Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Βιβλίο 20 βιβλία του 2024 που αξίζει να θυμόμαστε

20 βιβλία του 2024 που αξίζει να θυμόμαστε

0

Μυθιστορήματα και διηγήματα που άφησαν το ίχνος τους στη χρονιά που φεύγει


Με όχημα την ελληνόφωνη λογοτεχνία, το «Ε» επιλέγει μερικά από τα βιβλία που εντυπωσίασαν τους αναγνώστες


Το 2024 αποτέλεσε μία χρονιά γεμάτη λογοτεχνικές εκπλήξεις και δημιουργικές προτάσεις, με τα βιβλία να αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις, τις ανησυχίες και τις νέες τάσεις της εποχής μας. Από μυθιστορήματα που εξερευνούν την ανθρώπινη ψυχή, έως διηγήματα που αναδεικνύουν την καθημερινότητα με ευαισθησία και βάθος, η ελληνόφωνη λογοτεχνία πρόσφερε έργα που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στους αναγνώστες. Το «Ε» παρουσιάζει 20 βιβλία του 2024 που αξίζει να θυμόμαστε, επιλέγοντας εκείνα που εντυπωσίασαν και ξεχώρισαν για την πρωτοτυπία, τη γραφή και την καλλιτεχνική τους αξία.

«Κορνιζωμένοι» της Ιωάννας Καρυστιάνη (Εκδ. Καστανιώτη)

Τυχερή, αντί Κρανιά, έτσι λέγανε την πόλη μερικοί πιο παλιοί και πολύ δίκαιος ο τίτλος, ούτε μία ανθρωποκτονία εδώ και δεκαετίες, οι κτηματικές διαφορές και τα συζυγικά κερατώματα δεν είχαν οδηγήσει ντόπιους σε ακραίες συμπεριφορές, η τοπική Αστυνομία ασχολιόταν με παραβίαση ωρών κοινής ησυχίας, παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, διαρρήξεις, εξυβρίσεις και φασαρίες για τα ποδόσφαιρα και τα κομματικά.

Με τον καιρό ο Στέλιος Σπούγιας είχε προσχωρήσει στο πνεύμα της πλειοψηφίας των ντόπιων, που θεωρούσαν πως τα δύο πιο χρήσιμα ρήματα στη ζωή είναι τα βολεύομαι, ξεβολεύομαι. Κάνα δυο φορές, μετά που η Χιονία του τα φόρεσε με τον επιστήμονα και του ζήτησε διαζύγιο, είχε σκεφτεί να σηκωθεί να φύγει σαν κύριος, γιατί όχι στην Αυστραλία, τόσο μακρινή σαν μία περίπτωση Άλλου Κόσμου.

Υπήρχε ο μικρός όμως, ο μοναχογιός του, ο Χρόνης του.

Δεν το έσκασε λοιπόν, έμεινε στις κορνίζες, παραφουσκώνοντας το νόημα του μαγαζιού και το ειδικό βάρος των σχέσεων με την ποικιλία των πελατών.

Κάποια πρωινά άνοιγε το παράθυρο, κοιτούσε ψηλά και τα έριχνε στον παραλήπτη, ουρανέ της Κρανιάς, φουκαρά μου κι εσύ, τι έχεις αποκαλύψει φωτεινός, τι έχεις κουκουλώσει σκοτεινός. Μετά απευθυνόταν και στον εαυτό του, ρε μαλάκα Στέλιο, δεν πας να δεις αν έρχομαι;

«Ο ήχος της σιωπής» του Δημοσθένη Κούρτοβικ (Εκδ. Εστία)

«Χρειάζεται γερό κοσκίνισμα του εγώ για να δεις αν μένει στο κόσκινο κάτι στέρεο και συμπαγές, που σε κάνει πραγματικά (και στην περίπτωσή μου επώδυνα) διαφορετικό από τους γύρω σου. Δεν ισχυρίζομαι ότι είχα καταφέρει αυτή τη διαλογή, είναι όμως γεγονός ότι οι αντιδράσεις των άλλων στη συμπεριφορά μου έδειχναν πολύ συχνά ότι ήμουν στα μάτια τους αλλόκοτος. Ενώ ποτέ δεν θα σκέφτονταν κάτι τέτοιο για τη μητέρα μου.»

