
Η συγγραφέας Βασιλική Πέτσα μιλάει στο «Ε» για το νέο της βιβλίο «Δεν θ’ αργήσω», το οποίο είναι υποψήφιο για το Βραβείο Μυθιστορήματος των Λογοτεχνικών Βραβείων του Αναγνώστη
Είκοσι λεπτά μετά την έναρξη του ημιτελικού Λίβερπουλ–Νότιγχαμ Φόρεστ, στις 15 Απριλίου 1989, το παιχνίδι διακόπτεται. Στις εξέδρες του γηπέδου Χίλσμπορο, στο Σέφιλντ, άνθρωποι σπρώχνονται, ασφυκτιούν, ποδοπατιούνται. Ενενήντα έξι φίλαθλοι πεθαίνουν εκείνο το απόγευμα — οι περισσότεροι από ασφυξία, μερικοί στα χέρια άλλων φιλάθλων που προσπαθούσαν να τους κρατήσουν όρθιους. Οι εικόνες είναι ωμές, σχεδόν αφόρητες. Όμως για χρόνια, η ευθύνη αποδίδεται στους ίδιους τους οπαδούς. Η αλήθεια, όπως συχνά συμβαίνει, θα αργήσει να αναδυθεί.
Το Χίλσμπορο δεν ήταν μόνο μία αθλητική τραγωδία· ήταν και μια πολιτική. Το βρετανικό κράτος καθυστέρησε να παραδεχτεί τη δική του ευθύνη, τα μέσα συκοφάντησαν τους νεκρούς, η κοινωνία διχάστηκε. Όμως το βάρος έμεινε. Στους φίλους, στους γονείς, στους επιζώντες. Πώς ζει κανείς όταν έχει μείνει πίσω; Και τι μορφή παίρνει ο πόνος όταν το γεγονός χάνεται, αλλά η μνήμη του όχι;
Σε αυτά τα ερωτήματα εστιάζει η Βασιλική Πέτσα στο μυθιστόρημά της Δεν θ’ αργήσω (εκδ. Πόλις), το οποίο είναι υποψήφιο για το Βραβείο Μυθιστορήματος των Λογοτεχνικών Βραβείων του Αναγνώστη. Η ίδια απομακρύνεται από τον «θόρυβο» της τραγωδίας και επιλέγει να ακολουθήσει περισσότερο τη σιωπή: αυτή που μένει είκοσι χρόνια μετά. Ο πρωταγωνιστής, ιδιοκτήτης ενός φωτογραφείου που φυτοζωεί, περιπλανιέται στην πόλη του Λίβερπουλ που έχει αλλάξει – όμως εκείνος είναι ακόμα εκεί. Οι φίλοι του έχουν προχωρήσει, αλλά όλοι μοιάζουν «σημαδεμένοι». Η τραγωδία έχει χαράξει τον καθένα διαφορετικά – κι αυτό είναι, ίσως, το πιο ανθρώπινο και δύσκολο να ειπωθεί.
Το μυθιστόρημα της κ. Πέτσα εξερευνά την εσωτερική τοπογραφία της απώλειας. Με λόγο μετρημένο, οικονομία στην έκφραση και ενσυναίσθηση στη ματιά, δίνει χώρο στη σιωπή, στη ντροπή, στη μνήμη που επιστρέφει όχι ως εξιλέωση, αλλά ως υπενθύμιση πως το τραύμα δεν είναι κάτι που «περνά». Είναι κάτι που κατοικεί: αθέατο, αλλά παρόν.
Στο βιβλίο σας πραγματεύεστε το πώς μία παρέα διαχειρίζεται το τραύμα της τραγωδίας του Χίλσμπορο. Πώς πιστεύετε ότι το συλλογικό τραύμα διαμορφώνει την ταυτότητα και την ύπαρξη ενός ανθρώπου; Υπάρχει κάτι βαθύτερο που το συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη εμπειρία της ύπαρξης;
Οι επιπτώσεις των συλλογικών τραυμάτων στον ατομικό ψυχισμό και στη διαμόρφωση της ταυτότητας ενός ανθρώπου δεν είναι κοινές για όλους. Συναρτώνται άμεσα με τη δυνατότητα διαχείρισης των τραυματικών γεγονότων, με τα ψυχικά αποθέματα που διαθέτει κανείς, αλλά και με τους συλλογικούς μηχανισμούς, θεσμικούς ή ανεπίσημους, στους οποίους επιλέξει να ενταχθεί (ή και όχι). Σε κάθε περίπτωση, δεν ξέρω αν «έγινε η απώλεια συνήθειά μας»· πάντως, στη διάρκεια της ζωής του πενθεί κανείς ούτως ή άλλως μικρότερες ή μεγαλύτερες διαψεύσεις.
