Κατά το 2021, αναζητώντας πηγές για τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα, συνάντησα ανάμεσα στα άλλα το έργο του κερκυραίου Τζούλιο Καΐμη που ήταν Ρωμανιώτης ελληνόφωνος Εβραίος. Επίσης, την ίδια περίοδο διάβασα το βιβλίο του Αλεξάνδρου Μωυσή «Νταβιντσόν Εφέντης – Ένας Ρωμαντιώτης πασάς στα Γιάννενα».
Πραγματικά, συγκινήθηκα ιδιαίτερα από την παρουσία των Ρωμανιωτών Εβραίων στην Ελλάδα. Ψάχνοντας σχετικά στοιχεία είδα ότι ζουν στη χώρα μας εδώ και 2.300 χρόνια και αποτελούν τον αρχαιότερο Εβραϊκό πληθυσμό στην ήπειρο της Ευρώπης. Οι Ρωμανιώτες είναι ελληνόφωνοι και αποκαλέστηκαν έτσι από τα χρόνια της ίδρυσης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Το όνομα διασώθηκε με τον ίδιο τρόπο που οι σύγχρονοι Έλληνες αποκαλούνται και «Ρωμιοί».
Ως χαρακτηριστικό δείγμα των Ρωμανιωτών στη νεότερη ιστορία και πολιτισμό θα παρουσιάσω στοιχεία για τους δύο προαναφερθέντες συγγραφείς. Παραπέμπω, ανάμεσα στα άλλα, στα άρθρα μου «Η αρχαία ψυχή του Καραγκιόζη – Η έρευνα του Τζούλιο Καΐμη (1897 – 1982) για το ελληνικό θέατρο σκιών» και «Αλέξανδρου Μωυσή «Νταβιντσόν Εφέντης – Ένας Ρωμανιώτης πασάς στα Γιάννενα», και τα δύο κείμενα είναι του 2021.
Ο Τζούλιο Καΐμη ή Καΐμης (επίσης: Ιούλιος Καΐμης ή Χαΐμης, ιταλικά: Giulio Caimi, γαλλικά: Giulio Caïmi· Κέρκυρα, 1897 – Αθήνα, 1982) ήταν ζωγράφος και διανοούμενος, συγγραφέας, κριτικός και μελετητής του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και της εβραϊκής παράδοσης. Υπήρξε πρωτοπόρος και συστηματικός ερευνητής του ελληνικού θεάτρου σκιών, του Καραγκιόζη. Σε ένα ωραίο κείμενο του Δ. Ρηγίνου για τον Τζούλιο Καΐμη, ανάμεσα στα άλλα διαβάζουμε: «’Ενας μοναχικός άνθρωπος, αποσιωπημένος στη ζωή, φτωχότατος, χωρίς αναγνώριση του σημαντικού για την ιστορία του ελληνικού πνεύματος έργου του υπήρξε ο Ιούλιος Καΐμης. Ο γράφων αυτές τις γραμμές τον είχε γνωρίσει προς το τέλος της ζωής του να κυκλοφορεί με μία ρυπαρή καπαρντίνα, εγκαταλειμμένος, βυθισμένος σε ποιες άραγε σκέψεις, περιπλανώμενος οδοιπόρος, κουφός, ενώ η αδελφή του Ραχήλ ζήταγε βοήθεια γι’ αυτόν, δεδομένου ότι το Υπουργείο Πολιτισμού είχε αρνηθεί να του χορηγήσει σύνταξη».
Ο Τζούλιο προερχόταν από παλιά εβραϊκή οικογένεια της Κέρκυρας. Ο πατέρας του Μωυσής υπήρξε προσωπικός φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου και είχε σχέσεις με σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων (όπως οι Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Λορέντζος Μαβίλης, Αλέξανδρος Πάλλης, Βλάσης Γαβριηλίδης, Ανδρέας Καρκαβίτσας και Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), εξέδιδε στην Κέρκυρα το περιοδικό Ο Ισραηλίτης Χρονογράφος και αργότερα στη Αθήνα, έπειτα από την εγκατάσταση της οικογένειας στην πρωτεύουσα (το 1906), το περιοδικό Ισραηλιτική Επιθεώρησις (1912-1916), έντυπα τα οποία είχαν ως συνεργάτες και ορθόδοξους και καθολικούς χριστιανούς. Ως ακραιφνής δημοτικιστής συνεργαζόταν με το περιοδικό Ο Νουμάς και άλλα έντυπα.