Εκείνη, ωραία και αινιγματική, δυναμική αλλά και συναισθηματικά ερμητική, έδειχνε να έχει μια ακλόνητη εσωτερική ισορροπία και ασφάλεια στις πολλές δραματικές τροπές της ζωής της. Εκείνος, δραστήριος, πολυταξιδεμένος, αλλά ανασφαλής και ευάλωτος, αισθανόταν πάντα ξένος στο περιβάλλον του. Εκείνη είναι η μητέρα, εκείνος ο γιος. Ο θάνατός της γίνεται γι’ αυτόν το έναυσμα για μια αναδρομή, με την όψιμη σοφία αλλά και τις άλυτες απορίες της μεγάλης ηλικίας, στην παράλληλη ζωή τους και τη γεμάτη εντάσεις σχέση τους, σε μια Ελλάδα και έναν κόσμο που άλλαζαν ολοένα ανάμεσα στη δεκαετία του 1950 και τις μέρες μας. Ένα μυθιστόρημα γύρω από τη στάση δύο διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων απέναντι στη ζωή και τον τρόπο τους να βιώνουν την ταυτότητά τους -τη δική τους και του τόπου τους.

«Ελσίνκι» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (Εκδ. Πατάκης)

Ο Αβίρ ετοιμάζεται να υποδεχθεί τον Αντώνη -τον αγαπημένο του φίλο από την Ελλάδα, τον άνθρωπό του- στο Ελσίνκι, στον τόπο όπου έχει βρει πια καταφύγιο και έχει δημιουργήσει οικογένεια με τη συμπατριώτισσά του Εβίν. Οι δύσκολες διαδρομές του από το Ιράκ στην Ελλάδα και από εκεί στη Φινλανδία, οι περιπέτειες και οι δυσκολίες, οι αλήθειες και τα ψέματα έχουν καθορίσει τη ζωή και την τύχη του. Θα είναι όμως το Ελσίνκι ο τόπος που ονειρεύτηκε;

Ιστορίες ανθρώπων που διατρέχουν χώρες και σύνορα σε ένα μυθιστόρημα περιπλάνησης, σε ένα βιβλίο για τον ανήσυχο και ρευστό κόσμο του εικοστού πρώτου αιώνα, για τη διαφορετικότητα, τη συντροφικότητα και την αγάπη, για την έννοια της οικογένειας και της πατρίδας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Είναι, άραγε, ο Αντώνης το alter ego του συγγραφέα; Υπό συνθήκες αυτό δεν θα χρειαζόταν να μας αφορά. Εντούτοις, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν καταξιωμένο μυθιστοριογράφο της χώρα μας που δεν κρύβεται πίσω από τις λέξεις, δεν αναζητεί παράπλευρες έννοιες για να περιγράψει ένα αίσθημα και δεν επιδιώκει να αντικειμενικοποιήσει το θέμα του.

Αντιθέτως, θέτει τον εαυτό του (άμεσα ή έμμεσα) στην καρδιά του βιβλίου. Μόνο που αυτή η καρδιά χτυπάει ρυθμικά. Από την αρχή της μετανάστευσης η ελληνική λογοτεχνία προσπάθησε να προσεγγίσει το θέμα άλλοτε με ρεπορταζιακό μάτι, άλλοτε με επιφανειακό τρόπο κι άλλοτε με καταγγελτικό. Είναι από τις λίγες φορές που έχουμε μια ανθρώπινη ιστορία που δεν επιδιώκει να φωνάξει, αλλά να απευθυνθεί στον αναγνώστη με σιγανό τρόπο». [Διονύσης Μαρίνος, bookpress.gr, 7 Ιουνίου]

«Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους» του Μίνου Ευσταθιάδη (Εκδ. Μεταίχμιο)

Το 2022 ο Μίνως Ευσταθιάδης παίρνει άδεια εισόδου στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Στράουμπινγκ στη Γερμανία για να συναντήσει έναν κρατούμενο, καταδικασμένο σε ισόβια. Η συνέντευξη ολοκληρώνεται, αλλά κατά τη διάρκειά της αρχίζει να αποκαλύπτεται μια διαφορετική και άγνωστη υπόθεση.

Πώς μπορεί να συνδέεται η εξαφάνιση ενός κοριτσιού το 1981 στο δάσος της βαυαρικής λίμνης Άμερ με τη δολοφονία μιας γυναίκας στο πολυτελές ρετιρέ της, στο κέντρο του Μονάχου το 2006; Ο κατάδικος μεταμορφώνεται σε αφηγητή και ο συγγραφέας σε ερευνητή. Ή μήπως σε πραγματικό μάρτυρα;

«Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ» της Μαρίας Ε. Σκιαδαρέση (Εκδ. Πατάκη)

Μια εξαφάνιση, ένας φόνος, ένα απρόοπτο τέλος. Στη Βοιωτία, σήμερα. Γη που αχνίζει από το κάρπισμα, την κούραση, τον ιδρώτα, αλλά και γη όπου φυτρώνει το ζιζάνιο του εύκολου κέρδους και της εγκατάλειψης.

