
Γράφει ο Θεόδωρος Τσιάκαλος, M.Phil. Αγρο-περιβαλλοντικά Οικονομικά – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο ΕΝΑ
Τα τελευταία χρόνια, η αγορά του ελαιόλαδου στην Ελλάδα — αλλά και διεθνώς — βιώνει σημαντικές αναταράξεις. Η εκτίναξη των τιμών που σημειώθηκε αποδόθηκε σε έναν συνδυασμό παραγόντων: την επίδραση της κλιματικής αλλαγής, ιδιαίτερα μέσω της παρατεταμένης ξηρασίας, τον πληθωρισμό στην εφοδιαστική αλυσίδα και τα υψηλά επιτόκια. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν όχι μόνο την παραγωγή, αλλά και την κατανάλωση, καθώς οι πολίτες περιορίζουν την ποσότητα που αγοράζουν ή στρέφονται σε φθηνότερες εναλλακτικές, όπως το ηλιέλαιο.
Αν και καταγράφεται ανάκαμψη της παραγωγής και σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών, η πρόσφατη κρίση ανέδειξε τις σημαντικές δομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και καταναλωτές.
Πρώτον, η κλιματική αλλαγή απειλεί σοβαρά τη βιωσιμότητα της παραγωγής. Η Μεσόγειος βιώνει συχνότερα και εντονότερα φαινόμενα υψηλών θερμοκρασιών και λειψυδρίας, επηρεάζοντας αρνητικά τη φυσιολογία των ελαιόδεντρων και την απόδοσή τους. Παρά την ανθεκτικότητα της ελιάς στην ξηρασία, η εξάπλωσή της περιορίζεται σημαντικά σε περιοχές με μειούμενα επίπεδα βροχόπτωσης. Αυτό καθιστά επιτακτική την ανάπτυξη νέων ποικιλιών και προσαρμοσμένων μεθόδων καλλιέργειας, κατάλληλων για τις νέες κλιματικές συνθήκες.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά την ίδια τη λειτουργία της αγοράς της ελιάς και των παράγωγων προϊόντων της. Ένας από τους βασικούς λόγους για τις υψηλές τιμές είναι η ύπαρξη πολλών ενδιάμεσων κρίκων μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, γεγονός που αυξάνει την τελική τιμή για τον Έλληνα πολίτη. Παράλληλα, όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας, εντείνεται η οικονομική συγκέντρωση. Αν η παραγωγή περάσει στα χέρια λίγων μεγάλων οικονομικών παικτών λόγω και των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες αγροτικές μονάδες, η αγορά θα καταστεί ολιγοπωλιακή, με αρνητικές συνέπειες τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τους καταναλωτές. Η διατήρηση των μικρών και μεσαίων παραγωγών είναι κρίσιμη — όχι μόνο για λόγους κοινωνικής συνοχής και τοπικής ανάπτυξης, αλλά και για τη διασφάλιση προσιτών τιμών.
Για την αντιμετώπιση των ανωτέρων προκλήσεων, η δημόσια πολιτική για την ελιά πρέπει να διευρύνει το πεδίο δράσης της. Η αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας απαιτεί ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο που θα ενισχύει ταυτόχρονα:
- την οικονομική βιωσιμότητα,
- την καινοτομική ικανότητα, και
- την κλιματική προσαρμογή των μικρομεσαίων ελαιοπαραγωγών.
Οι παρεμβάσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν:
- Ενημέρωση και κατάρτιση των παραγωγών σε αποδοτικότερες μεθόδους καλλιέργειας και διαχείρισης νερού, σε συνεργασία με ερευνητικούς φορείς.
- Πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία και τεχνική υποστήριξη.
- Προώθηση της ποιοτικής διαφοροποίησης του προϊόντος, που θα επιτρέψει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και της προστιθέμενης αξίας.
Η προσέλκυση νέων ανθρώπων στον πρωτογενή τομέα είναι επίσης κρίσιμη. Η απουσία κινήτρων, το χαμηλό εισόδημα και οι δύσκολες συνθήκες εργασίας αποθαρρύνουν τους νέους από το να αναλάβουν οικογενειακές επιχειρήσεις. Πολιτικές που διασφαλίζουν τη πρόσβαση στη γη, οι επενδύσεις σε αγροτικές υποδομές και η βελτίωση των συνθηκών ζωής στις αγροτικές περιοχές είναι αναγκαίες, ώστε αυτές να καταστούν ελκυστικές για μόνιμη κατοικία και εργασία προς τους νέους ανθρώπους.
Η ελαιοπαραγωγή στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική δραστηριότητα. Είναι στρατηγικός τομέας της ελληνικής γεωργίας: οι ελαιώνες καλύπτουν το 26% της καλλιεργούμενης έκτασης και απασχολούν περίπου το ένα τρίτο του αγροτικού πληθυσμού. Η ποιότητα του ελληνικού ελαιόλαδου παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, με το 75–85% της παραγωγής να κατατάσσεται στην κατηγορία του εξαιρετικού παρθένου, ποσοστό σημαντικά ανώτερο από αυτό της Ισπανίας και της Ιταλίας. Η προστασία της ελληνικής ελιάς και των ανθρώπων που την καλλιεργούν αποτελεί συνεπώς ζήτημα εθνικής αγροτικής πολιτικής, επισιτιστικής ασφάλειας, δημόσιας υγείας και βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης.