
Την πολύπλευρη-πολυεπίπεδη σχέση παιδιών με την πάσης φύσεως οθόνη αναλύει στο «Ε» η ψυχολόγος MSc, από το Κέντρο Πρόληψης «Έκφραση», Παγώνα Διούδη – Μεταξύ άλλων καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι γονείς οφείλουν να εκπαιδευτούν ψηφιακά, ώστε να δώσουν το παράδειγμα και στα παιδιά
Η ενασχόληση παιδιών και εφήβων με τις νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο είναι πλέον πραγματικότητα. Η τεχνολογία μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες για ψυχαγωγία και μάθηση, όπως επίσης και δυνατότητες για κοινωνικοποίηση. Οι γονείς, από την άλλη, καλούνται αφενός να ισορροπήσουν την ανάγκη για προστασία από τους κινδύνους που υπάρχουν στη χρήση ψηφιακών μέσων και αφετέρου να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που αυτά προσφέρουν στα παιδιά τους.
Άρα, δεν πρέπει να δαιμονοποιηθεί το μέσο. Απεναντίας, οι γονείς καλούνται να το γνωρίσουν μαζί με το παιδί και να υιοθετήσουν υγιείς διαδικτυακές συμπεριφορές, τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά ή οι έφηβοι.
Η νέα σειρά Adolescence του Netflix πραγματεύεται αυτό ακριβώς το ζήτημα, ρίχνοντας φως στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή. Μέσα από ρεαλιστικούς χαρακτήρες, η σειρά εξερευνά θέματα όπως η υπερβολική χρήση των social media, η διαδικτυακή επιρροή, η πίεση για likes και αποδοχή, αλλά και οι επιπτώσεις αυτών στην ψυχική υγεία των νέων. Παράλληλα, προβάλλει τον ρόλο των γονέων και των εκπαιδευτικών στην καθοδήγηση των εφήβων προς μια πιο ισορροπημένη και υγιή σχέση με την τεχνολογία.
Τάση προβληματικής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογών τύπου Tik Tok διαχρονικά και για τα δύο φύλα παγκοσμίως
H ψυχολόγος MSc, από το Κέντρο Πρόληψης «Έκφραση», Παγώνα Διούδη, τονίζει στο «Ε» ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα διεθνούς έρευνας στην οποία συμμετείχε η Ελλάδα μέσω του ΕΠΙΨΥ(Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής) το 2022 βρέθηκε ότι 1 στους 3 εφήβους 11, 13 και 15 ετών έχει καθημερινή επικοινωνία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με φίλους. «Πιο συγκεκριμένα 1 στους 8 θεωρείται ότι κάνει προβληματική χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης,1 στους 5 παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια υπερβολικά, δηλαδή για τέσσερις και παραπάνω ώρες ημερησίως».
Διαπιστώνει πως τα κορίτσια έχουν υψηλότερα ποσοστά όσον αφορά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ τα αγόρια σε μεγαλύτερο βαθμό κάνουν υπερβολική ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Πάντως φαίνεται πως διαχρονικά και για τα δύο φύλα παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα φαίνεται ότι υπάρχει μία τάση προβληματικής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογών τύπου tik tok, που είναι ιδιαίτερα εθιστικές.
Αναφερόμενη σε άλλη έρευνα του 2021 από το Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου ΙΤΕ (Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας) με την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας ενημερώνει πως δείγμα 5.000 μαθητών 12 έως 18 ετών έδειξε ότι η ανταλλαγή πολύ προσωπικών φωτογραφιών είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, 1 στα 4 παιδιά ανέφεραν ότι τους έχει συμβεί.
Π. Διούδη: «Το 6% των παιδιών έχει πέσει θύμα διαδικτυακού εκφοβισμού»
«Άλλη τάση που κερδίζει έδαφος είναι η ρητορική μίσους. Επίσης, το 6% των παιδιών δηλώνει πως έχει πέσει θύμα διαδικτυακού εκφοβισμού. Το θετικό στην έρευνα αυτή είναι πως πλέον τα παιδιά δεν διστάζουν να μπλοκάρουν κάποιον, αν και δεν προχωρούν εύκολα στην καταγγελία. Επιπλέον, άρχισαν να απευθύνονται περισσότερο σε ενήλικες, όταν τους συμβεί κάτι στο διαδίκτυο», συμπληρώνει.