Ένας Ινδός εργάτης, που βρήκε κατανόηση και αγάπη από τον άνθρωπο που του έδωσε δουλειά.

Ένας αστυνομικός, που ψάχνει στ’ αλήθεια να βρει απαντήσεις, όμως οι περιστάσεις τον εμποδίζουν.

Ένας απαγορευμένος έρωτας, που φυτεύει την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Και μια νέα γυναίκα, που υψώνει ανάστημα και αποχαιρετά τον αδερφό της με τον τρόπο που πιστεύει πως του αρμόζει, όπως ακριβώς πριν από αιώνες, στα ίδια χώματα, η Αντιγόνη αποχαιρέτησε τον δικό της αδερφό, αψηφώντας τους κινδύνους.

Εγκλήματα και τιμωρίες, υποταγμένα όλα στη θεά Ανάγκη, μάνα της Ειμαρμένης.

«Δικά μας παιδιά» της Σοφίας Νικολαΐδου (Εκδ. Μεταίχμιο)

Αυτή είναι η ιστορία των Δικών Μας Παιδιών, των παιδιών που μεγάλωσαν κλεισμένα στα δωμάτιά τους. Ακούν μουσική με ακουστικά, συνθέτουν beats στον υπολογιστή και γράφουν μπάρες στα τετράδιά τους. Έχουν για οικογένεια τους φίλους τους και ζουν τη ζωή τους online.

Αυτή είναι η ιστορία της δικής μας γενιάς, που πιστέψαμε πως θα γίνουμε καλύτεροι από τους γονείς μας. Και τώρα βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να κάνουν τα λάθη τους, να φεύγουν μπροστά.

Φωνές και ουρλιαχτά στο γήπεδο, στη θύρα με τα θηρία. Αίμα στα πεζοδρόμια. Κρυφοί λογαριασμοί στα σόσιαλ. Συμμαθητές που δαγκώνουν σαν οχιές στα προαύλια των σχολείων. Κορίτσια που κάνουν αγορίστικα πράγματα. Μανάδες που ανησυχούν. Μανάδες που τα παρατούν. Μανάδες με κότσια. Πατεράδες που γίνονται μάνες στα ζόρικα και πατεράδες που δεν είναι εντάξει. Δυο γενιές – και γκρεμός ανάμεσα. Θα έρθει η στιγμή που θα απλώσουν το χέρι;

Αυτή είναι μια ιστορία για όσα ξέρουμε, αλλά και για όσα δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατί κάθε γενιά νομίζει ότι προστατεύει τα παιδιά της. Μα, αν ακούσουμε την ιστορία από την άλλη πλευρά, θα δούμε ότι και τα παιδιά προστατεύουν τους γονείς από όσα δεν θα υποψιαστούν – και ευτυχώς.

Αυτή είναι μια ιστορία για ένα ραπ συγκρότημα, για τα όνειρα που παίρνουν εκδίκηση, για τα παιδιά που έσωσε η μουσική. (Από τον εκδότη)Top of Form

«Νικήτρια Σκόνη» του Κώστα Καλτσά (Εκδ. Ψυχογιός)

Τα παιδιά δεν κρατάνε από καμιά ιστορία. Ούτε κι εμείς. Κι εμάς μας τη δώσαν, μας πέταξαν μέσα.

Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας.

Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και εποχής, περιλαμβάνοντας στην αφήγησή του Βρετανούς στρατιωτικούς και Έλληνες συνεργάτες του εχθρού, βασιλόφρονες και κομμουνιστές, πλούσιους και φτωχούς, τους ζωντανούς και τους νεκρούς, ίσως κι ένα ή και δύο φαντάσματα.

Δεκαετίες μετά, ο γιος του ο Αντρέας, που κάποτε τόλμησε να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο από το βάρος όλης αυτής της ιστορίας, πρόκειται σύντομα ν’ ανακαλύψει πως τα φαντάσματα εκείνα δε θα σταματήσουν να σε στοιχειώνουν μόνο και μόνο επειδή αρνείσαι να πιστέψεις στην ύπαρξή τους. (Από τον εκδότη)

«Αδύνατες Πόλεις» του Νίκου Α. Μάντη (Εκδ. Καστανιώτη)