Ένα μυθιστόρημα πρέπει να κρίνεται με βάση τους στόχους που το ίδιο θέτει, να αποτιμάται σύμφωνα με τα κριτήρια που το ίδιο αναδεικνύει ως σημαντικά
Πώς διαφοροποιείται το ατομικό με το συλλογικό τραύμα, κατά την άποψη σας;
Για το πρώτο απαιτείται προσωπική εμπλοκή, ενώ το δεύτερο έχω την αίσθηση ότι αναφέρεται σε γεγονότα που δεν αφορούν μεν την ιδιωτική μας ζωή, μας αγγίζουν όμως ως πολίτες ενός κράτους (ή και του κόσμου). Το πρώτο δεν ξέρω αν μπορεί να οδηγήσει σε κάτι εποικοδομητικό· το δεύτερο ενδέχεται να αποτελέσει έναυσμα αλληλεγγύης, αντίδρασης, διεκδίκησης.
Αν και το γεγονός της τραγωδίας στο γήπεδο είναι πραγματικό, εστιάζετε απόλυτα στις συνέπειες στους ανθρώπους. Πώς «δουλέψατε» αυτόν τον μηχανισμό της μνήμης που επιστρέφει; Νιώθετε ότι η μνήμη λειτουργεί περισσότερο σαν τιμωρία ή σαν ανάγκη για λύτρωση;
Η μνήμη, εν προκειμένω, επιστρέφει ως απωθημένη εμπειρία. Σταδιακά, επίπονα, απροειδοποίητα, συντριπτικά. Προσπάθησα να ανασυνθέσω αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της.
Οι φίλοι του ήρωα έχουν πάρει διαφορετικούς δρόμους, αλλά όλοι δείχνουν «σημαδεμένοι». Σας ενδιέφερε να δείξετε πώς το ίδιο τραύμα χαράζει αλλιώς κάθε άνθρωπο;
Βεβαίως, έχετε απόλυτο δίκιο στην παρατήρησή σας. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν «πρωτόκολλα πένθους» ή ενδεδειγμένοι τρόποι έκφρασης της θλίψης και σίγουρα δεν θα έπρεπε οι εξωτερικές εκδηλώσεις συναισθήματος να αποτελούν κριτήριο για την αποτίμηση του είδους και του βαθμού εσωτερικής συντριβής.
Ο χρόνος είναι σχεδόν ακίνητος στο μυθιστόρημα. Είναι σαν να παγώνει σε κάθε επιστροφή του αφηγητή στο παρελθόν. Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς τον χρόνο μέσα στη λογοτεχνία;
Ως μια εύπλαστη πρώτη ύλη, που αλληλεπιδρά με τα άλλα υλικά της λογοτεχνίας: τους χαρακτήρες, τον τόπο δράσης, τη γλώσσα. Δεν είναι εφικτό ή και ευκταίο να προσεγγίζεται ως ανεξάρτητη μονάδα – ο χρόνος, εξάλλου, ως γνωστόν, είναι μέγεθος σχετικό και αυτό δεν θα μπορούσε παρά να ισχύει και για τη λογοτεχνία.
Έχει ενδιαφέρον ότι τοποθετείτε την ιστορία εκτός Ελλάδας, κι όμως όλα είναι πολύ οικεία.
Υποθέτω ότι αυτό σχετίζεται λιγότερο με τη μεγαλύτερη διασύνδεση που έχουμε στο σήμερα με ξένες κουλτούρες ή με τη σταδιακή πολιτισμική ομοιογενοποίηση και περισσότερο με διαχρονικές ανθρωπολογικές σταθερές, όπως κι αν αυτές εκφράζονται: την ανάγκη για στοργή, τη δύναμη της φιλίας, τον πόνο της απώλειας.
Τελικά, τι κάνει για εσάς ένα μυθιστόρημα να αξίζει; Το θέμα του; Η γλώσσα του; Η αλήθεια του;
Ένα μυθιστόρημα πρέπει να κρίνεται με βάση τους στόχους που το ίδιο θέτει, να αποτιμάται σύμφωνα με τα κριτήρια που το ίδιο αναδεικνύει ως σημαντικά. Σε γενικές γραμμές, προτιμώ τα έργα που είτε πρωτοπορούν γλωσσικά είτε παίρνουν θέση πολιτικά. Ιδανικά, τα έργα στα οποία συμβαίνουν και τα δύο ή που το πρώτο αποτελεί προϋπόθεση για το δεύτερο.