
Ο Δρ Ψυχολογίας με ειδίκευση στις εξαρτήσεις απαντά στο καίριο ζητούμενο αν η πλήρης απαγόρευση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στους ανήλικους είναι αποτελεσματικό ως μέτρο αντιμετώπισης της υπερέκθεσης και εξάρτησης-Εξηγεί πως οι ρυθμίσεις, όπως η θέσπιση ορίου ψηφιακής ενηλικίωσης, πρέπει να αποτελούν μέτρα μιας ευρύτερης στρατηγικής
Στην ανάγκη παγκόσμιας δράσης για την προστασία των παιδιών από τις αρνητικές επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Αυστραλία με θέμα «Protecting Children in the Digital Age», στο πλαίσιο της Εβδομάδας Υψηλού Επιπέδου της 80ής Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Ο ίδιος σημείωσε πως η Ελλάδα ως χώρα είναι έτοιμη να εξετάσει την απαγόρευση της χρήσης των κοινωνικών μέσων μέσω του καθορισμού ορίου ψηφιακής ενηλικίωσης. Η πρόθεση αυτή εγείρει μία προβληματική που εξετάζει κατά πόσο η πλήρης απαγόρευση χρήσης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης μπορεί και υπό ποιες προϋποθέσεις ή με ποια χαρακτηριστικά κουλτούρας να αποτελέσει αποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση της υπερβολικής χρήσης ή της εξάρτησης από αυτά.

Σωτήρης Λαϊνάς
Ψυχολόγος- Ειδικός σε θέματα απεξάρτησης
Το ζήτημα της ψηφιακής ενηλικίωσης
«Αυτό που μας είπε ο Πρωθυπουργός είναι πως σκέφτεται-δεν είναι και βέβαιος- να μελετήσει το παράδειγμα της Αυστραλίας και κάποιων άλλων χωρών. Συγκεκριμένα η Αυστραλία έχει μεταφέρει το ηλικιακό όριο στα 16 έτη, κάτι που σημαίνει πως μία έφηβη ή ένας έφηβος μπορεί να ανοίξει λογαριασμό στα social media άνω των 16 ετών», όπως τόνισε στο «Ε» ο Δρ Ψυχολογίας και αν. επιστημονικός υπεύθυνος του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας του ΑΠΘ, Σωτήρης Λαϊνάς.
Ο ίδιος ενημερώνει πως πρόκειται για ένα μέτρο που το έχουν εφαρμόσει κάποιες χώρες, αν και δεν έχουμε ακόμη πολλά δεδομένα για να γνωρίζουμε με σιγουριά, αν έχει επιτυχία ή όχι. Βέβαια, όπως προσθέτει έχει κάποια λογική η αύξηση του ηλικιακού ορίου, γιατί δεν μπορεί ένα παιδί οποιασδήποτε ηλικίας να εκτίθεται στα social media, που έχουν πολλές διαστάσεις, πολλές από τις οποίες είναι και αρνητικές.
«Το ερώτημα είναι, αν οι ρυθμίσεις είναι καθολικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αρχικά, πρέπει να δούμε ποιο είναι το πρόβλημα, δηλαδή αν είναι τα παιδιά που μπορεί να υιοθετούν συμπεριφορές ή στάσεις στο ίντερνετ που είναι πέραν της ηλικίας τους ή μπορεί να επηρεάζονται και από άλλες συμπεριφορές που θεωρούνται προβληματικές», όπως υπογράμμισε.
Μόνο η αρχή της παρέμβασης η ηλικιακή ρύθμιση
Οι καθολικές απαγορεύσεις, λοιπόν είναι ένα μέτρο που , σύμφωνα με τον κ. Λαϊνά, θα μπορούσε να λειτουργήσει «πυροσβεστικά». Όπως υπογραμμίζει όμως, η ηλικιακή ρύθμιση δεν μπορεί να είναι το τέλος της παρέμβασης, αλλά μόνο η αρχή, πρέπει να συνοδευτεί με μία σειρά άλλων πραγμάτων για να μπορέσουμε να υπάρχει προσέγγιση στην ουσία του προβλήματος και αποτελεσματική αντιμετώπιση.
