Ι. Την τελευταία διετία (και) λόγω διεθνούς συγκυρίας, αλλά κυρίως λόγω ώριμων χειρισμών από πλευράς του Ελληνικού ΥΠΕΞ και ΥΠΠΟ και των Διεθνών και Βρεττανικών Φορέων υποστήριξης του αιτήματος επιστροφής, έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση περί της οριστικής επιστροφής των κλαπέντων Μαρμάρων του Παρθενώνα, των και Ελγινείων αποκαλουμένων από το όνομα του συλητή και θρασύτατου και ιταμού κλέπτη αυτών από τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως άνευ καν της αδείας των Σουλτανικών και Οθωμανικών Αρχών της εποχής, όπως πρόσφατα οι επίσημες Τουρκικές Αρχές έχουν αποκαλύψει και δημοσιοποιήσει συνηγορώντας στο δίκαιο Ελληνικό αίτημα!
Μάλιστα το τελευταίο διάστημα πιθανολογείται και μία επίσημη κίνηση από πλευράς Βρετανικού Μουσείου και Βρετανικής Κυβέρνησης εντός του τρέχοντος έτους (2023) – πάντως μετά τις Εθνικές Εκλογές στην Χώρα μας, όπως ανακοίνωσε επισήμως ο Πρωθυπουργός της Χώρας μας. Στην όλη συζήτηση, όπως έχει εξελιχθεί, πρέπει να κρατήσουμε ως πολύ ενθαρρυντικό δεδομένο, την δημιουργία εδραίου πεδίου κοινής δράσης και συστηματικής πολύπλευρης συνεργασίας των επίσημων Ελληνικών Αρχαιολογικών και Πολιτιστικών Αρχών με τις αντίστοιχες Τουρκικές και Αιγυπτιακές.
ΙΙ. Στην τελική και πλέον κρίσιμη φάση των πολύ απαιτητικών διαπραγματεύσεων για την επιστροφή των Μαρμάρων επέστη η στιγμή η Χώρα μας και να επικαλεσθεί και να επιμείνει και σε άλλα επιχειρήματα, εξίσου ισχυρά, για να καμφθεί η βρετανική αλαζονική και ανεδαφική παλαιοποικιοκρατική αντίληψη και προσέγγιση στο ζήτημα. Μία βασική πρακτική συνέπεια της μη ολοκληρωθείσας έως στιγμής και ευρισκόμενης εκτός χρονοδιαγράμματος διαδικασίας BREXIT λόγω των κουτοπόνηρων μικροπολιτικών επιδιώξεων της βρετανικής πλευράς στα δικαιώματα αλιείας (Γαλλία) και στην τελωνειακή πολιτική στα Βορειοϊρλανδικά Σύνορα (Εϊρε), μα κυρίως λόγω των αδιεξόδων και των αντιφάσεων των εσφαλμένων κεντρικών πολιτικών επιλογών των εν πολλοίς μεταμελημένων πολιτικών ιθυνόντων της Παράταξης των Συντηρητικών στην Γηραιά Αλβιόνα, είναι η επικείμενη κατάργηση της αγγλικής γλώσσας και η αντικατάσταση από άλλη κοινοτική ως μόνης και κύριας γλώσσας εργασίας στην κοινοτική/ενωσιακή τάξη και πράξη.
Παραδόξως έως στιγμής δεν έχει – δημοσίως τουλάχιστον – επισημανθεί η σημασία και το κόστος της αντικατάστασης και της μετάπτωσης σε άλλη (και κυρίως: ποία και με ποία κριτήρια;) γλώσσα στην κοινοτική ευρωγραφειοκρατία και δικαιοταξία. Το θέμα δεν είχε απασχολήσει την από Δεκεμβρίου 2020 επιτευχθείσα Συμφωνία Επιτροπής ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά, εξ όσων περιληπτικώς δημοσιοποιήθηκαν, το θέμα δεν απασχόλησε ούτε καν την ίδια την διαπραγμάτευση, που έλαβε χώρα στην … αγγλική γλώσσα : η κατάσταση θεωρήθηκε απλώς …δεδομένη!