Εϊντζελτάουν, Νερόπολη, Βυζανμπούλ, Ιστάντιουμ, Γκενιάλ, Μόσχα -πόλεις του μυαλού και της φαντασίας, πόλεις με υλική υπόσταση και πρωτεύουσες στα φασματικά βασίλεια της προσομοίωσης. Στον κόσμο του όψιμου εικοστού πρώτου αιώνα, η Ευρώπη, αδύναμη πλέον, περιορίζεται στον ρόλο ενός αχανούς θεματικού πάρκου. Εκεί, οι άνθρωποι, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, ζουν ως υπήκοοι-εκθέματα μέσα σε πιστές αναβιώσεις ιστορικών περιόδων, αρνούμενοι τη σύγχρονή τους πραγματικότητα. Παράλληλα, οι εξελίξεις της τεχνολογίας, πίσω από τις οποίες βρίσκεται ο μεγιστάνας Ντεβέντρα Πούρι, έχουν επιτρέψει τη μετατροπή ακόμα και του τελευταίου ατομικού οχυρού, της συνείδησης, σε ανταλλάξιμο είδος, σε ένα σύνολο δεδομένων που μπορεί να φορτωθεί από σώμα σε σώμα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το διοικητικό στέλεχος Νίκο Μαυρίδης, η υπεύθυνη ασφαλείας Βίκα Κορτέζ και ο πνευματιστής-γκουρού Ιγκνάτι Βασίλιεβιτς Ροστόφ παλεύουν για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ανθρώπινη φύση τους, αλλάζοντας ασταμάτητα πόλεις, εποχές, σαρκία και ταυτότητες. Είναι οι “Αδύνατες Πόλεις” μιας έσχατης μορφής ύπαρξης, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όπου τίποτα δεν αποκλείεται. Μια κόλαση που μοιάζει με ανεστραμμένο παράδεισο, στο βάθος ενός θρυμματισμένου καθρέφτη.

«Δεν θ΄αργήσω» της Βασιλικής Πέτσα (Εκδ. Πόλις)

Λίβερπουλ, 1989-2009. Είκοσι χρόνια μετά την ποδοσφαιρική τραγωδία που συντάραξε τη Βρετανία.

Ένας άλλος κόσμος, μια άλλη ζωή. Η πόλη αναπτύσσεται δυναμικά, οι αλλοτινοί έφηβοι -η Κέισι, ο Άντι, η Τζέσικα, ο Τζον- μεγάλωσαν, άλλαξαν συνήθειες, προσαρμόστηκαν σε μια ήσυχη καθημερινότητα, απέκτησαν οικογένεια, σταθερές δουλειές. Όλοι; Όχι όλοι.

Ο κεντρικός ήρωας, ιδιοκτήτης φωτογραφείου που φυτοζωεί, αναγκάζεται να επιστρέψει νοερά στην εποχή που τα τείχη έπεφταν ή έμεναν ακλόνητα, κατά περίπτωση, για να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Ένα μυθιστόρημα για το τι σημαίνει, μερικές φορές, να είσαι επιζών: να αγωνίζεσαι να προχωρήσεις μπροστά, να ξαπλώνεις κατάκοπος το βράδυ, και το επόμενο πρωί -κάθε πρωί-, ανοίγοντας τα μάτια, να συνειδητοποιείς πως δεν βρίσκεσαι ούτε βήμα μακριά. Πως είσαι ακόμα εκεί.

«Την εποχή που τα φίδια αλλάζουν δέρμα» της Μάρως Κάργα (Εκδ. Τόπος)

Αύγουστος του 1912, λίγο πριν το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Η δεκαπεντάχρονη Υβόννη μένει ορφανή μετά τον ύποπτο θάνατο της μητέρας της και βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εχθρικό περίγυρο και ένα αβέβαιο μέλλον που αποφασίζει να πάρει στα χέρια της. Με τη βοήθεια του βουλευτή Ιωσήφ Βαφόπουλου εγκαταλείπει το νησί της για να εργαστεί στην Αθήνα ως συνοδός της θείας του, της Ειρήνης Ρήγου, ελπίζοντας ότι εκεί θα βρει τον δρόμο για τη ζωή που της αξίζει.

Όμως η ιστορία της εποχής συμπλέκεται με τα οικογενειακά μυστικά, τις ατομικές τραγωδίες, τους πόθους και τις ραδιουργίες των ανθρώπων που την περιβάλλουν και η Υβόννη οδηγείται σε γνώσεις και αποφάσεις που δεν θα φανταζόταν ποτέ. Εναντιώνεται σε κάθε συνωμοσία που την απειλεί κρυμμένη στο παρόν της ή στο παρελθόν των άλλων, ανακαλύπτει τον υπόγειο ρόλο του άντρα που τη βοήθησε και μαθαίνει να μισεί όσο χρειάζεται για να γίνει η ίδια μηχανορράφος και τιμωρός.