Ο Τζούλιο σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ε.Μ.Π., συνδέθηκε με τους Σικελιανό, Καζαντζάκη, Κόντογλου, κ.ά. Ο Καΐμης μελέτησε βαθιά την ελληνική μυθολογία, την εβραϊκή ιστορία, τον πολιτισμό της Ανατολής και της Ινδίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα, επίσης, με τη Βίβλο, το Ταλμούδ και την Καβάλα, στην προσπάθειά του να βρει κοινά σημεία μεταξύ του ελληνισμού και του εβραϊσμού.
Η μεγάλη προσφορά του ήταν ο ελληνικός Καραγκιόζης. Όλη η ζωή του Καΐμη αφιερώθηκε στη μελέτη και παρουσίαση του ελληνικού Καραγκιόζη. Το πρώτο του σχετικό βιβλίο εκδόθηκε το 1935 γαλλικά, στην Αθήνα. Ακολούθησε, το 1937, το μικρό σε έκταση βιβλίο του “Η ιστορία και η τέχνη του Καραγκιόζη”.
Επειδή δεν υπήρχε σχετική βιβλιογραφία, ο Καΐμης γύρισε σε χωριά της Αττικής, της Εύβοιας και της Πελοποννήσου. Συγκέντρωνε στοιχεία, συνομιλούσε με καραγκιοζοπαίχτες. Οι συνεντεύξεις αυτές ως μέθοδος ήταν πρωτοποριακή μέθοδος. Πολλά όμως είναι και τα εικαστικά του έργα, καθώς και μελέτες αντίστοιχες με τα πολλά ενδιαφέροντά του.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας στον Τζούλιο σε σχέση με τον Καραγκιόζη. Ο Τσαρούχης που γνώρισε και συνδέθηκε με τον Τζούλιο γράφει στην «Καθημερινή» (8.3.82): «Ήταν τόσο ανεξάρτητος. Είχε ξεπεράσει τόσο τις ανθρώπινες ανάγκες, που το να τον βοηθήσεις ήταν σαν να τον προσβάλλεις, παραβλέποντας τη δύναμή του. Του οφείλω πολλά. Αυτός μου γνώρισε τη Ρόζα Εσκενάζι και μου ‘μαθε πολλά για τον Καραγκιόζη. Μα ακόμα περισσότερα για την τέχνη και τη ζωή. Θα έπρεπε να συλλέξει κανείς ό,τι άφησε σε γραπτά τυπωμένα ή χειρόγραφα. Εφτάσαμε στην εποχή που θα κατανοηθούν ευκολότερα οι σκέψεις του. Ήταν στο είδος του ένας προφήτης».
Τρία σημεία από το κλασικό βιβλίο του Τζούλιο για τον Καραγκιόζη:
«Αυτό το βιβλίο προσπαθεί να μας αποδείξει ότι το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη είναι ο πρώτος μύστης, από κάθε άποψη της νεοελληνικής κωμωδίας».
«Οι καραγκιοζοπαίχτες σήμερα […] η πλειονότητα απ’ αυτούς μετατρέπει την τέχνη τους σε κέρδος και αντιπαραθέτουν άπειρες δυσκολίες σ’ αυτούς που προσπαθούν να την μελετήσουν».
Και καταλήγει «Θα διακρίνουμε μια στενή συνάφεια, που υπάρχει μεταξύ της λαϊκής και πνευματικής τεχνικής, μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής, μεταξύ της αρχαίας και της νεοτέρας. Είναι εκδηλώσεις μιας μόνης τέχνης που συνδέει ολόκληρη την ανθρωπότητα, αποκαλυπτόμενη σε ποικίλες μορφές, όπως ποικίλες είναι οι μορφές της φύσης».
Στο ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ του βιβλίου ο εκ των μεταφραστών Τάκης Μήλιας (σελ. 173 – 74) γράφει ανάμεσα στα άλλα:
«Η δουλειά του Ι. Καΐμη πάνω στον Καραγκιόζη παρουσιάζεται σαν πολύ σημαντικό εργαλείο στον σύγχρονο ερευνητή, είτε αυτός είναι κοινωνιολόγος, εθνολόγος, ιστορικός της τέχνης ή γλωσσολόγος, μιας και οι πολύπλευρες διαστάσεις αυτού του φαινομένου απαιτούν τη συλλογική έρευνα όλων αυτών των επιστημών, για μια πλήρη και σαφή μελέτη του».
