Η δίκη Σουάρεφ έχει µία καρναβαλική µεγαλοπρέπεια. Φωτίζει το καρναβαλικό και το µεγαλειώδες της ανθρώπινης κατάστασης…»
Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το καινούργιο βιβλίο «Η δίκη Σουάρεφ» του Χ.Α. Χωμενίδη.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«… Η δίκη Σουάρεφ έχει µία καρναβαλική µεγαλοπρέπεια. Φωτίζει το καρναβαλικό και το µεγαλειώδες της ανθρώπινης κατάστασης…»
Δηµοσθένης Καραµπαλίκης. Ο εµβληµατικότερος εν ζωή ποινικολόγος, πρωταγωνιστής στις πιο πολύκροτες δίκες του τελευταίου µισού αιώνα.
Σεραφείµ-Μάκης Σακκάς. Ο διευθυντής του γραφείου «Καραµπαλίκης και Συνεργάτες». Ευφυής, εργατικός, λεβέντης. Με ένα, όµως, σωµατικό ελάττωµα που —κι ας το κρύβει όσο µπορεί— τον περιορίζει, του πικραίνει τη ζωή.
Ο κόσµος της µαχόµενης δικηγορίας. Ο κύριος Φωτιάδης, εκκεντρική διάνοια. Ο Χάρης Τσετίνης, λαγωνικό των δικαστηρίων. Η Κωνσταντίνα Γιάννου, πανέµορφη, κόρη χρεοκοπηµένου βιοµήχανου. Ο Σόλων Λούσκος, µε το απωθηµένο ακαδηµαϊκής καριέρας και τις ανοµολόγητες πολιτικές φιλοδοξίες. Ο Ευθύµης Βογιατζής, σκοτεινός τύπος, ύαινα σωστή. Η Παναγιώτα Αϊβάλη, «κυρία του κυρίου» και κληρονόµος του γραφείου.
Ένα απόγευµα εµφανίζεται στο γραφείο ο Εδµόνδος Σουάρεφ. Ζητάει ακρόαση από τον Καραµπαλίκη. Μιλάει µε τον Μάκη Σακκά. Μεγαλέµπορος ο Σουάρεφ µουσικών οργάνων. Αποκαλύπτει ότι το 1983 δολοφόνησε έναν άνθρωπο. Ζητάει να παραδοθεί στη δικαιοσύνη. «Αδύνατον να δικασθείτε» απαντάει ο Μάκης. «Όλα τα εγκλήµατα στην Ελλάδα παραγράφονται µε την παρέλευση είκοσι ετών…»
«Θα δικαστώ. Θα µε δικάσετε εσείς!»
«Ίσως η δίκη να είναι για τον Σουάρεφ καθαρτήριο».
«Καθαρτήριο;»
«Πουργκατόριουµ στα λατινικά. Εκεί όπου οι ψυχές εξαγνίζονται. Ο προθάλαµος του Παράδεισου. Ή —εάν δεν αποδειχθείς άξιος— της Κόλασης…»
Ίσως η Δίκη Σουάρεφ να γίνει καθαρτήριο για όλους.
Απόσπασπα από το βιβλίο:
[…] Ήλεγξα τα δωμάτια των συνεργατών. Την κάμαρη με τους εκτυπωτές και τα αναλώσιμα – πίσω από ένα παραπέτο από κόντρα πλακέ αποθηκεύουμε τα σέα της καθαρίστριας, σκούπες και απορρυπαντικά. Μπήκα στον ιδιαίτερο χώρο Εκείνου, που τον έχει καταλάβει η Παναγιώτα κι αντί να σεβαστεί το απέριττο γούστο του τον έχει φορτώσει με βάζα, πίνακες και μπιμπελό. Μονάχα ο τοίχος με το χρηματοκιβώτιο παραμένει απαράλλακτος – και να το παραβίαζε ο εισβολέας, τι θα έβρισκε; Επιταγές που θα ακυρώναμε αυθωρεί, έγγραφα που υπήρχαν και στους σκληρούς μας δίσκους, καμιά ιδιόχειρη –το χειρότερο– διαθήκη πελάτη… Λεφτά στο γραφείο δεν κρατάμε. Ξαναβγήκα στον διάδρομο. Άνοιξα με κλοτσιά την πόρτα του WC. Τότε ακριβώς αντήχησε από την κουζίνα ένας περιπαιχτικός ξερόβηχας. Τον βρήκα να μασουλάει μία σοκοφρέτα. «Μαζί μου την έφερα!» μου είπε. «Απ’ το περίπτερο την αγόρασα, δε σας την έκλεψα!» Και χαμογέλασε ζαβολιάρικα. […]