
Το «Ε» συνομίλησε με την Άννα Παπαδοπούλου (ΠΑΣΟΚ) και τον Δημήτρη Τζανακόπουλο (Νέα Αριστερά) για τον κίνδυνο υπονόμευσης του κράτους δικαίου μέσα από τη νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης – Ασφυκτικές προθεσμίες και πειθαρχικός έλεγχος: Οι αλλαγές στη Δικαιοσύνη προκαλούν κύμα ανησυχίας για την ανεξαρτησία των δικαστών
Η ελληνική Δικαιοσύνη βρίσκεται στο επίκεντρο μίας έντονης και πολύπλευρης κρίσης που απειλεί όχι μόνο την εύρυθμη λειτουργία της, αλλά και τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Στο μέσο αυτής της κρίσης βρίσκονται οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίες φέρνουν αυστηρές και συντομότερες προθεσμίες για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, σε συνδυασμό με την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά των δικαστών που εκδικάζουν υποθέσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με ψήφισμά της, εξέφρασε έντονη ανησυχία, προειδοποιώντας για κίνδυνο «θεσμικής εκτροπής» και υπογραμμίζοντας ότι τέτοιες παρεμβάσεις μπορούν να υπονομεύσουν την ανεξαρτησία των δικαστών και τελικά να μειώσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη. Το ψήφισμα επισημαίνει ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες είναι εξαιρετικά ευαίσθητες και, αν δεν ρυθμιστούν και εφαρμοστούν με αυστηρά κριτήρια, μπορούν να οδηγήσουν σε κατάχρηση και παραβίαση του δικαστικού αυτοδιοίκητου. Η Ένωση, στο ψήφισμα της, τονίζει πως η ευθύνη για την επαρκή στελέχωση των δικαστηρίων και τη διαμόρφωση ρεαλιστικών προθεσμιών ανήκει στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, όχι στους δικαστές.
Αν. Παπαδοπούλου: «Είναι απολύτως λανθασμένη η εντύπωση ότι ευθύνονται αποκλειστικά οι δικαστές»
Η Άννα Παπαδοπούλου, δικηγόρος και αναπληρώτρια γραμματέας του τομέα Δικαιοσύνης του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, μιλώντας στο «Ε», εξέφρασε έντονη ανησυχία για την κατάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα, με αφορμή τις πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και την κριτική που άσκησε η εγχώρια και ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
Ιδιαίτερη ανησυχία εξέφρασε συγκεκριμένα για τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίες θέτουν ασφυκτικές προθεσμίες για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, όπως επεσήμανε, ο χρόνος αυτός εξαρτάται από παράγοντες που δεν ελέγχονται από τους ίδιους τους δικαστές — όπως ο αριθμός των δικαστών, ο φόρτος εργασίας και η λειτουργία του δικαστικού συστήματος συνολικά.
«Είναι απολύτως λανθασμένη η εντύπωση ότι ευθύνονται αποκλειστικά οι δικαστές», κατέληξε, επιρρίπτοντας την ευθύνη στον υπουργό Δικαιοσύνης και στην κυβέρνηση για την εσφαλμένη προσέγγιση.
Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν αγγίζει τις βασικές αιτίες των καθυστερήσεων των δικαστικών αποφάσεων
«Οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη υποτίθεται πως έχουν στόχο να μειώσουν τον χρόνο έκδοσης των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων», σημείωσε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, δικηγόρος και βουλευτής Α’ Αθηνών της Νέας Αριστεράς, ενώ πρόσθεσε ότι «στην πραγματικότητα δεν αγγίζουν τις βασικές αιτίες των καθυστερήσεων. Το κυριότερο εμπόδιο παραμένει η χρόνια υποστελέχωση των δικαστικών υπηρεσιών, ενώ αγνοείται πλήρως η ανάγκη για ψηφιακό εκσυγχρονισμό των διαδικασιών.
Παράλληλα, όπως επεσήμανε, οι ρυθμίσεις που εισάγονται λειτουργούν κυρίως με τιμωρητικό πνεύμα: επιβάλλουν ασφυκτικές προθεσμίες, οι οποίες όμως δεν είναι εφικτές με τα σημερινά δεδομένα και τη στελέχωση των δικαστηρίων. Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι περιορίζονται σημαντικά τα δικονομικά δικαιώματα των πολιτών, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη.

Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται την δικαστική εξουσία
Ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι η ελληνική δικαστική εξουσία βρίσκεται «στη χειρότερη φάση της μετά τη Μεταπολίτευση». Η εμπιστοσύνη των πολιτών, τόνισε, ότι έχει σχεδόν εκμηδενιστεί, με τις σχέσεις μεταξύ δικαστών και κοινωνίας να έχουν διαρραγεί πλήρως.