«Ένα τέτοιο μέτρο νομίζω δεν μπορεί να αποφύγει την παρέκκλιση, καθώς τα παιδιά μέσω διαφόρων συστημάτων δύνανται να παρακάμπτουν, δηλαδή να συνδέονται από άλλη χώρα και να ανοίγουν λογαριασμό. Επίσης, μπορεί να κατευθυνθούν σε λιγότερο ελεγχόμενα social media, που δεν είναι στο φάσμα της απαγόρευσης και να εμπλακούν εκεί. Με αυτόν τον τρόπο μεταφέρεται η ευθύνη στην οικογένεια. Παρόλα αυτά είμαι υπέρ μίας, καταρχάς, ρύθμισης, μιας και δεν μπορεί παιδιά δημοτικού να έχουν ανεξέλεγκτη πρόσβαση», συμπλήρωσε ο κ. Λαϊνάς.
Αντιμέτωποι με αυτό που «κρύβεται» πίσω από το φαινόμενο: Αυξανόμενοι αποσυνδεόμενοι έφηβοι
Όπως εξηγεί ο κ. Λαϊνάς, το μείζον ζητούμενο είναι να εξετάσουμε τις αιτίες. Και να ενσκύψουμε στις τάσεις που ήδη παρατηρούνται. Δηλαδή όλο και περισσότεροι αποσυνδεόμενοι έφηβοι. Αυτοί δηλαδή που δεν έχουν πολλούς δεσμούς και σχέσεις και άρα μέσω των social media επιχειρούν να εκφράσουν τις ανάγκες τους, και αυτό εξελίσσει μια μόνιμη και ενισχυόμενη σύνδεση.
Όταν η εικόνα στα social απέχει από την πραγματικότητα…
Χαρακτηριστικά μιλώντας με παραδείγματα ο κ. Λαϊνάς διευκρινίζει πως ο κίνδυνος είναι η εικόνα που φτιάχνουν τα παιδιά στα social media, που πολλές φορές πιθανόν να απέχει από την πραγματικότητά τους και συνήθως να συνδέεται με έναν συνομήλικο, που σύμφωνα με τα διαφημιζόμενα πρότυπα είναι πανέμορφος, πανέξυπνος, τα καταφέρνει σε όλα, είναι… φοβερός και τρομερός.
Συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως αυτό συνδέεται με μία συγκεκριμένη κουλτούρα, που επικρατεί στον δυτικό κόσμο, αυτή της επίδοσης και της επιτυχίας. Συνεπώς τον απασχολεί το ακόλουθο ερώτημα: «Μήπως πρέπει να σκεφτούμε πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, τι τους μαθαίνουμε και τι απαιτούμε;»
Από τον άνθρωπο της επίδοσης προς εκείνον που εκπληρώνει τις πραγματικές του ανάγκες
Με αυτό το σκεπτικό «φωτίζει» τη στάση των γονιών, του σχολείου και της κοινωνίας που δημιουργεί και καλλιεργεί συνεχώς υψηλότερες και απόλυτες προσδοκίες. «Αν θέλουμε πολίτες τέλειους και άψογους σε όλα, τα παιδιά αυτό ακριβώς αναπαράγουν», συμπληρώνει, επισημαίνοντας ότι «καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε ότι χρειαζόμαστε πολίτες, που θα ικανοποιούν τις βασικές τους ανάγκες-για αγάπη, επικοινωνία και όχι τις ψευδοανάγκες της εικόνας».
Για τον κ. Λαϊνά ποτέ δεν θα λυθούν αυτά τα προβλήματα, αν δεν δούμε τις ρίζες τους γι’ αυτό άλλωστε πρέπει από τον άνθρωπο της επίδοσης να κατευθυνθούμε προς εκείνον που εκπληρώνει τις πραγματικές ανάγκες του.
‘’Social media’’: Ένας τόπος απόκτησης ψευδονοημάτων
Διαπιστώνει πως» όσο έχουμε απομονωμένους-αποξενωμένους εφήβους, τόσο αυτοί θα καταφεύγουν όλο και περισσότερο σε τόπους απόκτησης ψευδονοημάτων, τα social media είναι κάτι τέτοιο σε έναν βαθμό».
