος).
Την πληροφορία αυτή, μας επιβεβαιώνει στα 1500, ο περιηγητής της εποχής, Λέων ο Αφρικανός. Αναφορά στο Τέμενος Αταρίν και στην σαρκοφάγο από «πράσινο πέτρωμα», κάνουν πολύ αργότερα , τόσο ο Σκωτσέζος ερευνητής Ρίτσαρντ Πόκοκ, όσο και ο Έντουαρντ Κλάρκ, ο οποίος βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια , λίγο μετά την ήττα του Γαλλικού στόλου στο Αμπουκίρ και περιγράφει την επίσκεψή του στο Τζαμί Αταρίν και την πρώτη γνωριμία του με την εν λόγω σαρκοφάγο, σε ένα πλωτό νοσοκομείο, όπου την είχαν μεταφέρει και κρύψει οι Γάλλοι. Όταν την πρωτοαντίκρισε, εντυπωσιάστηκε και γοητεύθηκε από το μέγεθος και την μεγαλοπρέπεια της. Δυστυχώς για εκείνον, δεν ήταν τότε σε θέση να μπορεί να διαβάσει τα ιερογλυφικά με τα οποία ήταν διακοσμημένη και αναφερόταν στον πραγματικό κάτοχο για τον οποίο είχε φτιαχτεί και ο οποίος ήταν ο Νεκτανεβώ Β’, ο τελευταίος αυτόχθονας Φαραώ της Αιγύπτου. Αυτό έγινε , λίγα χρόνια αργότερα, το 1822, από τον Γάλλο Φρανσουά Σαμπολιόν.
Τελικά, η σαρκοφάγος πέρασε σε αγγλική κατοχή, σύμφωνα με έναν όρο του Γαλλοβρετανικού συμφώνου του 1802 και αφού συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε, στάλθηκε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου βρίσκεται έως σήμερα….
Κώστας Μαυρομάτης, συλλέκτης-ερευνητής.
Πηγές:
-»ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ»(ΒΑΛΕΡΙΟ ΜΑΣΙΜΟ ΜΑΝΦΡΕΝΤΙ).2010.
-»ΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ-Από τον Αρριανό και τον Στράβωνα στον Jean Yves Empereur».1997.