Στο βιβλίο του Δ. Π. Κοκκινίδη, «Βιβλιογραφία Ιουλίου Καΐμη», έκδοση του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, 2004, περιλαμβάνονται πολλά άρθρα από το 1929 ως το 2004. Επίσης, ο κομοτηναίος Μισέλ Φάις, σημαντικός πολυ-δημιουργός, ασχολήθηκε με τη ζωή και το έργο του Τζούλιο. Έχει εκδώσει μυθιστορηματική βιογραφία του Καΐμη, με τίτλο «Το Μέλι και η Στάχτη του Θεού», εκδόσεις Πατάκη, 2002.
Από την Κέρκυρα του Τζούλιο Καΐμη περνάμε στα Γιάννενα, μια πρωτοπόρα πόλη όχι μόνο της Ηπείρου αλλά και του ευρύτερου βαλκανικού χώρου. Ο Μωυσής Ελισάφ είναι Ρωμανιώτης, σημερινός δήμαρχος των Ιωαννίνων, πρώτος Εβραίος δήμαρχος στη χώρα μας.
Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο Καΐμης και το έργο του. Την ίδια περίοδο διάβασα το βιβλίο του Αλεξάνδρου Μωυσή «Νταβιντσόν Εφέντης – Ένας Ρωμανιώτης πασάς στα Γιάννενα», εκδ. Καπόν, 2020, σελ. 223. Και αυτό το βιβλίο με απορρόφησε. Και ο συγγραφέας του βιβλίου και ο ήρωας του έργου είναι δύο ξεχωριστές προσωπικότητες.
Ο Αλέξανδρος Μωυσής μεγάλωσε στην Αθήνα, κοντά στη ρωμανιώτικη εβραϊκή οικογένεια του πατέρα του και την ορθόδοξη χριστιανική οικογένεια της μητέρας του. Αφού αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών, φοίτησε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (το ΜΙΤ), όπου απέκτησε τέσσερα πτυχία Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Μηχανικού Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, και Διοικητικής Επιστήμης. Έπειτα εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια και τη Σίλικον Βάλεϊ, όπου συνέβαλε στην επιτυχία αρκετών γνωστών πλέον σήμερα εταιρειών επιχειρηματικού λογισμικού. Ζει στην Καλιφόρνια με την οικογένειά του. Βραβεύτηκε πρόσφατα από την Ακαδημία Αθηνών για την έκδοση των φωτογραφιών του προγόνου του Νισήμ Δ. Λεβή στο βιβλίο των εκδόσεων Καπόν: «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή: Οι στερεοσκοπικές φωτογραφίες και τα ταξίδια ενός Γιαννιώτη γιατρού. 1898-1944».
Τον Νταβιτσόν Εφέντη Λεβή (1832-1913) τον πρωτογνωρίσαμε μέσα από τις φωτογραφίες του γιου του στο Πανόραμα του Νισήμ Λεβή 1898-1944. Στο γιαννιώτικο σπίτι του ο Νταβιτσόν μιλούσε ελληνικά όπως οι πρόγονοί του, ενώ παράλληλα διδάχθηκε και τη θρησκευτική παράδοση της ρωμανιώτικης εβραϊκής κοινότητάς του.
Η εποχή του επέτρεψε στον Νταβιτσόν να σταδιοδρομήσει στο οθωμανικό δημόσιο και να συνδεθεί με τις μεταρρυθμίσεις του κράτους το β’ μισό του 19ου αιώνα. Διετέλεσε βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο και μέλος του ανώτατου δικαστηρίου. Η παρουσία του στα κοινά εντός και εκτός Ιωαννίνων υπήρξε έντονη. Αναδείχθηκε σε έμπιστο του σουλτάνου και παρασημοφορήθηκε από τον βασιλέα της Ελλάδας Γεώργιο Α’. Η δύση της ζωής του Νταβιτσόν σημαδεύεται από τις όλο και εντονότερες εθνοτικές εντάσεις ανάμεσα στους υπηκόους του σουλτάνου, έως ότου η απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό το 1913 θα αλλάξει άρδην τη ζωή της ρωμανιώτικης κοινότητας της πόλης.
Από τα λίγα στοιχεία που επιλέξαμε να παρουσιάσουμε σε τούτο το κείμενο, φάνηκε – φρονώ – η συμβολή των Ρωμανιωτών στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και πολιτισμό.
Είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο του νεότερου ελληνικού προσώπου που δείχνει πόσα οφείλουμε στους Εβραίους της Ελλάδας, συγκατοίκους μας εδώ και 23 αιώνες.