Στο χρονικό διάστημα 2007 – 2021 η αγαπητή φίλη και συνάδελφος Ελένη Ανδρέου κυκλοφόρησε τρία βιβλία με αφηγήματα. «Των Αγίων Παρασκευής και Παντελήμονος» (σελ. 179), το 2007, «Ξένο βλέμμα» (σελ. 172), το 2018.
Έγραφα το 2019: «Και τα δύο πεζογραφήματα της Ελένης με συντάραξαν, για διαφορετικούς λόγους βέβαια. Μίλησαν όμως στο σήμερα εδώ και πέρα από εδώ, με ένα καίριο και σύγχρονο λόγο. Όσοι τα διαβάσουν θα με δικαιώσουν. Και θα πούνε, Ελένη Ανδρέου περιμένουμε με λαχτάρα το επόμενο βιβλίο σου». Το τρίτο βιβλίο με τον τίτλο «Τα Αντικείμενα – Λόγος υπέρ του ασημάντου», κυκλοφόρησε το 2021. Περιέχει 34 διηγήματα – τα οποία «ρούφηξα» σε δύο ημερόνυχτα… Και είπα: Άξιζε ο κόπος.
Σε ένα κείμενό μου που αναφερόταν στο βιβλίο αυτό έγραφα: «Ελένη, πολλές φορές έχω την άποψη ότι ο λόγος είναι ένας. Πολύ επιφανειακό, τότε, να χωρίζουμε πεζογραφία – ποίηση – δοκίμιο. Η τέχνη του λόγου συναιρεί…».
Αυτή τη διαπίστωση την επιβεβαιώνει το νέο της βιβλίο με τίτλο «Παρέμφατα – Π[οι]ήματα», που περιέχει πενήντα ποιήματα, που μιλούν για τον κόσμο που μας περιβάλλει και μας πληγώνει. Γκρεμίσματα και πόνοι που ξεπερνούν τον ρεαλισμό και δείχνουν τον νατουραλισμό της εποχής μας.
Επέλεξα κάποια αποσπάσματα που μίλησαν βαθιά μέσα μου, που δείχνουν τον δημιουργικό ιστό της Ελένης Ανδρέου:
Σκοτάδι έξω και μέσα […]
Καθώς ερχόμουν όμως
ξέχασα να σπείρω όνειρα στο δρόμο
και τώρα χάθηκα,
δεν ξέρω πού να πάω
Προσθέτω τις χαρές
αφαιρώ τα άλγη
πολλαπλασιάζω τα μελλοντικά ενδεχόμενα
διαιρώ τις ευθύνες
Τι γυρεύεις πάλι εκεί πάνω
βραδιάτικα;
Δεν βαρέθηκες να καρφώνεις
στον ουρανό
ανυπόληπτες υποσχέσεις
και να ονειρεύεσαι με όνειρα
περασμένων χρήσεων;
Πυρπολούνται τα όνειρα
με φωτιές δανεισμένες;
Εμένα η προίκα μου ελληνική
Ψωμί αλλιώς πεθαίνω
Παιδεία αλλιώς χάνομαι
Ελευθερία αλλιώς δεν υπάρχω
Λάμπει προφητικά το πρόσωπο
και η λάμα του μαχαιριού
πριν τη χτυπήσει κατάστηθα
το μέλλον.
Είμαι βέβαιος ότι με το έργο της αυτό η Ελένη Ανδρέου χαράζει νέο δρόμο στην τέχνη του λόγου.
Κλείνουμε τον περίπατό μας με ένα ποίημά της χαρακτηριστικό:
Εκπτώσεις
Μάταια φλυαρούσαμε ὅλη τὴ νύχτα γιὰ ἐκπτώσεις, διακηρύσσοντας τὴν ἀπέχθειά μας γι’ αὐτές,
περιγράφοντας καὶ ἀποτασσόμενοι μετὰ βδελυγμίας
τὴ ρυπαρότητα τῆς ἀγορᾶς
μὲ τὴ μεγάλη κίνηση τῶν ἰδεῶν
στὰ πανέρια τῶν ἐκπτώσεων.
Ὅταν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου μᾶς ἀντίκρυσε,
ἐκ νέου φώτισε τὰ ἀδύνατα σημεῖα μας
ποὺ σὲ καμιὰ συνάφεια μὲ τοὺς νυχτερινοὺς ἰσχυρισμούς μας δὲν εὑρίσκονται.