Αρχική Συνέντευξη Δημήτρης Γκιούλος: «Η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως αντίσταση τόσο ως μορφή όσο και ως περιεχόμενο»

Δημήτρης Γκιούλος: «Η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως αντίσταση τόσο ως μορφή όσο και ως περιεχόμενο»

0

Το «Ε» συνομιλεί με τον ποιητή και μεταφραστή Δημήτρη Γκιούλο για την ποίηση, την κοινωνία και τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής

Η ποίηση είναι ένας παράξενος μηχανισμός. Δεν λύνει προβλήματα, δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις, αλλά φωτίζει τις ρωγμές της πραγματικότητας, αναδεικνύοντας όσα συχνά αποφεύγουμε να δούμε. Σε έναν κόσμο που κινείται με ταχύτητες ασύλληπτες, που αποθεώνει την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα, η ποίηση λειτουργεί ως ανάσα. Μια υπενθύμιση ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται μόνο στα δεδομένα, αλλά και στις σιωπές, στις μικρές καθημερινές στιγμές, στις λέξεις που δεν ειπώθηκαν. Ο Δημήτρης Γκιούλος είναι ένας ποιητής που καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στο πολιτικό και το προσωπικό, στο αιχμηρό και το τρυφερό.

Ο Δημήτρης Γκιούλος γεννήθηκε το 1984 και μεγάλωσε στην Άμφισσα. Σπούδασε Μαθηματικά, Μετάφραση και Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ασχολείται κυρίως με τη μικρή φόρμα, είτε πρόκειται για ποίηση είτε για διηγήματα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 2020 κυκλοφόρησε η πρώτη του ατομική ποιητική συλλογή με τίτλο Αστικά δύστυχα (Εκδόσεις Θίνες) και το 2023 η συλλογή Ακραία καιρικά φαινόμενα (Εκδόσεις Θίνες).

Η κοινωνία βρίσκεται σε συνεχή μεταβολή, με κρίσεις να διαδέχονται η μία την άλλη. Πιστεύεις ότι η ποίηση μπορεί να προσφέρει μια διέξοδο ή ακόμα και μια μορφή αντίστασης σε αυτήν την αβεβαιότητα;

Αν έπρεπε να απαντήσω μονολεκτικά, ναι, μπορεί να το κάνει. Άλλωστε, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για σύγχρονη ποίηση, οι άνθρωποι που καταπιάνονται με αυτή μετέχουν της κοινωνίας και όταν έχουμε τέτοιου είδους οξύνσεις σαν και αυτές που αναφέρεις, οι άνθρωποι, θέλοντας και μη παίρνουν θέση. Η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως αντίσταση τόσο ως μορφή όσο και ως περιεχόμενο. Μπορεί να αμφισβητήσει τα υπάρχοντα συστήματα εξουσίας, να πάρει το μέρος των καταπιεσμένων, να μιλήσει για αυτούς ή να τους βοηθήσει να μιλήσουν μόνοι τους, το οποίο είναι ακόμα καλύτερο. Μπορεί να αμφισβητήσει τα υπάρχοντα συστήματα σκέψης, ακόμα και τους κανόνες της γλώσσας στην οποία γράφεται. Έτσι μπορεί να προτείνει ένα διαφορετικό αφήγημα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια ποίηση που δεν καταφάσκει αφενός στην εξουσία και αφετέρου δύναται να συμπεριλάβει περισσότερους ανθρώπους από εκείνον που τη γράφει, ιδανικά μια ποίηση οικουμενική.