Το 10% των παιδιών θύμα διαδικτυακής απάτης
Σημειώνει πως το 10% των παιδιών έχει δηλώσει ότι έπεσε θύμα διαδικτυακής απάτης επισημαίνοντας συνάμα πως οι παγίδες είναι πολλές, οι συνέπειες από την υπερβολική ενασχόληση με το διαδίκτυο είναι εξίσου πολλές και σημαντικές, ενώ αφορούν και το σώμα και την ψυχή, την κακή στάση του σώματος, προβλήματα στην όραση, κεφαλαλγίες, νευρολογικά συμπτώματα, άγχος, απομόνωση, περισσότερες πιθανότητες κατάθλιψης, παραμέληση δραστηριοτήτων, παραμέληση των μαθημάτων από το μέρος των παιδιών, διαταραχές στον ύπνο, τη διατροφή.
«Τα παιδιά διαστρεβλώνουν τα μηνύματα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαστρεβλώσουν την εικόνα του εαυτού τους»
Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα παιδιά έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν θύτες ή θύματα εκφοβισμού μέσω διαδικτύου, ενώ πλήττεται σε μεγάλο βαθμό και η αυτοεκτίμησή τους.
«Η ψηφιακή πραγματικότητα βάζει τα παιδιά σε μία διαδικασία να προσδιορίσουν την αξία τους μέσω των “likes”, αλλά η αγάπη δεν είναι ψηφιακή, δεν μετριέται με “likes”. Η αξία τους δεν καθορίζεται από το πόσο όμορφοι ή διάσημοι είναι, ή από το πόσους followers έχουν. Παρόλα αυτά, τα παιδιά διαστρεβλώνουν τα μηνύματα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαστρεβλώνουν και την εικόνα του εαυτού τους», όπως παρατηρεί η κ. Διούδη.
Επιπλέον, η κ. Διούδη μοιράζεται μαζί μας τον προβληματισμό των γονιών αναφορικά με το ερώτημα-απορία «πόσες ώρες να αφήνω τα παιδιά μου να είναι μπροστά στην οθόνη ή πότε να πάρω το κινητό;»
Η ίδια ξεκινά από μία γνωστή σύσταση του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου για την πρόληψη νόσων που προτείνει μέχρι 2 ετών να μην υπάρχουν καθόλου οθόνες, από 2 – 5 ετών τα παιδιά να περνούν όχι περισσότερο από 1 ώρα του χρόνου τους μπροστά στην οθόνη πάντα με επίβλεψη γονέα και σε ηλικίες 5 – 17 ετών η ασφάλεια παρέχει το ημερήσιο δίωρο εκτός φυσικά από τις ώρες που χρειάζεται να χρησιμοποιεί ένα παιδί την οθόνη για βιντεοκλήση ή για σχολικές εργασίες.
«Δεν υπάρχει ακριβώς κατάλληλη ηλικία για να πάρει ο γονέας κινητό στο παιδί»
Στο πλαίσιο αυτό διευκρινίζει πως όταν μιλάμε για οθόνες εννοούμε οποιαδήποτε οθόνη, π.χ. κινητά, τάμπλετ, τηλεόραση ή games. Όσον αφορά την ερώτηση «πότε πρέπει να πάρω κινητό στο παιδί», σαφώς θεωρεί πως όσο καθυστερεί κάποιος να πάρει κινητό σε ένα παιδί νιώθει πιο ασφαλής, αρκεί όμως να το προετοιμάζει, δηλαδή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ακριβώς κατάλληλη ηλικία, απλά πρέπει αρχικά ο γονέας να απαντήσει στα ερωτήματα «είναι υπεύθυνο το παιδί μου για να διαχειριστεί μία τέτοιου είδους συσκευή;», «κατά πόσο γνωρίζει τους κανόνες αυτοπροστασίας;», «κατά πόσο έχει αυτοέλεγχο;», «πόσο αναγκαία είναι η χρήση του στην ηλικία που μου το ζητάει;», «κατά πόσο μπορώ εγώ να θέσω όρια στην ηλικία που μου τα ζητά και θα τα τηρήσω εφαρμόζοντάς τα με συνέπεια;».
