Ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Γιάννης Ανδρουλιδάκης και ο ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας, Ιωάννης Κρεστενίτης μιλούν στο «Ε» για την έρευνα τους σχετικά με τις υψηλές θερμοκρασίες που σημειώθηκαν στις ελληνικές θάλασσες το 2024
«Οι αυξημένες θερμοκρασίες του νερού και τα φαινόμενα των θαλάσσιων καυσώνων επηρεάζουν ιδιαίτερα τη θαλάσσια ζωή, προκαλώντας θερμικό σοκ σε διάφορα είδη, όπως τα μύδια», υπογραμμίζουν
Υψηλές θερμοκρασίες όλο το χρόνο και θαλάσσιοι καύσωνες. Τι σχέση έχουν αυτά τα δύο φαινόμενα; Άρρηκτη, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Σύμφωνα με την έρευνα «Evidence of 2024 Summer as the Warmest During the Last Four Decades in the Aegean, Ionian, and Cretan Seas», μέρος της οποίας δημοσιεύθηκε στο climatebook.gr, το καλοκαίρι του 2024 σημειώθηκαν εξαιρετικά υψηλές τιμές της μέσης ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας αλλά και έντονη ροή θερμότητας από την ατμόσφαιρα προς τη θάλασσα, ακολουθώντας πολυετή τάση ανόδου των σχετικών τιμών. Οι συνθήκες αυτές συντέλεσαν στην αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας σε ολόκληρη την περιοχή του Αιγαίου, του Ιονίου και του Κρητικού Πελάγους. Το καλοκαίρι του 2024 καταγράφηκαν οι θερμότερες συνθήκες των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών στις εν λόγω θάλασσες, με θερμοκρασίες άνω των 28 °C σε εκτεταμένες περιοχές, τόσο στην επιφάνεια αλλά και στα ανώτερα ωκεάνια στρώματα.
«Βασικό αίτιο των θαλάσσιων καυσώνων είναι η αύξηση της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας, ως επακόλουθο της κλιματικής κρίσης. Αυτή η μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας έχει οδηγήσει σε άνοδο της θερμοκρασίας στις θαλάσσιες μάζες, όχι μόνο επιφανειακά, αλλά και σε σημαντικό βάθος από την επιφάνεια προς τον πυθμένα», σημειώνει ο ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας, Ιωάννης Κρεστενίτης στο «Ε».
Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου προσθέτει ότι η έντονη ηλιακή ακτινοβολία, η λιγότερη νεφοκάλυψη και η ξηρασία έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ποσότητας θερμότητας που κατευθύνεται προς τη θάλασσα, με συνέπεια την άνοδο της θερμοκρασίας. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τους θαλάσσιους καύσωνες.
Το βόρειο Αιγαίο παρουσιάζει έντονους και μεγάλης διάρκειας θαλάσσιους καύσωνες
Στο Βόρειο Αιγαίο καταγράφηκαν έντονοι και μεγάλης διάρκειας θαλάσσιοι καύσωνες μέχρι τον Αύγουστο του 2024, επηρεάζοντας σημαντικά το τοπικό οικοσύστημα. Η άνοδος της θερμοκρασίας καταγράφηκε και σε βάθη έως 50 μέτρα, ενώ παρατηρήθηκαν αλλαγές στους συνήθεις μηχανισμούς ψύξης του Αιγαίου, όπως η εισροή ψυχρών υδάτων από τη Μαύρη Θάλασσα και η παράκτια ανάδυση ψυχρότερων μαζών (coastal upwelling). Η μειωμένη εισροή των νερών της Μαύρης Θάλασσας το 2024 ακολουθεί τη γενικότερη υπερετήσια αρνητική τάση των τελευταίων δεκαετιών.
Ο κ. Ανδρουλιδάκης εξηγεί ότι «έχουμε ενδείξεις ότι μειώνονται οι εισροές ψυχρών υδάτων από την Μαύρη θάλασσα. Για την ώρα το γεγονός αυτό χρήζει περισσότερης διερεύνησης καθότι δεν έχουμε βάλει ακόμα μετρητές ρεύματος στα Δαρδανέλια ώστε να μετρηθεί ακριβώς αλλά αυτό που βλέπουμε είναι ότι υπάρχει μία γενική μείωση που σχετίζεται με τις θερμοκρασίες της περιοχής», ενώ ο κ. Κρεστενίτης προσθέτει ότι η μείωση των ψυχρών υδάτων μπορεί να οφείλεται σε χαμηλότερες εισροές από τα ποτάμια που εισρέουν στη Μαύρη Θάλασσα.
Οφείλουμε να ακολουθήσουμε πολιτικές αποφυγής των ορυκτών καυσίμων
Ο κ. Ανδρουλιδάκης αναφέρθηκε στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και τις επιπτώσεις της. Όπως εξήγησε, η θερμοκρασία αυξάνεται με ρυθμό 0.4 έως 0.6 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία, και έτσι μέσα σε 40 χρόνια η θερμοκρασία μπορεί να αυξηθεί κατά περίπου 2 βαθμούς. Η αναστροφή αυτής της τάσης, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ο κ. Ανδρουλιδάκης επισήμανε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας έχει συμβεί σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και υπογράμμισε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων συμφωνεί ότι η κύρια αιτία είναι η ανθρωπογενής κλιματική κρίση. Αναφορικά με την αιτία αυτής της κρίσης, τόνισε ότι σχετίζεται με την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, η οποία οφείλεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα και τη ρύπανση που προκαλείται από την καύση ορυκτών καυσίμων.
Η λύση, σύμφωνα με τον ίδιο, εξαρτάται από τις παγκόσμιες πολιτικές και τις ενέργειες που θα ληφθούν για να επιβραδύνουμε την κλιματική αλλαγή. Η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η αποφυγή της υπερβολικής κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων είναι κρίσιμη για την προστασία του πλανήτη και την αποφυγή πιο ακραίων κλιματικών φαινομένων στο μέλλον.
Οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της αύξησης θερμοκρασίας της θάλασσας
Οι θαλάσσιοι καύσωνες προκαλούν, επίσης, απότομες αλλαγές στα θαλάσσια οικοσυστήματα καθώς και καταστροφές στις ιχθυοκαλλιέργειες με σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο. Όπως επισημαίνει ο κ. Ανδρουλιδάκης, οι αυξημένες θερμοκρασίες του νερού και τα φαινόμενα των θαλάσσιων καυσώνων επηρεάζουν ιδιαίτερα τη θαλάσσια ζωή, προκαλώντας θερμικό σοκ σε διάφορα είδη, όπως τα μύδια. Η αύξηση της θερμοκρασίας του θαλασσινού νερού έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία των οργανισμών να προσαρμοστούν, οδηγώντας σε μαζική θνησιμότητα και απώλειες στον πληθυσμό αυτών των ειδών.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι καλλιέργειες μυδιών στον Θερμαϊκό Κόλπο γνώρισαν πρωτοφανή καταστροφή, καθώς προκλήθηκαν σοβαρότατες οικονομικές απώλειες για το 2024, αλλά και πιθανές σημαντικές μειώσεις της παραγωγικής ικανότητας για το επόμενο έτος. Η απώλεια του γόνου, σε πολλές περιπτώσεις, έφτασε το 100%», σημείωσε.
FSRU: «Τη στιγμή που θέλουμε να μειώσουμε τη χρήση ορυκτών καυσίμων έως το 2050, επενδύουμε σε αυτά»
Η χρήση των πλωτών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) αποτελεί ένα επίκαιρο ζήτημα, καθώς εγείρονται ανησυχίες για την ασφάλεια και τις περιβαλλοντικές συνέπειες.
Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης υπογράμμισε ότι οι FSRU μονάδες εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους, όπως εργασιακά ατυχήματα και την πιθανότητα μεγάλης έκρηξης, φέρνοντας ως παράδειγμα το τραγικό συμβάν στην Αλγερία. «Τη στιγμή που θέλουμε να μειώσουμε τη χρήση ορυκτών καυσίμων έως το 2050, επενδύουμε σε αυτά, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τους κλιματικούς στόχους», ανέφερε χαρακτηριστικά. Επιπλέον, επισήμανε ότι η υγροποίηση και επαναεξαέρωση του φυσικού αερίου έχουν επιπτώσεις στη θερμοκρασία του νερού γύρω από τις μονάδες, προκαλώντας διαταραχές στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Από την πλευρά του, ο Ιωάννης Κρεστενίτης εστίασε στις θαλάσσιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Εξήγησε ότι στη διαδικασία θέρμανσης του υγροποιημένου αερίου χρησιμοποιείται θαλασσινό νερό, το οποίο επανέρχεται στο περιβάλλον με διαφορετική θερμοκρασία. «Αυτή η διαφορά θερμοκρασίας μπορεί να προκαλέσει αλλοιώσεις στο τοπικό οικοσύστημα», δήλωσε. Επιπλέον, σημείωσε ότι για την προστασία των μονάδων χρησιμοποιούνται anti-fouling προϊόντα, τα οποία συχνά περιέχουν χημικές ουσίες που επιβαρύνουν το θαλάσσιο περιβάλλον.
Ο μόνος σταθμός ανοιχτής θάλασσας για την παρακολούθηση της θερμοκρασίας στο βόρειο Αιγαίο δεν συντηρείται
Ο κ. Ανδρουλιδάκης, μιλώντας για την κατάσταση της παρακολούθησης των θαλασσών στην Ελλάδα, εξέφρασε την ανησυχία του για την έλλειψη συστηματικής καταγραφής κρίσιμων δεδομένων, όπως η θερμοκρασία του νερού. «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι η παρακολούθηση των θαλασσών, και συγκεκριμένα της θερμοκρασίας, αλλά είμαστε σε πολύ κακό επίπεδο», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Ανδρουλιδάκης εξήγησε ότι οι μόνιμοι σταθμοί που υπήρχαν στο Βόρειο Αιγαίο, όπως το παρατηρητήριο του ΕΛΚΕΘΕ στον Άθω, δεν συντηρούνται πλέον. «Οι άλλοι σταθμοί είχαν σταματήσει να λειτουργούν ακόμα νωρίτερα», πρόσθεσε, επισημαίνοντας ότι σήμερα έχει απομείνει μόνο ένας ενεργός σταθμός παρακολούθησης στην ανοιχτή θάλασσα, στη βόρεια Κρήτη.
Η έλλειψη μόνιμης καταγραφής δημιουργεί σοβαρά κενά στην κατανόηση των θαλάσσιων αλλαγών, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή. Χωρίς σταθερά δεδομένα, είναι δύσκολο να μελετηθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, όπως οι μεταβολές της θερμοκρασίας και η εμφάνιση θαλάσσιων καυσώνων, που έχουν άμεσες συνέπειες στο οικοσύστημα και στις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Ο κ. Ανδρουλιδάκης κατέληξε λέγοντας ότι είναι απαραίτητο να επανενεργοποιηθούν και να συντηρηθούν οι σταθμοί παρακολούθησης στις ελληνικές θάλασσες. «Η συστηματική παρακολούθηση είναι το κλειδί για την κατανόηση και την αντιμετώπιση των αλλαγών που φέρνει η κλιματική κρίση», υπογράμμισε.