Πώς βιώνεις την ποίηση ως διαδικασία; Είναι για εσένα μια εσωτερική ανάγκη, ένας τρόπος να παρατηρείς τον κόσμο ή μια πράξη παρέμβασης; Υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες που διευκολύνουν ή δυσκολεύουν τη γραφή σου;

Είναι και τα τρία ανά περιόδους, Τα αντιλαμβάνομαι κάπως αλληλένδετα αυτά τα πράγματα. Εννοώ, έχω προσπαθήσει να αποκοπώ από την επικαιρότητα για να γράψω ή για να ολοκληρώσω κάποιο επαγγελματικό project απρόσκοπτα, αλλά δεν γίνεται να αποκοπώ από το περιβάλλον στο οποίο υπάρχω και ζω. Μπορώ να γράψω κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, όσο δύσκολες κι αν είναι. Το έχω κάνει δηλαδή αποτελεσματικά, η μόνη προϋπόθεση είναι να θέλω. Εδώ βέβαια χρειάζεται να μπει μια άνω τελεία και να πούμε πως δεν είναι αυτός ο τρόπος που πρέπει να γίνονται τα πράγματα για κανέναν και για καμιά μας. Δεν θα έπρεπε να σε πλακώνει η ζωή και να αναμένεται από σένα να αντεπεξέλθεις.

Ζούμε σε μια εποχή όπου η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζουν τη δημιουργικότητα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ως ποιητής και μεταφραστής, βλέπεις αυτές τις αλλαγές ως απειλή ή ως ευκαιρία για την τέχνη του λόγου;

Αντιλαμβάνομαι τόσο τον φόβο όσο και κομμάτι της κριτικής που γίνεται στις συγκεκριμένες τεχνολογίες. Εγείρονται διαφόρων ειδών θέματα που άπτονται πολλών κλάδων. Από την άλλη, μια τεχνολογία από μόνη της δεν είναι απαραίτητα κακή ή καλή, εναπόκειται στους από τα πάνω ο τρόπος που διαμοιράζεται αλλά και το γιατί θα χρησιμοποιηθεί. Από κει και πέρα μια σκέψη ή μάλλον ένας προβληματισμός που έχω, είναι πως στο συγκεκριμένο περιβάλλον, αυτών των άγριων ανταγωνισμών, πολλά πράγματα φτάνουν στους ανθρώπους χωρίς πριν να έχουν κάποιας μορφής εξοικείωση με αυτά, κάποια ενημέρωση για αυτά και συμβαίνουν αστεία αλλά και πολύ ανησυχητικά πράγματα.

«Είναι πολιτική επιλογή να πουλάμε αρχαιότητα. Διατηρείται αυτό το φαντασιακό του νεοέλληνα ως απευθείας απόγονου του αρχαίου Έλληνα από τη μια και από την άλλη, έχουμε κάνει την αρχαιότητα εμπόρευμα»

Βουλευτής του κόμματος ΝΙΚΗ αφαίρεσε έργα από την Εθνική Πινακοθήκη επειδή δεν του άρεσαν και, στη συνέχεια, η διοίκηση απέσυρε τα υπόλοιπα εκθέματα. Μήπως εδώ αποκαλύπτεται ένα βαθύτερο πρόβλημα στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την τέχνη και την ελευθερία της έκφρασης;

Απ’ όσο διάβασα, τα έργα τελικά επανήλθαν, παρόλα αυτά δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να εκληφθεί ως νίκη της ελευθερίας της έκφρασης απέναντι στην κάθε ΝΙΚΗ. Νομίζω όλα ξεκινάνε από τον μη διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους και τη σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσά τους. Θα ήταν ένα καλό πρώτο βήμα να κοπεί αυτός ο ομφάλιος λώρος. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το θέμα της ελευθερίας της έκφρασης χωρίς να έχουμε στο τραπέζι όλες τις παραμέτρους.

Η τέχνη συχνά παρουσιάζεται ως χώρος ελευθερίας και δημιουργικής έκφρασης, όμως η επιβίωση από αυτήν είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορούν όλοι να έχουν. Υπάρχει χώρος για τους εργαζόμενους δημιουργούς σε μια κοινωνία που συχνά τους αντιμετωπίζει ως χομπίστες;