Πάντως , ο κ. Λαϊνάς παρουσιάζει και μία προβληματική που αφορά τη στάση μας απέναντι στα social media, τόσο για τους ενήλικες όσο και τα παιδιά που αναπόφευκτα ακολουθούν τα παραδείγματα που αναπτύσσονται στον περίγυρό τους.
Η σχέση με την τεχνολογία εν γένει είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, που δεν μπορεί να είναι ίδια όπως με το αλκοόλ ή το κάπνισμα. Και εξηγεί: χωρίς αλκοόλ, καπνό ή παράνομες ουσίες είναι καλό να ζει ο άνθρωπος, αλλά χωρίς τεχνολογία πλέον δεν μπορεί να το κάνει. Άρα, ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να παρέμβουμε δεν μπορεί να είναι ακριβώς ο ίδιος. Αν κρίνεται ότι υπάρχει ανάγκη για μία ρύθμιση, μας παροτρύνει να τη δούμε, αλλά δεν πρέπει να θεωρήσουμε πως αυτή είναι το τέλος της παρέμβασης. Απλά η αρχή και οι ρυθμίσεις πρέπει να γίνονται με φειδώ.
Πού ξεκινά η ευθύνη της οικογένειας;
«Εκεί ξεκινά η ευθύνη, πρέπει να σκεφτούμε πώς διαπαιδαγωγούμε γονείς και παιδιά, τι προτάγματα έχουμε ως κοινωνία, ως εκπαίδευση και τι πολίτες θέλουμε. Αν θέλουμε κάποιους να υπηρετούν την εικόνα τους, τα social media είναι από τα καλύτερα μέσα για να γίνει κάτι τέτοιο», όπως δηλώνει.
Ο κ. Λαϊνάς τονίζει ότι ήρθε η στιγμή να σκεφτούμε κατά πόσο δουλεύουν τα ρυθμιστικά πλαίσια που έχουν τεθεί για τους εφήβους σε άλλα ζητήματα και αναφέρει τα παραδείγματα του διαδικτυακού (ή μη) τζόγου και της αγοράς αλκοόλ, κατά πόσο οι απαγορεύσεις είναι αποτελεσματικές, σε τι βαθμό αμφισβητούνται από τους έφηβους, και πώς εφαρμόζονται από τους εμπλεκόμενους μιας και, όπως σχολιάζει, «μέχρι τώρα δεν έχουμε δώσει τα καλύτερα δείγματα».
«Αν υιοθετούμε αυτή την οπτική ως κοινωνία θα πρέπει να σκεφτούμε κι άλλα πράγματα, όπως το gaming- μια μάστιγα-, το οποίο αν και είναι παιχνίδι ταυτόχρονα είναι τεράστιο πρόβλημα, εμπεριέχει εθιστικά στοιχεία, εκ των οποίων κάποια εισάγουν και τα παιδιά στον τζόγο. Όμως, δεν μπορούμε να λειτουργούμε αποσπασματικά, κάθε φορά να δαιμονοποιούμε ένα κομμάτι», όπως επισημαίνει.
Ο κ. Λαϊνάς αναδεικνύει τη σημασία της ευθύνης της οικογένειας ως παράδειγμα, ως όριο και ως προστασία, μιας και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις γονέων που όχι μόνο επιτρέπουν, αλλά και ενθαρρύνουν, αλλά και κάποιες φορές δεν μπορούν καν να ελέγξουν την λειτουργία των παιδιών τους μέσω λογαριασμών στα ΜΚΔ.
Ρυθμίσεις: Ένα μικρό κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής
Επομένως, το ζήτημα που επαναφέρει είναι η υπερέκθεση, οι πολλαπλές σχέσεις που μπορούν να αναπτυχθούν.
«Οφείλουμε να αφήνουμε τα παιδιά να βιώνουν την παιδικότητά τους, την προ εφηβεία τους σιγά σιγά. Αυτό απαιτεί αλλαγές και από τους γονείς, αφού δρουν σαν πρότυπα. Το μόνο σίγουρο είναι πως χρειάζονται ρυθμίσεις, όμως πρέπει να αποτελούν ένα μικρό κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής», δηλώνει καταληκτικά ο κ. Λαϊνάς.