Αρχική Συνέντευξη Αταλάντη Ευριπίδου: «Οι ιστορίες του περιθωρίου έχουν χαθεί, αλλά μέσα από την τέχνη μπορούμε να τις ξαναβρούμε»

Αταλάντη Ευριπίδου: «Οι ιστορίες του περιθωρίου έχουν χαθεί, αλλά μέσα από την τέχνη μπορούμε να τις ξαναβρούμε»

0

Η συγγραφέας με αφορμή το νέο της βιβλίο «Εκείνοι που δεν έφυγαν» μιλάει στο «Ε» για την παραμονή ως πράξη, την αναγκαιότητα της ευαλωτότητας στη συγγραφή και την ανάγκη να φανεί η αθέατη πλευρά της Ιστορίας, μέσα από τις φωνές των λησμονημένων

Το βιβλίο της Αταλάντης Ευριπίδου, «Εκείνοι που δεν έφυγαν» από τις εκδόσεις Πόλις, μπήκε στις λίστες με τα καλύτερα του 2024. Στην τελευταία της συγγραφική δουλειά, η συγγραφέας αφηγείται εφτά ιστορίες ανθρώπων που η Ιστορία αγνόησε — queer άτομα, γυναίκες, εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες. Παράλληλα, δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα σύνθεση παραμυθικών στοιχείων και λαϊκής παράδοσης, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει μία σύγχρονη, εντελώς προσωπική προσέγγιση. Η συγγραφέας μιλά στο «Ε» για την έμπνευσή της, τη σχέση της με τη συγγραφή και τον τρόπο που οι λησμονημένες ιστορίες αποκτούν ξανά φωνή.

Ο τίτλος του βιβλίου σας, «Εκείνοι που δεν έφυγαν», υποδηλώνει μια αντίθεση μεταξύ αυτών που επιλέγουν να παραμείνουν και αυτών που φεύγουν. Ποιες είναι οι βασικές έννοιες που συνδέονται με τον τίτλο και πώς αυτή η επιλογή της παραμονής επηρεάζει τους χαρακτήρες και τη θεματική του βιβλίου σας;

Ένα κοινό χαρακτηριστικό των πρωταγωνιστών του βιβλίου είναι η ιδιότητά τους ως πρόσωπα αγνοημένα από την Ιστορία. Είναι άνθρωποι που δεν έφυγαν από μόνοι τους, αλλά η Ιστορία επέλεξε να τους διώξει ή να παραστήσει πως δεν υπήρξαν. Ταυτόχρονα, οι έννοιες της παραμονής και της φυγής είναι κομβικές στο σύνολο των διηγημάτων. Η «σωστή» απόφαση δεν είναι πάντα προφανής και η επιλογή ανάμεσα στα δύο έχει συνέπειες. Κάτι αλλάζει ριζικά όταν οι χαρακτήρες διαλέγουν αν θα μείνουν – όπου κι αν μένει, τελικά, καθένας τους: στις ιδέες του, στον τόπο του, στους ανθρώπους του, στις μνήμες του, στη ζωή την ίδια. Η παραμονή τους είναι πράξη και όχι απουσία πράξης.

 Όταν γράφετε, ποια είναι η πρώτη σκέψη ή εικόνα που εμφανίζεται στο μυαλό σας και σας κινητοποιεί να ξεκινήσετε μια νέα ιστορία; Πώς αυτή η “αρχική σπίθα” διαμορφώνεται τελικά σε κάτι μεγαλύτερο;

 Εξαρτάται πολύ από την εκάστοτε ιστορία. Κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση του διηγήματος «Το Καρφί στην Κεφαλή», μου έρχεται μία φράση, η οποία επιμένει στο μυαλό μου μέχρι να τη βάλω στο χαρτί και να την κάνω ιστορία. Το «κάθε ψέμα είναι αλήθεια κάπου αλλού» ήταν το έναυσμα και, όταν ξεκίνησα να γράφω, δεν ήξερα πού θα πήγαινε η ιστορία. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να με εμπνεύσει κάτι συγκεκριμένο – ένα λαϊκό παραμύθι, ένα τραγούδι, ένας πίνακας, μια ιστορική μαρτυρία, ένα άρθρο. Σπανιότερα, θα είναι κάποιο όνειρο. Αυτό συνέβη με το ομότιτλο διήγημα του βιβλίου⸱ ονειρεύτηκα την ιστορία των τριών αδελφών που αναφέρουν οι ηλικιωμένοι στο καφενείο. Και, μετά, υπάρχουν κι εκείνοι οι μονόκεροι: οι ιστορίες που θα έρθουν στον νου απόλυτα ολοκληρωμένες, από την αρχή ως το τέλος κι εσύ θα πρέπει απλώς να τις γράψεις.