Το μυθιστόρημα Την εποχή που τα φίδια αλλάζουν δέρμα είναι ο καθρέφτης ενός κόσμου πλάνης και υποκρισίας, όπου οι ήρωες κινούνται στα όρια του κυνισμού και της σκληρότητας, καθώς ελίσσονται και μεταμορφώνονται ακατάπαυστα, αλλά και μια γλαφυρή απεικόνιση της ζωής στην αριστοκρατική Αθήνα των αρχών του εικοστού αιώνα.

«Αυτός ο χειμώνας» του Δημήτρη Καρακίτσου (Εκδ. Αντίποδες)

Ένας άντρας περνά έναν ολόκληρο χειμώνα ως φύλακας σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Ένας ουρανός κάτασπρος και το δάσος απέναντι σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η βροχή, το χιόνι ο άνεμος και το κρύο που απειλούν να γκρεμίσουν τα πάντα, το εγκαταλελειμμένο χωριό που αντιστέκεται μέσα στη μοναξιά, το δάσος και τα μυστικά του, συνθέτουν ένα μυστηριακό κόσμο όπου ο απομονωμένος ήρωας αναμετριέται διαρκώς με τα στοιχεία της φύσης, με τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν, αλλά και με τον εαυτό του, με τις αναμνήσεις και το παρελθόν του.

«Σφερδούκλια στο κεφάλι» του Βρασίδα Κάραλη (Εκδ. Δώμα)

Δεν έχουμε εαυτό αν δεν μιλήσουμε για όσους μάς αγάπησαν. Οι εφήμερες μέριμνες μας ωθούν να μη θυμόμαστε ποιος μας βάφτισε στον απέραντο ωκεανό της γλώσσας, στη μουσική και το ρυθμό των λέξεων. Τα ιστορήματα που ακολουθούν συνιστούν κομμάτια μιας αφήγησης για όσα ζήσαμε μαζί με τη γιαγιά μου Διονυσία, στην Κρέστενα του νομού Ηλείας. Προσπάθησα να αποκαταστήσω τη ρευστή εκείνη εποχή -από το 1964, που κατάλαβα ότι υπάρχω, ώς το 1986 που πέθανε-, όπως την έβλεπαν τα μάτια ενός παιδιού που, απ’ όσα άκουγε γύρω του, ο Βενιζέλος ήταν ένας κακούργος που καιγόταν στην κόλαση με τον Βελζεβούλ, και ο Ξενοφώντας ένας μεγάλος μάγος που δυνάστευε παντοδύναμος τον τόπο.

Τα ιστορήματα είναι γεμάτα από την ευφορία της ζωής. Τα πάντα πλήρη ανθρώπου. Όταν η Διονυσία έλεγε “δαιμόνια”, εννοούσε θεούς. Και τους έβλεπε παντού, ευεργετικούς και εχθρικούς ταυτόχρονα, προσπαθώντας με τις μικρές τελετές της καθημερινότητάς της -τον αργαλειό, το μαγείρεμα, το τραγούδι- να τους κρατήσει σε απόσταση. Αυτή ήταν η δική της ανθρωποδικία. Παρά την ευφορία τους, τα ιστορήματα προϋποθέτουν τραγωδία και καταστροφή. Μολοντούτο, δεν επιμένουν στο τραύμα. Μεταστοιχειώνουν την απουσία και το πένθος σε υποθήκες ζωής, σε δύναμη, θάρρος, καρτερία.

Τα λόγια της, όπως προσπάθησα να τα ανασυγκροτήσω εδώ, δεν συνιστούν λαογραφικές ασκήσεις, δεν χαριεντίζονται σε νοσταλγικές αποδράσεις, ούτε διατυμπανίζουν προνεωτερικούς εξωτισμούς. Αν κάνουν κάτι, είναι να λυτρώνουν από τον τρόμο του αγνώστου. Μη τα βάνεις με την ομορφιά του κόσμου. Θα σε πατήσει το σκοτάδι. Όλος ο νους σου θα γίνει μαυρίλα, τάφος. Δεν ξεχνώ αυτή τη νουθεσία.

«Χωλ» της Κατερίνας Χανδρινού (Εκδ. Κείμενα)

Το Χωλ, ιδιότυπο θρίλερ δωματίου, συνεχίζει να πραγματεύεται το θέμα του οίκου που άνοιξε με το αφήγημα, Κόρκυρα. Ο οίκος, εδώ, πρωταγωνιστεί σαν ίδρυμα και σαν τρόφιμος. Το σύγχρονο σπίτι κλείνεται στον εαυτό του και αναρωτιέται εμμονικά για την κατασκευή και τη διαρρύθμισή του. Tο χωλ εξέλιπε σταδιακά και η κατάργησή του επηρέασε τους ανθρώπους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Στο έγκλειστο σπίτι άλλοτε απαντούν οι ένοικοι, άλλοτε διάφοροι ήχοι και τριγμοί, άλλες φορές οι ηθοποιοί των ταινιών που προβάλλονται στο άδειο του σαλόνι και κάποτε οι νεκροί αρχιτέκτονες.

«Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους» του Γιάννη Δενδρινού (Εκδ. Διόπτρα)

Στα τελειώματα του εμφυλίου, κάπου στο Ιόνιο, ένα μικρό κορίτσι εμφανίζεται ξαφνικά στην πλατεία ενός χωριού. Κανείς δεν γνωρίζει από πού ήρθε, ενώ η ίδια αδυνατεί να τους βοηθήσει, καθώς δεν μπορεί να μιλήσει.

Το χωριό την αγκαλιάζει. Της δίνει όνομα, ταυτότητα και οικογένεια. Ωστόσο, το μυστήριο της εμφάνισής της από το πουθενά παραμένει.

Χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ότι οι στροβιλισμοί μεταξύ του κακού και του τυχαίου μπορούν σε μια στιγμή μόνο να σαρώσουν τα λίγα ίχνη που αφήνει το πέρασμα κάποιων ανθρώπων από τη ζωή, σαν πατημασιές στην άμμο… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Δύο μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο:

«…Με τον καιρό γεννήσαμε μια νέα, δική μας γλώσσα, με επιδέξιες χειρονομίες, μορφασμούς και θρύμματα φθόγγων, μια γλώσσα λιγότερο σπάταλη, έναν τόπο γαλάζιο, μακριά από τον θόρυβο της ζωής, που συναντιόμασταν οι τρεις μας μόνο. Εκείνη, ο Πέτρος κι εγώ. Υπήρχανε, όμως, στιγμές που τα μεγάλα της μάτια δείχνανε νερένια, και αυτό το θαμπό στο πρόσωπό της, σαν ένα μαγνάδι που την τύλιγε ολόγυρα, δεν έλεγε να εξαφανιστεί…»

«Περπάταγα στον δρόμο κι ένιωθα τις λοξές ματιές όλων. Ενώ περίμενα τη συμπαράστασή τους, έγινα ο αποσυνάγωγος, ο σαλεμένος που δεν δίστασε να προσβάλει τα ιερά για τη χάρη μιας άγνωστης, μιας ξένης. Τελικά κατάλαβα ότι αυτό ήταν το συμφωνημένο τίμημα για να αποφύγω τα χειρότερα και το κυνήγι, να με θεωρήσουν ανισόρροπο, διαταραγμένο. Έπρεπε να διαλέξω, αφού έτσι ωμά το έθεσε ο ίδιος ο παπάς στην κυρία Ερμιόνη, προκειμένου να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά μου και να αποκατασταθεί το κύρος του στη μικρή μας κοινωνία. Εάν δεν συμφωνούσα σε αυτή τη μεσολάβηση, η ζωή μου θα καταστρεφόταν. Και το δέχτηκα. Απλά πράγματα, στη ζωή πρέπει να επιλέγεις τη λιγότερο οδυνηρή εκδοχή της ήττας σου».

«Τέλος Πάντων» του Αχιλλέα ΙΙΙ (Εκδ. Ίκαρος)

Στο «Τέλος Πάντων» ο Αχιλλέας ΙΙΙ αποφασίζει να καταστρέψει τον κόσμο, και μάλιστα όχι μία φορά αλλά είκοσι τέσσερις. Με αφορμή τη συντέλεια, δημιουργεί και παρουσιάζει ένα πλήθος από παράξενους -ή όχι και τόσο παράξενους, τελικά- κόσμους, στους οποίους τίποτα δεν είναι αδύνατο. Με το τέλος των πάντων να μοιάζει περισσότερο με ευκαιρία παρά με απειλή, οι γνωστοί κανόνες ανατρέπονται και κάθε Αποκάλυψη οδηγεί σε περισσότερες αποκαλύψεις, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι, ως γεγονός το ίδιο το Τέλος έχει πολύ μικρότερη σημασία και ενδιαφέρον από όλα όσα μπορούν να συμβούν μέχρι να φτάσει κανείς σε αυτό.

Στα διηγήματα του βιβλίου αυτού, ο κόσμος ολόκληρος εξετάζεται στο μικροσκόπιο, παρατηρείται μέσω τηλεσκοπίου, διηθίζεται περνώντας μέσα απο διαφορετικά φίλτρα, αλλάζει μορφή μπροστά σε παραμορφωτικούς καθρέφτες κάθε είδους, διαλύεται και επανασυντίθεται άπειρες φορές, και παρουσιάζεται ως σταυροδρόμι στο οποίο το παράδοξο, το χιούμορ και η κριτική θεώρηση της πραγματικότητας συναντιούνται και παρασύρουν τον αναγνώστη σε ένα διαφορετικό λογοτεχνικό σύμπαν, όπου τα πάντα υπακούουν μέχρι τέλους σε έναν και μοναδικό κανόνα, εκείνον που ορίζει ότι «Δεν ισχύει κανένας κανόνας».

