Η Συρία ως σκηνή παγκόσμιων γεωπολιτικών συγκρούσεων – Ποιοι είναι οι μεγάλοι νικητές και οι ηττημένοι
Ποιοι πολέμησαν κατά του Άσαντ
Νωρίς το πρωί της Κυριακής, 8 Δεκεμβρίου, οι δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης δήλωσαν ότι η 24χρονη διακυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ έφτασε στο τέλος της, λίγες ώρες αφότου μαχητές εισήλθαν στην πρωτεύουσα Δαμασκό, μετά από μια αστραπιαία προέλαση σε ολόκληρη τη χώρα.
Σε δήλωση που μεταδόθηκε ζωντανά από τη συριακή εθνική τηλεόραση την ίδια ημέρα, μια ομάδα μαχητών ανακοίνωσε ότι «ο τύραννος αλ Άσαντ ανατράπηκε» και ότι όλοι οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν από μια μεγάλη φυλακή στη Δαμασκό.
Tο ιστορικό
Η Συρία, υπό την ηγεσία του Μπασάρ αλ-Άσαντ και της οικογένειάς του, υπήρξε μία από τις πιο αυταρχικές και στρατιωτικά κυριαρχούμενες χώρες στον αραβικό κόσμο για περισσότερο από 50 χρόνια. Η διακυβέρνηση της οικογένειας Άσαντ, από τον Χάφεζ αλ-Άσαντ και αργότερα από τον γιο του, Μπασάρ, χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένη καταπίεση και περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.
Από το 2011, η χώρα βυθίστηκε σε έναν αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, καθώς οι ειρηνικές διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος αντιμετωπίστηκαν με σκληρότητα. Ο στρατός έλαβε εντολή να καταστείλει βίαια τους διαδηλωτές, γεγονός που προκάλεσε την κλιμάκωση της σύγκρουσης, την εξάπλωση του εμφυλίου πολέμου και την εμπλοκή ξένων δυνάμεων.
Ποιοι πολέμησαν κατά του Άσαντ
Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς οι δυνάμεις που συμμετείχαν στην ανατροπή του Άσαντ ήταν ετερόκλητες, καθεμία από αυτές ορμώμενη από διαφορετικά συμφέροντα.
Πρώτα απ’ όλα, η συριακή αντιπολίτευση είχε τη στήριξη διαφόρων ομάδων και κρατών, όπως η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η πιο ισχυρή δύναμη της αντιπολίτευσης ήταν η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), η οποία αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος στην επίθεση κατά της Δαμασκού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν σημαντική στήριξη στην HTS, παρά το γεγονός ότι η οργάνωση είχε καταχωριθεί ως τρομοκρατική από τον ΟΗΕ λόγω των σχέσεών της με την Αλ Κάιντα.
Παράλληλα, ο τουρκικός στρατός, προερχόμενος από τον Βορρά, φοβούμενος την αυξανόμενη δύναμη των κουρδικών δυνάμεων, οι οποίες επίσης εξοπλίζονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενεργούσε με διπλό στόχο. Από τη μία, επιδίωκε την ανατροπή του Άσαντ και την εγκαθίδρυση ενός σουνιτικού καθεστώτος, ενώ από την άλλη επιθυμούσε να εξαλείψει την απειλή που αποτελούσε η οργανωμένη δύναμη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF).
Οι σύμμαχοι του Άσαντ έλαμψαν δια της απουσίας τους
Η Ρωσία, η Χεζμπολάχ και το Ιράν είχαν δηλώσει έμπρακτα την υποστήριξή τους στο καθεστώς του Άσαντ. Παρόλα αυτά, έλαμψαν δια της απουσίας τους, καθώς δεν παρενέβησαν καθόλου τις τελευταίες ημέρες για να αποτρέψουν την ανατροπή του, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.
