
Η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας – Θράκης εκφράζει επιφυλάξεις για την απόφαση μεταφοράς άγριων λύκων στη Βόρεια Ελλάδα
Τη δημόσια αντίθεσή της στην απόφαση μεταφοράς λύκων από τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας εκφράζει η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας – Θράκης (ΚΟΜΑΘ), θέτοντας σειρά ερωτημάτων και ενστάσεων για τη σκοπιμότητα, τη νομιμότητα και τις πιθανές συνέπειες του εγχειρήματος.
Η απόφαση, που φέρει εισαγγελική παρέμβαση και προβλέπει άμεση εκτέλεση, αποτελεί πρωτοφανές γεγονός για τα ελληνικά δεδομένα και αναδεικνύει τα όρια της διαχείρισης άγριας πανίδας. Σύμφωνα με την ΚΟΜΑΘ, δεν διατίθενται επαρκή επιστημονικά τεκμήρια για την αναγκαιότητα ή τη βιωσιμότητα της μετεγκατάστασης.
Η Ομοσπονδία επισημαίνει ότι η επιτυχία τέτοιων επεμβάσεων εξαρτάται από τη συμμόρφωση με ένα αυστηρό σύνολο προϋποθέσεων: αδειοδοτήσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, γενετικός και υγειονομικός έλεγχος των ζώων, αξιολόγηση της φέρουσας ικανότητας των περιοχών υποδοχής, διατήρηση της κοινωνικής δομής των αγελών, κοινωνική συναίνεση και επαρκής χρηματοδότηση.
Η ίδια καταγράφει κρίσιμα προβλήματα στην εφαρμογή της απόφασης:
- Δυσκολία στον εντοπισμό και τη σύλληψη όλων των λύκων της Πάρνηθας.
- Αβεβαιότητα για την αποτελεσματικότητα της απομάκρυνσης, καθώς είναι πιθανή η είσοδος νέων ατόμων στην περιοχή.
- Κίνδυνος σύγκρουσης των μεταφερθέντων λύκων με τις ήδη εγκατεστημένες αγέλες στη Βόρεια Ελλάδα.
- Αυξημένος κίνδυνος για εμφάνιση λύκων σε κατοικημένες περιοχές λόγω εκδίωξής τους από ενδιαιτήματα.
- Επιπτώσεις στην τοπική κοινωνία και στις ανθρώπινες δραστηριότητες, ειδικά στις περιοχές όπου υπάρχουν ήδη εντάσεις λόγω της παρουσίας του είδους.
Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για υποβάθμιση του καθεστώτος προστασίας του λύκου από το Παράρτημα IV στο Παράρτημα V της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ αλλάζει το νομικό τοπίο, χωρίς ωστόσο να αίρει την ανάγκη τεκμηριωμένης επιστημονικής προσέγγισης. Η μεταφορά της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο παραμένει εκκρεμής.
Η ΚΟΜΑΘ καλεί τις αρμόδιες αρχές να επανεξετάσουν τη στρατηγική μετεγκατάστασης και να αξιολογήσουν με νηφαλιότητα τις επιπτώσεις της παρέμβασης. Όπως αναφέρει, η διαχείριση της άγριας ζωής δεν μπορεί να γίνει με όρους διοικητικής επιβολής αλλά προϋποθέτει επιστημονική επάρκεια, διαφάνεια και κοινωνική συμμετοχή.