«Ένα για τον δρόμο» του Θεοδόση Μίχου (Εκδ. Μεταίχμιο)

Φωτογραφίες που κολυμπούν. Πεταλούδες που ρινορραγούν. Οικογένειες που χωλαίνουν. Τραπουλόχαρτα που θολώνουν. Τοίχοι που ζαρώνουν. Emoji που βαραίνουν. Μουστάρδες που φλογίζουν. Κουδούνια που σιωπούν. Σβέρκοι που στενάζουν. Παιδιά που ξεφεύγουν. Φλας που κλέβουν. Μάτια που γκαρίζουν. Πόρνες που απουσιάζουν. Σταυροφόροι που υποκύπτουν. Σπηλιές που σφαλίζουν. Σκαμπό που μαρμαρώνουν. Φιστίκια που δολοφονούν. Φωνές που ερεθίζουν. Τατουάζ που παραμιλούν. Δίσκοι που γυρίζουν.

Στο κέντρο της Αθήνας εδώ και αιώνες υπάρχει ένα μπαρ όπου όλα είναι μελετημένα. Οι θαμώνες του επιλέγουν την αφαίρεση και τον σκληρό ρεαλισμό για να αφηγηθούν οι ίδιοι την ιστορία τους. Απευθύνονται πρώτα και κύρια στον εαυτό τους – αυτόν που ξεχνούν ότι έχουν ήδη χάσει προ πολλού, αυτόν που στην πραγματικότητα τους βρίσκεται εύκαιρος μεταξύ τρίτου και τέταρτου ποτού, αυτόν που δεν ξέρουν ότι θα συναντήσουν το πρωί της επομένης στον καθρέφτη. Αναπόφευκτα οι γύρω τους, συμπότες καρδιακοί ή τυχάρπαστοι, γίνονται κοινωνοί ακόμη και των εσωτερικών τους ψιθύρων.

Κι αν κανείς τους δεν είναι αυτός που φαίνεται, όλοι μαζί -φιλόσοφοι του περιθωρίου, δέσμιοι των παθών τους και μιας επιλεκτικής αδυναμίας να αντεπεξέλθουν στις αναποδιές- ξέρουν ότι η ζωή έχει νόημα και εναγωνίως το αναζητούν, ελπίζοντας να τους βρει εκείνο πρώτο.

Τα διηγήματα της συλλογής Ένα για τον δρόμο συνθέτουν το ζωντανό πορτρέτο μιας συγχυσμένης μεγαλούπολης, την αυτοβιογραφία σε συνέχειες ενός τόπου σύναξης που δεν αλλάζει ό,τι κι αν συμβαίνει έξω από τα όρια μιας φωτεινής στοάς όπου κάθε στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία. Για άλλη μια θεραπεία. Για άλλη μια υποτροπή.

Γιατί το χάος είναι μια παρτιτούρα που πάνω της γράφεται η πραγματικότητα. Ξανά και ξανά. Και πάλι από την αρχή.

 

Μόνο ένα θαύμα του Γιώργου Πολυμενάκου (Εκδ. Γραφή)

Μια νέα γυναίκα ψάχνει κάτι, να το ανταλλάξει με νερό και τροφή – ίδια τροφή για εκείνη και το σκυλί της. Ένας φαροφύλακας, κλεισμένος σε έναν φάρο θαμμένο στη γη, ανοίγει κουβέντα με ένα φάντασμα. Δεμένοι και οι δύο με τη μοίρα ενός κόσμου που πεθαίνει. Μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να τους σώσει. Αλλά θαύματα δεν γίνονται. Ή μήπως γίνονται;

«Τι είναι τα άστρα;» ρωτούσε όταν ήταν μικρή, αλλά κανείς δεν ήξερε να της πει. Εκείνη πίστευε ότι είναι κομμάτια άλλων ήλιων που ο δικός τους ήλιος τα μαζεύει ξανά και ξανά κάθε πρωί για να διατηρεί την αιώνια φωτιά που καίει ανελέητα τον κόσμο τους κάθε μέρα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Γεννιέται ο κόσμος της Βάσιας Τζανακάρη (Εκδ. Καστανιώτη)

Γεννιέσαι, γεννιέμαι και περνούν χιλιάδες μέρες. Μια νύχτα του Δεκέμβρη ένας άντρας μπαίνει σε ένα ουζερί στην Ευελπίδων, μια γυναίκα γυρίζει να τον αντικρίσει και γεννιέται ο κόσμος. Ίσως βέβαια να είναι ο κόσμος που υπήρχε πάντα, μόνο που τώρα μοιάζει ξανά καινούργιος και αστραφτερός. Μια αναζήτηση φτάνει στο τέλος της, νέοι δρόμοι ανοίγονται, το κοντέρ μηδενίζει.