«Οι πολίτες θεωρούν ότι ασκούνται πολιτικές πιέσεις στους Έλληνες δικαστές», είπε, κατηγορώντας ευθέως την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι προσπαθεί να ελέγξει τη δικαστική εξουσία. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη δυσπιστία έχει και η ηγεσία του Αρείου Πάγου, που, σύμφωνα με τον βουλευτή της Νέας Αριστεράς, έχει επιλέξει να αντιμετωπίσει τον δημόσιο διάλογο με τρόπο επικοινωνιακό και συγκρουσιακό.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ανέφερε τη διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών, όπου η ηγεσία του ανώτατου δικαστηρίου φέρεται να συγκρούστηκε με την κοινή γνώμη, επιτείνοντας την κρίση εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη και ενισχύοντας τους φόβους περί εργαλειοποίησης της.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή του Κωνσταντίνου Τζαβέλλα στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου —αντί του μέχρι πρότινος επικρατέστερου Γιώργου Φλωρίδη, αδελφού του υπουργού Δικαιοσύνης— προκάλεσε μεν ανακούφιση σε επίπεδο θεσμικού συμβολισμού, αλλά δεν κατόρθωσε να διασκεδάσει συνολικά τις ενστάσεις για τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Ωστόσο, οι ενστάσεις για τη διαδικασία επιλογής παραμένουν. Η Άννα Παπαδοπούλου, σχολιάζοντας τις εξελίξεις πριν ακόμη ολοκληρωθεί η διαδικασία, είχε εκφράσει την έντονη ανησυχία της για το ενδεχόμενο να επιλεγεί συγγενικό πρόσωπο του υπουργού. Είχε μάλιστα δηλώσει ότι «αν ο κ. Φλωρίδης θεωρείται κατάλληλος για τη θέση, τότε ο αδερφός του πρέπει να παραιτηθεί από υπουργός», επισημαίνοντας τον κίνδυνο θεσμικού συγκεντρωτισμού.
Η επιλογή Τζαβέλλα μπορεί να απομάκρυνε τη σκιά της οικογενειοκρατίας, όμως η συζήτηση περί πολιτικών παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη και αδιαφάνειας στην επιλογή ηγεσιών παραμένει οξεία.
Η αυστηροποίηση ποινών δεν αποτελεί απάντηση, όποιο και αν είναι το ερώτημα
Η δικηγόρος και αναπληρώτρια γραμματέας του τομέα Δικαιοσύνης του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής επεσήμανε πως οι αυστηρές ποινές αποτελούν μια εύκολη λύση, η οποία όμως δεν αντιμετωπίζει το βαθύτερο πρόβλημα της παραβατικότητας.
«Το πραγματικό ζητούμενο», εξήγησε, «είναι η πρόληψη και η καλλιέργεια μιας κουλτούρας που θα εξαλείψει τις αιτίες της παραβατικότητας στην ελληνική κοινωνία». Αντίθετα, όπως είπε, η αυστηροποίηση που προωθεί ο υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Φλωρίδης, λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο πίεσης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες.
Αναρωτήθηκε μάλιστα «ποιος έχει συνθέσει αυτά τα νομοσχέδια», υπονοώντας έλλειψη διαφάνειας και επιστημονικής τεκμηρίωσης. Μας θύμισε πως η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων έχει κατακεραυνώσει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του κ. Φλωρίδη, χαρακτηρίζοντάς τες «άκρως προβληματικές».
Επιπλέον, τόνισε τη δυσαναλογία μεταξύ της αυστηροποίησης των ποινών και των συνθηκών κράτησης, καθώς τα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας φιλοξενούν το μεγαλύτερο ποσοστό κρατουμένων υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες.
Η αυστηροποίηση των ποινών αποτελεί, και για τον κ. Τζανακόπουλο, μια πολιτική που δεν έχει καμία θετική επίδραση στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Αντίθετα, χαρακτήρισε την προσέγγιση αυτή «ποινικό λαικισμό», επισημαίνοντας πως τροφοδοτεί φοβικά αντανακλαστικά στην κοινωνία.
Από την πλευρά του, ο βουλευτής της Νέας Αριστεράς υπογράμμισε πως η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι αυστηρότερες ποινές ουδέποτε οδήγησαν σε μείωση της παραβατικότητας, αντίθετα συχνά εντείνουν τα κοινωνικά προβλήματα και τις ανισότητες.
Η αυστηροποίηση των ποινών δεν αποτελεί λύση στα βαθύτερα αίτια της εγκληματικότητας, που απαιτούν πολυδιάστατη προσέγγιση και μέτρα πρόληψης.
Καταδίκη της Ελλάδας για την υπόθεση C-610/23
Ένα ακόμη θεσμικό πλήγμα για την ποιότητα του νομοθετικού έργου στην Ελλάδα υπήρξε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία στις 3 Ιουλίου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου στον τρόπο με τον οποίο εξετάζονται οι προσφυγές αιτούντων άσυλο.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ελληνική απαίτηση για υποχρεωτική αυτοπρόσωπη παρουσία του αιτούντος στην εξέταση της προσφυγής του αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό και παραβιάζει το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή, όπως αυτό κατοχυρώνεται στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Η απόφαση αφορά την υπόθεση ενός Ιρακινού υπηκόου (C-610/23), όμως η εφαρμογή της είναι γενική και άμεση: από εδώ και στο εξής, οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν προσφυγές ακόμη και χωρίς φυσική παρουσία του αιτούντος, εφόσον υπάρχουν αντικειμενικά κωλύματα ή εναλλακτικοί τρόποι εκπροσώπησης (π.χ. πληρεξούσιος δικηγόρος, γραπτή διαδικασία).
Η απόφαση συνιστά σαφές μήνυμα για την ανάγκη εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά και για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε μία περίοδο που το άσυλο και η μετανάστευση παραμένουν πεδία έντασης και πολιτικής εκμετάλλευσης.