«Υπάρχουν παιδιά που διαχειρίζονται λογαριασμούς στα social media χωρίς την συγκατάθεση γονέων και χωρίς να είναι σε ηλικία που επιτρέπεται η χρήση τους», όπως υπογραμμίζει.
«Χρειάζεται να το γνωρίσουμε το μέσο, να μιλάμε στα παιδιά για τους κινδύνους, την ασφαλή χρήση, αλλά ταυτόχρονα να δείχνουμε και ενδιαφέρον για ό,τι τους τραβά την προσοχή στο διαδίκτυο»
Καταλήγει, βέβαια στο συμπέρασμα-στη διαπίστωση πως είναι σημαντικό πρώτα να εκπαιδεύσουμε τους εαυτούς μας ως γονείς και μετά τα παιδιά μας για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και για το διαδίκτυο. Με λίγα λόγια, διατυπώνει με βεβαιότητα πως χρειάζεται να το γνωρίσουμε το μέσο, να μιλάμε στα παιδιά μας για τους κινδύνους, την ασφαλή χρήση, αλλά ταυτόχρονα να δείχνουμε και ενδιαφέρον για ό,τι τους «τραβά την προσοχή» στο διαδίκτυο, να προτείνουμε εκπαιδευτικά παιχνίδια, να έχουμε τον υπολογιστή μας σε κοινόχρηστο χώρο, να βάζουμε όρια, να υπάρχουν σταθερότητα και συνέπεια στην θέσπιση και την εφαρμογή τους.
Σχέση εμπιστοσύνης με τους γονείς και ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους η «ασπίδα» για τα παιδιά
Σαφώς θεμέλιο λίθο της αυτοπροστασίας των παιδιών από τους κινδύνους του διαδικτύου είναι η σχέση εμπιστοσύνης που έχουν με τους γονείς. Επίσης, μεγάλο ρόλο παίζει και η ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους, να μπορούν να αντιδρούν απέναντι σε αυτό που τους φαίνεται επικίνδυνο, να μην υποκύπτουν σε απειλές, να εμπιστεύονται τους γονείς τους, ώστε να καταφεύγουν σε αυτούς, όταν κάτι τους φανεί περίεργο, να ενθαρρύνονται, να συνδέονται με φίλους, να βγαίνουν έξω, να έχουν επαφή με την πραγματική ζωή, να κάνουν δραστηριότητες, να απορρίπτουν αιτήματα από αγνώστους, να μην μοιράζονται προσωπικές πληροφορίες μέσω social media, να μην ανταλλάσσουν εικόνες, να είναι ευγενικοί με αυτούς που συνομιλούν, με τους φίλους τους, να είναι υποψιασμένοι με τα ψεύτικα προφίλ.
Σε ρόλο «ηλεκτρονικών νταντάδων» οι οθόνες από μικρή ηλικία
«Εμείς από την πλευρά μας οφείλουμε να ελέγχουμε τις ρυθμίσεις του απορρήτου, να επιβλέπουμε, να ελέγχουμε το περιεχόμενο των επαφών. Χρησιμοποιούμε τις οθόνες από μικρή ηλικία ως “ηλεκτρονικές νταντάδες”. Συνεπώς, είναι φρόνιμο ως γονείς να μην δίνουμε οθόνες στο παιδί για να φάει ή να κοιμηθεί με ευκολία. Χρειάζεται κι εμείς να εκπαιδευτούμε ψηφιακά, να δώσουμε το παράδειγμα», όπως σημειώνει καταληκτικά η κ. Διούδη.

Ψυχολόγος MSc, από το Κέντρο Πρόληψης «Έκφραση»