Στη συγγραφή, πώς χειρίζεστε την ισορροπία μεταξύ προσωπικών βιωμάτων και φανταστικών στοιχείων; Υπάρχει κάποια στιγμή που αισθάνεστε ότι τα όρια μεταξύ των δύο γίνονται δυσδιάκριτα;

 Δεν είναι πάντα εύκολο να το διαχειριστείς. Διάβασα πρόσφατα μια συμβουλή που έδωσε ο Μίλτος Σαχτούρης στη Μαρία Λαϊνά, η οποία πραγματικά μου μίλησε. Παραφράζω μάλλον , αλλά της είπε, περίπου ότι τα πράγματα τα γράφουμε όταν δεν μας πονάνε πολύ, αλλά μας πονάνε ακόμα. Εξετάζοντας υπό αυτό το πρίσμα όσα έχω γράψει ως τώρα, διακρίνω την αλήθεια και τη σοφία αυτής της συμβουλής. Ειδικά με τη λογοτεχνία του φανταστικού, το είδος το ίδιο μπορεί να γίνει ένα εύκολο όχημα για να κρυφτείς, να μη φανείς ευάλωτος. Αλλά πρέπει να φανείς ευάλωτος αν θέλεις να δημιουργήσεις οτιδήποτε αληθινό. Όχι, όμως, τόσο ευάλωτος που ο διάλογος του έργου με το κοινό να μπορεί να σε διαλύσει. Είναι λεπτή γραμμή και μου φαίνεται ότι όλοι όσοι δημιουργούμε οτιδήποτε την έχουμε περάσει, ανά φάσεις. Τρώμε τα μούτρα μας, βάζουμε ένα τσιρότο στην πληγή και, την επόμενη φορά, βλέπουμε την πέτρα και δεν σκοντάφτουμε.

Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο εκτιμώ τα έργα που δεν ρομαντικοποιούν τον θάνατο γιατί δεν είναι ρομαντικός. Είναι ένας αποχωρισμός και ποτέ δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτόν, ακόμη και χρόνια μετά. Ποτέ δεν έχουμε αρκετό χρόνο

 Η συγγραφή σας καταπιάνεται με τις «κρυφές» ζωές και τα περιθώρια της Ιστορίας. Από μια θεωρητική σκοπιά, πώς πιστεύετε ότι η καταγραφή αυτών των ιστοριών βοηθά στην κατανόηση της Ιστορίας ως ένα συνεχώς ανακατασκευασμένο και υποκειμενικό αφήγημα, όπως προτείνει ο ιστορικός Keith Jenkins; Μήπως αυτή η εστίαση στα περιθώρια αποκαλύπτει μια διαφορετική, πιο πλήρη εικόνα του παρελθόντος;

 Υπάρχει η κοινώς αποδεκτή ρήση ότι «η Ιστορία γράφεται από τους νικητές», όμως δεν είναι απαραίτητα απόλυτα σαφές τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Οι περίφημοι «νικητές» δεν είναι θολές, απροσδιόριστες φιγούρες του χτες – είναι και αυτές, βέβαια, όμως είναι και πολύ απτοί άνθρωποι στο εδώ και τώρα. Η Ιστορία δεν είναι παρά ένα ακόμη αφήγημα και κάθε αφήγημα δημιουργείται από ανθρώπους που, δημιουργώντας το, το ερμηνεύουν. Το επαναδιαπραγματεύονται, το ανακατασκευάζουν, το χάνουν, το ξαναβρίσκουν, το θυμούνται λάθος, το θυμούνται σωστότερα ή απλώς διαφορετικά. Βρίσκω, ωστόσο, ότι έχει νόημα να κοιτάμε αυτά τα περιθώρια του παρελθόντος, αυτόν τον ύποπτα κενό χώρο, και να αναρωτιόμαστε τι μπορεί να υπήρχε εκεί. Ο Ζαν Τονγκλέ είχε γράψει ένα άρθρο για την Ιστορία των φτωχών και πώς είναι μια εκτενής Ιστορία που έχει χαθεί. Ίσως αυτές οι ιστορίες του περιθωρίου να έχουν χαθεί από τη συλλογική μας μνήμη, αλλά ίσως μέσα από την τέχνη να μπορούμε να τις φανταστούμε, αν όχι να τις ξαναβρούμε.

 Στην ελληνική λογοτεχνία, ο θάνατος έχει πολλές φορές την έννοια της λύτρωσης ή του καταφυγίου. Στη δική σας γραφή, πώς αντιμετωπίζετε αυτή την έννοια, και πώς επηρεάζει τη σχέση με τον χρόνο και την απώλεια;

