Πρώτη φορά στη ζωή μου φέτος τέτοιες μέρες δεν νοσταλγώ τις μέρες του 1974. Δεν με γλυκαίνει η ανάμνηση εκείνου του καλοκαιριού. Δεν ξαναζώ μέσα μου την πτώση της δικτατορίας που – τι κι αν ήμουν οκτώ χρονών παιδί; – με άγγιξε, με συγκλόνισε, όπως συγκλόνισε τον καθένα, αφού και στο μικρότερο χωριό υπήρχε ένα «πουλί», μια πινακίδα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» για να την ξηλώσουν πανηγυρικά και να τη ρίξουν στις φλόγες της δημοκρατίας.
Ίσως να έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια. Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων, που θα έδιναν την αυθεντική τους εκδοχή, έχουν πεθάνει. Ή βαδίζουν στην τρίτη ηλικία. Τα οπτικά ντοκουμέντα – κινηματογραφικά επίκαιρα, φωτογραφίες – έχουν γκριζάρει και αν τα επιχρωματίσεις, θα φαντάζουν ψεύτικα.
Τα γεγονότα – ορόσημα έχουν τόσες φορές στυγνά εργαλειοποιηθεί προς κομματική χρήση, ώστε πρέπει να σκάψεις βαθιά για να βρεις το αυθεντικό τους νόημα. Από το ηλίθιο σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» έως την απόπειρα απομυθοποίησης των φοιτητικών εξεγέρσεων, σάμπως το ζήτημα να είναι εάν το Πολυτεχνείο (ή η Νομική έξι μήνες νωρίτερα) ανέτρεψε την τυραννία – όχι, δεν την ανέτρεψε, όπως ούτε η Επανάσταση του 1821 έφερε την απελευθέρωση του γένους, έπρεπε να συμβεί η ναυμαχία του Ναυαρίνου, κι όμως τα Δερβενάκια μνημονεύουμε, στην πύλη που γκρέμισε το τανκ, στην οδό Πατησίων, αφήνουμε λουλούδια…
Το πιο πικρό είναι ότι φθίνει το συναίσθημα. Φαρμακώνεται από την αμφιβολία.
Για εμένα η ελευθερία επέστρεψε όταν βάλαμε στο πικάπ, στη διαπασών, τη «Μυρτιά» που χαμογελούσε στα παραθύρια τα πλατιά με τα λόγια του Γκάτσου και τη μουσική του Μίκη. Όταν οι κοπέλες μπορούσαν πλέον να κυκλοφορούν με μίνι φούστες, τα αγόρια με μακριά μαλλιά και γένια χωρίς κανένας βλοσυρός παιδονόμος, κανείς σεμνότυφος υπουργός σαν τον Παττακό ή τον Λαδά να έχει δικαίωμα να τους ελέγξει. Όταν παίχτηκαν αλογόκριτες στους κινηματογράφους μας οι θρυλικές ταινίες της ροκ και της σεξουαλικής επανάστασης. Το «Woodstock», και το «Jesus Christ Superstar», και το «Hair», και το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι».
Υπήρχε εντούτοις κι ένας διαφορετικός κόσμος, της διπλανής μας συχνά πόρτας. Εκείνοι που εκ των υστέρων, με καταλερωμένη τη φωλιά, διαγκωνίζονταν ποιος τους θα φανεί αντιστασιακότερος. Τα γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο σπουδαίο ποίημα «Φοβάμαι». Τα διηγείται σαρκαστικά ο Δημήτρης Χορν, ενθυμούμενος τη σύντομη θητεία του ως διευθυντής της δημόσιας ραδιοφωνίας – τηλεόρασης. «…Παράλληλα είχα να αντιμετωπίσω και τις μετανοημένες Μαγδαληνές που με χυδαίο τρόπο κορόιδευαν τον Παπαδόπουλο που τους είχε διορίσει και πριν από λίγο τον εξυμνούσαν…».
Κι εκείνοι που, ενώ ο Λεωνίδας Κύρκος έγραφε το φωτισμένο, το εμβληματικό του κείμενο για τους στόχους του έθνους, δήλωναν σοβιετόφιλοι, μαοϊκοί, οπαδοί του Ενβέρ Χότζα, συμπαθούντες ακόμα ακόμα τη 17 Νοέμβρη. Και δυναμίτιζαν κάθε απόπειρα ευρύτερων συγκλίσεων, δημοκρατικής συμπόρευσης.
Όλοι υπήρχαν από τότε εδώ. Και πολύ νωρίτερα, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Όσοι ήθελαν την Ελλάδα καράβι να ανοίγεται στα πέλαγα, να φουσκώνουν από εμπνεύσεις τα πανιά του. Και όσοι την έβλεπαν σαν αγκαθοπεριφραγμένο χερσοχώραφο, που μόνο να ομφαλοσκοπεί μπορεί. Όσοι διαπνέονταν από δημιουργική λαχτάρα και οι άλλοι, που αφήνονταν στον οποιονδήποτε συρμό. Ή τους κινούσε ο σκέτος φθόνος με ιδεολογικό μανδύα.
Όταν το έχεις δει τόσες φορές το έργο στα τεθλασμένα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πώς να σε συγκινεί ακόμη;
Και όμως. Και φέτος θα σφίξεις νοερά στην αγκαλιά σου εκείνους που ύψωσαν κάποτε ανάστημα δίχως και να καταδεχθούν να κεφαλοποιήσουν την προσφορά τους. Θα θυμηθείς τον Παναγούλη, τον Μουστακλή, τον Μαρωνίτη, τον Σάκη Καράγιωργα. Θα αναρωτηθείς ξανά εάν εσύ – στη θέση τους – θα έβρισκες το τσαγανό να αντισταθείς, ενώ μάλιστα οι περισσότεροι προεξοφλούσαν ότι η δικτατορία επρόκειτο να διαρκέσει και σαράντα και πενήντα χρόνια, όπως στην Ισπανία και στην Πορτογαλία.
Θα ψιθυρίσεις τους στίχους που παραμένουν μπούσουλας. Πυξίδα. «Πάντα ο ίδιος πόθος μένει, λευτεριά και προκοπή».
Χρήστος Χωμενίδης