Ετσι το τυχόν επιχείρημα για την διατήρηση της χρήσης της αγγλικής ως μίας εκ των επισήμων γλωσσών της ΕΕ λόγω της παρουσίας του Εϊρε (Δημοκρατίας της Ιρλανδίας) στην ΕΕ ως ισχνής δυναμικότητας δεν αρκεί, διότι (α) επισήμως στο Σύνταγμα του Εϊρε (1937, όπως αναθεωρήθηκε το 1939 και το 1941) αναγνωρίζει την γαελική ως γλώσσα του Κράτους και δευτερευόντως την αγγλική, ενώ (β) μεσοπρόθεσμα η δυναμική πολιτικά κατάσταση των συνόρων Εϊρε και (προσωρινώς υπό βρετανική κατοχή…) Βόρειας Ιρλανδίας στην μετακοινοτική (κάποτε Μεγάλη – σήμερα όχι πάντως…) Βρετανία δεν πείθει για το μακρόπνοο της επιλογής.
ΙΙΙ. Η Ελληνική Κυβέρνηση άμεσα και κυρίως εν όψει της ανάγκης αντιμετώπισης των προσκομμάτων, που έχουν παρασκηνιακώς προβληθεί από βρετανικής πλευράς κατά την εφαρμογή πολλών κεφαλαίων της Συμφωνίας Εξόδου, τόσο στο Ευρωκοινοβούλιο, όσο και στα Εθνικά Κοινοβούλια, σε απόλυτη συνεργασία με την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας οφείλει να θέσει το θέμα της γλώσσας και να τό συνδέσει άμεσα και ανυπέρθετα με την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.
Το θέμα της διατήρησης της επίσημης χρήσης της αγγλικής ως γλώσσας εργασίας στην ΕΕ ενδιαφέρει τόσο την βρετανική και κοινοπολιτειακή, όσο κατά μείζονα λόγο την αμερικανική/ατλαντική πλευρά για σειρά λόγων. Η Ελληνική πλευρά βασιζόμενη στην πρόνοια του ευρισκομένου σε πλήρη νομική ισχύ και διεθνή αποδοχή κατά το Δίκαιο της ανάγκης από 16.08.1960 Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας κατ’εκτέλεση του Διατάγματος σε Συμβούλιο (Order in Council) αρ. 1368 (1960) της Βασίλισσας του Ηνωμένου Βασιλείου και του Cyprus Act από 29.07.1960 [Σύνταγμα], όπως το Σύνταγμα βασίζεται στην από 11.02.1959 Συμφωνία της Ζυρίχης και στην από 19.02.1959 Συνδιάσκεψη του Lancaster House (Λονδίνο) και στις σε ισχύ ευρισκόμενες πρόνοιες, που δίνουν οι Τρεις (3) Συνθήκες από 16.08.1960 περί Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου, περί Εγγυήσεως και περί Συμμαχίας με τις δύο τελευταίες κατ’άρ. 181 Συντάγματος να διαθέτουν οι ίδιες συνταγματική ισχύ, μπορεί είτε να μπλοκάρει είτε να υιοθετήσει το ζήτημα της γλώσσας και να τό συνδέσει άμεσα με την βρεττανική στάση στην επιστροφή των Μαρμάρων.
Την ισχύ αυτού του Συντάγματος αναγνώρισαν η από 16.04.2003 Συνθήκη Προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου στην ΕΕ, η Πράξη περί των Ορων Προσχωρήσεως και η Τελική Πράξη (βλ. ενδεικτικώς Πρωτόκολλο Αρ. 10 Για την Κύπρο)- με την συνυπογραφή και την επικύρωση της βρεττανικής πλευράς. Την πρόνοια περί της επίσημης χρήσης της αγγλικής και όχι ως επίσημης γλώσσας του Κράτους (άρ. 3 Συντάγματος) περιέχει το άρ. 189 Συντάγματος Κύπρου. Αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί εποικοδομητικώς από την Πατρίδα μας προς την κατεύθυνση της παροχής πρακτικής και ανέξοδης λύσης σε ένα σημαντικό πρόβλημα στην κοινοτική δικαιοταξία και διοικητική καθημερινότητα με δεδομένη την κατεύθυνση της προσδοκίας ευρύτερων πολιτικών οφελών από τους Ατλαντικούς Συμμάχους μας και τα φιλικά Κράτη της Βρεττανικής Κοινοπολιτείας.
- IV. Η ώρα της Ελλάδας έχει φθάσει και στο ζήτημα των Μαρμάρων και των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ας προχωρήσουμε.
Ιωάννης Ελ. Κυμιωνής,
Δικηγόρος ΔΣΑ – Εμμισθος Δικηγόρος Τμήματος Δικαστηρίων ΔΝΥ ΔΥΠΑ/τ.ΟΑΕΔ,
LL.M., LL.M., ΥΔ Παντείου Πανεπιστημίου
[ioanniskymionis@yahoo.gr]