Να μου επιτραπεί εδώ να ξεκινήσω από μια προσωπική ιστορία. Είμαστε στον καιρό της πρώτης καραντίνας, όπου είχαμε την ψευδαίσθηση πως επιτέλους είχαμε χρόνο να κάνουμε τα πράγματα που δεν μπορούσαμε να κάνουμε στους ρυθμούς της ζωής που ζούσαμε. Ξέρεις, μάθαμε να κάνουμε ψωμιά, πίτες, διαβάσαμε, είδαμε ταινίες, σειρές κτλ. Εκεί κάπου είδα το ντοκιμαντέρ El Pepe του Εμίρ Κουστουρίτσα, εκεί που ο πρώην πια πρόεδρος της Ουρουγουάης, Πέπε Μουχίκα, σοσιαλδημοκράτης και πρώην αντάρτης των Τουπαμάρος λέει πως «Για να έχεις μια καλύτερη ανθρωπότητα, το πολιτισμικό ερώτημα είναι το ίδιο σημαντικό, αν όχι περισσότερο, με το υλικό ερώτημα. Μπορείς να αλλάξεις την υλική πλευρά, αλλά αν δεν αλλάξει η κουλτούρα, η αλλαγή δεν υφίσταται. Γιατί η αληθινή αλλαγή συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας». Σήμερα, το κράτος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχει υποχωρήσει από τον σύγχρονο πολιτισμό, τον οποίο έχει εκχωρήσει εν είδει εμπορεύματος στα ιδρύματα Πολιτισμού και εν γένει στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Αυτά πέραν του ότι μπορούν να συνεργαστούν με ένα συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων, έχουν και δικές τους ατζέντες, τις οποίες θέλουν και να προωθήσουν. Στην Αμερική του Ρούσβελτ, το Federal Art Project έδωσε δουλειά σε πολλούς καλλιτέχνες. Σήμερα οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές και ιδιαίτερα στη χώρα μας, οι καλλιτέχνες τα τελευταία χρόνια βρίσκουν απέναντί τους πολύ συχνά την ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Οπότε, ναι ξαναγυρίζω στον Μουχίκα. Πρέπει να απαντηθεί το πολιτισμικό ερώτημα και μέσα από αυτό μπορεί να αλλάξει και η οπτική της κοινωνίας.

Υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα του σήμερα που δημιουργούν εξαιρετικής ποιότητας τέχνη. Παρόλαυτα έχω την αίσθηση ότι το κράτος τις/τους παραγκωνίζει αναπολώντας το κλασσικό και το παρελθόν.

Νομίζω απάντησα εν μέρει αυτό το ερώτημα. Είναι πολιτική επιλογή να πουλάμε αρχαιότητα. Διατηρείται αυτό το φαντασιακό του νεοέλληνα ως απευθείας απόγονου του αρχαίου Έλληνα από τη μια και από την άλλη, έχουμε κάνει την αρχαιότητα εμπόρευμα. Αυτά πουλάμε. Ήλιο, θάλασσα και παρελθόν. Έτσι, δεν χρειάζεται ίσως και να μιλάει κανείς για το παρόν. Μπορεί να μην ακουστούν ωραία πράγματα.

Δανειζόμενος έναν στίχο σου, θεωρείς ότι «το μέλλον είναι ξηρασία»;

Το μέλλον είναι δυναμικό. Είναι υπό διαπραγμάτευση κάθε στιγμή που μιλάμε, σε κάθε επιλογή που κάνουμε, αλλά και σε εκείνες που δεν κάνουμε. Το μέλλον μπορεί να μοιάζει τώρα ξηρασία, αλλά γίνονται πράγματα όπως για παράδειγμα το κίνημα των Τεμπών που ξεπερνάει το πολιτικό προσωπικό της χώρας, που αναγκάζει την ίδια την κοινωνία να μετατοπιστεί. Στις μετατοπίσεις των ανθρώπων που ταρακουνούν ολόκληρες κοινωνίες, πιστεύω!

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Παύλος Μαραγκός
Περισσότερα άρθρα από Συνέντευξη
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

«Ο αμανές του κουραμπιέ » μέσα από το χορευτικό βλέμμα δέκα γυναικών

 Η χοροδιδάσκαλος, Αλεξάνδρα Τσοτανίδου μιλά στο «Ε» για τη «γλυκιά» χορογραφία που δημιου…