
Μόνο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει δικαίωμα και καθήκον να διερευνήσει
Τους λόγους που δεν μπορεί να υπάρξει παρέμβαση από την πλευρά της τακτικής Δικαιοσύνης – παρά μόνο από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – για πρόσωπα πολιτικά ή μη που αφορούν στην έρευνα για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, μετά τα πυρά που δέχθηκε από την αντιπολίτευση για ολιγωρία.
Σε μια απάντηση προς τον πολιτικό κόσμο και τα όσα αναφέρονται σε ανακοινώσεις κομμάτων για την υποχρέωση παρέμβασης των εθνικών εισαγγελικών και δικαστικών αρχών, η ανώτατη εισαγγελέας της χώρας, Γεωργία Αδειλίνη, επισημαίνει ότι πλέον αρμόδια είναι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τονίζοντας:
«Οι Έλληνες Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς, αποτελώντας, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκεντρωμένο στην Ελλάδα και παράλληλα, παραμένοντας ενσωματωμένοι στις Ελληνική – εθνική εισαγγελική δομή και εν ενεργεία μέλη της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 8, την παρ. 2 του άρθρου 17 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), ενεργούν, για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους λοιπούς Έλληνες – εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες στον ανωτέρω Κανονισμό αρμοδιότητές τους, σχετικά με το δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης, την κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση διασυνοριακής ή μη έρευνας, την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο, την παράσταση κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο και την άσκηση ενδίκου μέσου κατά το εθνικό δίκαιο.
Ως εκ τούτων, οι εν λόγω Εισαγγελείς και όχι η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση που, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, διαπιστώνουν τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων (εκτός των εκ μέρους τους ερευνωμένων), που διώκονται αυτεπαγγέλτως, έχουν το εκ του νόμου προβλεπόμενο δικαίωμα και καθήκον, να επιληφθούν, άμεσα, προς διερεύνηση και ποινική δίωξη των πράξεων αυτών και παραπομπή των δραστών τους, ενώπιον της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής (άρθρα 37, 42 του ΚΠΔ)».