Η Ρωσία θεωρεί ότι το διακύβευμα της Ουκρανίας είναι σημαντικότερο από αυτό της Συρίας. Επιπλέον, η μεταφορά δυνάμεων προς τη Συρία θα αποτελούσε οικονομικό πλήγμα, αλλά και σπατάλη στρατιωτικών πόρων. Πλέον, ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει ο Πούτιν είναι να αναθαρρήσουν οι σουνίτες κάτοικοι της νότιας Ρωσίας, όπως οι Τσετσένοι, οι οποίοι άλλωστε δεν ήταν ποτέ εντελώς ήρεμοι. Παρόλα αυτά, προς το παρόν, φαίνεται ότι η Ρωσία θα διατηρήσει τις στρατιωτικές της βάσεις στη Λατάκια και την Ταρτούς.
Η Χεζμπολάχ έχει δεχθεί τεράστιο πλήγμα από τον ισραηλινό στρατό, γεγονός που έχει οδηγήσει στην αποδυνάμωσή της. Ως εκ τούτου, ήταν αδύνατο να συνδράμει σε διαφορετικό μέτωπο εκτός Λιβάνου.
Την ίδια στιγμή, το Ιράν φάνηκε να προτιμά να μην εμπλακεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ήδη τεταμένες σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να αποφύγει τον κίνδυνο εχθροπραξιών στο δικό του έδαφος.
Οι κερδισμένοι
Πόντους φαίνεται να κερδίζει ο Ερντογάν προς το παρόν, καθώς με την πτώση του Άσαντ φαίνεται να ανοίγει το πεδίο ώστε να «τακτοποιήσει» το ζήτημα των Κούρδων της Συρίας και την ελπίδα τους για ίδρυση κράτους εντός συριακών εδαφών. Οι Κούρδοι, παρά τις διαβεβαιώσεις από την πλευρά της ισλαμικής, τουρκόφιλης Συμμαχίας, του Συριακού Εθνικού Στρατού (SNA), βρίσκονται σε απελπιστική θέση. Όχι μόνο οι υποσχέσεις για ίδρυση κράτους εγκαταλείφθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά είναι πλέον αμφίβολο αν θα καταφέρουν να διατηρήσουν και τα εδάφη που μέχρι χθες κατείχαν.
Ο τουρκικός στρατός, μάλιστα, ξεκίνησε άμεσα πλήγματα κατά των Κούρδων στο βόρειο τμήμα της Συρίας, όπου τουλάχιστον 22 μέλη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) σκοτώθηκαν μέσα και γύρω από τη Μανμπίτζ, ενώ άλλα 40 τραυματίστηκαν, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times.
Παράλληλα, το Ισραήλ, διαχρονικός αντίπαλος της Συρίας, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, προχωρώντας σε κατάληψη περιοχών στα Υψίπεδα του Γκολάν που ελέγχονται από τη Συρία. Ο ισραηλινός στρατός προειδοποίησε τους Σύρους που ζουν σε πέντε χωριά κοντά στο κατεχόμενο από το Ισραήλ τμήμα της στρατηγικής περιοχής να «παραμείνουν στα σπίτια τους». Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε ότι διέταξε τις ισραηλινές δυνάμεις να καταλάβουν μια νεκρή ζώνη στα Υψίπεδα του Γκολάν, η οποία είχε παραχωρηθεί με τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός του 1974 με τη Συρία. Η εντολή αυτή δόθηκε μετά την αστραπιαία προέλαση των δυνάμεων της συριακής αντιπολίτευσης που τερμάτισε την κυριαρχία του Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Ποια είναι η επόμενη μέρα
Ξεκάθαρες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι, για την ώρα, ο λαός της Συρίας μπορεί να ανασάνει από τη δικτατορία του Άσαντ, αλλά παράλληλα το βλέμμα πρέπει να στραφεί στο ποιοι συνέβαλαν στην ανατροπή του. Και σε αυτό το σημείο κανείς δεν μπορεί να είναι υπερβολικά αισιόδοξος.
Η Συρία, ως ενιαία κρατική οντότητα, δεν υφίσταται πλέον. Δυνάμεις φανατικών ισλαμιστών έχουν καταλάβει την εξουσία, ενώ όλοι φοβούνται το ενδεχόμενο να κατασκευαστεί ένα «δεύτερο Αφγανιστάν». Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν μια εξωραϊσμένη εικόνα του ηγέτη της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), περιγράφοντάς τον ως πολιτικό ανεκτικό στη διαφορετικότητα.
Είναι, όμως, πράγματι έτσι;