Όταν ήμουν νεότερη κι έβλεπα τα πάντα πιο δραματικά, αντιμετώπιζα με αυτόν τον τρόπο τον θάνατο και στο γράψιμό μου. Του απέδιδα έναν ρομαντισμό που, τελικά, όταν έρχεσαι σε επαφή μαζί του στην πραγματική ζωή, συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει. Ανεκδοτολογικά, θα αναφέρω ότι στην πρώτη γραφή του «Πέρα απ’ τα γυάλινα βουνά, τους κοκαλένιους κάμπους», το Αγόρι πέθαινε. Ένα ολόκληρο λογοτεχνικό εργαστήριο εξεγέρθηκε και πείστηκα να αλλάξω το τέλος. Τώρα που έχουν περάσει κάποια χρόνια, μου είναι πολύ σαφείς όλοι οι λόγοι για τους οποίους είχαν δίκιο. Υπάρχουν, βέβαια, χαρακτήρες που πεθαίνουν, στο βιβλίο, όμως ο θάνατός τους είναι χρωματισμένος με τραγωδία – πάντα κάποιος είναι εκεί για να πονέσει που τους χάνει, εν τέλει. Και βλέπω ότι, όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο εκτιμώ τα έργα που δεν ρομαντικοποιούν τον θάνατο γιατί δεν είναι ρομαντικός. Είναι ένας αποχωρισμός και ποτέ δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτόν, ακόμη και χρόνια μετά. Ποτέ δεν έχουμε αρκετό χρόνο.

Αν μπορούσατε να ενσωματώσετε ένα στοιχείο της ελληνικής λαϊκής παράδοσης σε έναν τελείως διαφορετικό πολιτιστικό πλαίσιο, ποιο θα ήταν αυτό και πώς θα το χρησιμοποιούσατε σε μια σύγχρονη ιστορία;

Μου άρεσε πολύ η εκδοχή του Ισμαήλ Κανταρέ στον μύθο του νεκρού αδελφού – το βιβλίο λέγεται «Ποιος έφερε την Ντορουντίν» και νομίζω πως δεν κυκλοφορεί πλέον. Με κεντρίζει η ιδέα να κάνω κάτι παρόμοιο κάποια στιγμή με τον Μενούση ή το Γεφύρι της Άρτας. Μου φαίνεται πως και τα δύο μπορούν να σχετιστούν με το σήμερα και τα διαρκώς αυξανόμενα νέα των γυναικοκτονιών. Το Γεφύρι της Άρτας, ιδιαίτερα, θα μπορούσε να μεταφερθεί σε διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο, γιατί αυτού του είδους ο ενταφιασμός ζωντανών ανθρώπων σε κτίσματα είναι κάτι που απαντάται σε διάφορες κουλτούρες. Συνήθως, όμως, ήταν για προστασία από το κακό. Θυμάμαι έναν θρύλο (Γερμανικό, αν δεν κάνω λάθος) στον οποίο έχτισαν σε ένα κάστρο τον μικρό γιο του πρωτομάστορα, καθισμένο σε μια καρέκλα και κρατώντας ένα μήλο. Τον έχτισαν για να προστατεύει το κάστρο απ’ τα δαιμόνια. Πάντα, σε όλους αυτούς τους μύθους, η θυσία πρέπει να είναι προσωπική, όμως στη δική μας παραλογή το στοιχείο του φύλου είναι σημαντικό, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Το έργο των αντρών δεν θα στέριωνε αν δεν πέθαινε μια γυναίκα.

Ποιο είναι το κύριο μήνυμα που θα θέλατε να αποκομίσουν οι αναγνώστες από τη συλλογή σας «Εκείνοι που δεν έφυγαν» και ποια είναι η πιο προσωπική σκέψη ή αίσθηση που σας ενέπνευσε κατά τη διάρκεια της συγγραφής;

 Όταν ξεκίνησα να γράφω την «Τρισεύγενη», που ήταν το πρώτο διήγημα που έγραψα, είχα στον νου μου μόνο ότι ήθελα να μπω σε διάλογο με το αγαπημένο μου παραμύθι. Στην πορεία, γράφοντας και τα υπόλοιπα και διορθώνοντας και ακούγοντας σχόλια και ξαναδιορθώνοντας, είδα ότι μιλούσα για πολλά πράγματα: για την αυτοδιάθεση, την ελευθερία, το δικαίωμα στην ύπαρξη, τα αφηγήματα που χτίζουμε. Δεν είναι τα ίδια πράγματα, όμως, που θα αποκομίσει από το βιβλίο ένας πιθανός αναγνώστης και δεν θέλω και να του επιβάλλω τις σκέψεις μου. Το βιβλίο το ίδιο είναι το μήνυμα⸱ η δική μου δουλειά έχει τελειώσει, κατά κάποιον τρόπο. Τώρα αρχίζει η «δουλειά» του αναγνώστη. Θα ήθελα, απλώς, όποιος ολοκληρώνει την ανάγνωση, να το κλείνει με την αίσθηση ότι του πρόσφερε κάτι, ότι με κάποιον τρόπο του μίλησε. Αυτό θα με ικανοποιούσε.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Παύλος Μαραγκός
Περισσότερα άρθρα από Συνέντευξη
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Π. Μπαλωμένος: Η τέχνη ως κριτική και αντίσταση

Το «Ε» κοιτά μέσα από τα μάτια του εικαστικού Πάνου Μπαλωμένου, ακολουθώντας τις διαδρομές…