Ο πρώτος χρόνος ενός έρωτα, του καλύτερου έρωτα, αυτού που δεν ήξερες ότι έψαχνες: η χαρά, η αγωνία και η λαχτάρα για έναν άνθρωπο άγνωστο μέχρι τότε, που γίνεται αναπάντεχα το κέντρο του κόσμου σου. Μια αφήγηση, μέσα από στιγμιότυπα, για το πώς αλλάζει η ματιά μας όταν ερωτευόμαστε και πώς δημιουργείται ένα σύμπαν για δύο εκεί που πριν δεν υπήρχε τίποτα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Η γέννα του Θεοδωρή Τσομίδη (Εκδ. Πατάκη)

Την ξαναείδα την αδερφή σου. Ήρθε χθες βράδυ στο σαλόνι, μετά που εσύ και η μάνα σου κοιμηθήκατε. Ήταν ολόιδια όπως και τότε, μόνο που τώρα ήτανε ντυμένη με ένα πανέμορφο πράσινο φόρεμα. Τα μαλλιά της, κόκκινα σαν τον κρόκο, γλιστρούν απαλά ως τη μέση της. Μου διηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή της. Αγάπησε και την αγαπήσανε. Είμαι ήσυχος τώρα πια.

Ο Έζρα γεννιέται στον απόηχο μιας συμφοράς, εννιά μήνες μετά τον θάνατο της αδερφής του. Κοντά στη Σελέστε, μια νεαρή πόρνη, ανακαλύπτει ένα πάθος σκοτεινό, σχεδόν πρωτόγονο. Η σχέση τους σημαδεύεται από δυο γέννες με φόντο το Παρίσι του 1920 και την Ιταλία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Εκείνοι που δεν έφυγαν της Αταλάντης Ευρυπίδου (Εκδ. Πόλις)

– Ένας δήμιος αναζητά τη δράκαινα πέρα απ’ τα γυάλινα βουνά, προσπαθώντας να λύσει την κατάρα που κουβαλάει.

– Μια χήρα προσπαθεί να αναπαύσει τον άντρα της που βρικολάκιασε, ψάχνοντας απαντήσεις στα παλιά του λημέρια.

– Ένας νεαρός Κλέφτης κινεί γη και ουρανό για να γλιτώσει τον Καπετάνιο του από τη μυστηριώδη αρρώστια που τον ταλαιπωρεί, μέχρι τη στιγμή που θα πέσει στην ανάγκη μιας νεράιδας.

– Μια ανύπαντρη μητέρα ιστορεί έναν ψεύτικο σύζυγο τόσες φορές, που καταλήγει να τον φέρει στη ζωή.

– Μια τραγουδίστρια καμπαρέ μαθαίνει ένα πολύτιμο μυστικό, ικανό να ανατρέψει τα πάντα στον αγώνα εναντίον των Γερμανών, αλλά με τρομερό κόστος.

– Δυο αποξενωμένα αδέλφια συναντιούνται ξανά στο πατρικό τους σπίτι κι εξετάζουν τα αίτια της απομάκρυνσής τους και τον μύθο της οικογένειάς τους.

– Έντεκα φοιτητές εξαφανίζονται στην Αθήνα κι εμφανίζονται μερικούς μήνες αργότερα, αλλαγμένοι για πάντα.

Καλύπτοντας το διάστημα από την oθωμανική κατοχή μέχρι και σήμερα, τα διηγήματα της συλλογής εξιστορούν το χρονικό ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας: γυναίκες, κουήρ άτομα, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, μπάσταρδα, σεξεργάτριες – ήταν ανέκαθεν παρόντες, παρότι σπάνια ορατοί, και ποτέ δεν έφυγαν. Επτά ιστορίες με φόντο μια ολοένα και λιγότερο μυθική Ελλάδα, όπου οι θρύλοι χάνονται, η ελευθερία στηλιτεύεται και η αλληλεγγύη είναι το μόνο που απομένει. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Παύλος Μαραγκός
Περισσότερα άρθρα από Βιβλίο
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Όνειρα Πτήσης» του Αντώνη Παπακωνσταντινίδη

Το απόγευμα της Κυριακής στο Φίλοιστρον   Την Κυριακή 5 Ιανουαρίου στις 20.00 ο εκπαι…